Εν μέσω όλων των συζητήσεων που γίνονται για το προσφυγικό ζήτημα, και του μίγματος αλληλεγγύης και ισλαμοφοβίας για τους χιλιάδες Σύρους που κατευθύνονται στην Ευρώπη, έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα η πολιτική της Δύσης για τον ίδιο τον πόλεμο στη Συρία και οι συνέπειες που είχαν τα λάθη της στη σημερινή κρίση.
Ενώ από το Λονδίνο μέχρι την Άγκυρα όλοι μιλούν και πάλι για μια επέμβαση στη Συρία, και η οργάνωση «Ισλαμικό Κράτος» εδραιώνει την κυριαρχία της σε ένα χαλιφάτο που περιλαμβάνει μεγάλα τμήματα της Συρίας και του Ιράκ, οι δυνάμεις που πολεμούν τους τζιχαντιστές έχουν συγκεχυμένους στόχους. Αυτό που χρειάζεται είναι να χαραχθεί μια πολιτική ώστε να ενισχυθεί η σουνιτική πλειοψηφία της Συρίας απέναντι τόσο στο καθεστώς Άσαντ όσο και στους σουνίτες τζιχαντιστές του ΙΚ. Η ηθική επιταγή δεν χρειάζεται εξηγήσεις. Ο στρατηγικός στόχος, όμως, είναι να στραφεί η σουνιτική κοινή γνώμη εναντίον του ΙΚ.
Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο μόνος τρόπος να καταπολεμηθούν οι τζιχαντιστές είναι να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους οι Άσαντ. Στην πραγματικότητα, το καθεστώς έχει χρησιμοποιήσει τον πόλεμο για να εμφανιστεί ως η μόνη εναλλακτική λύση απέναντι στον τζιχαντισμό. Η αποδοχή αυτού του κυνισμού, που έχει οδηγήσει μέχρι τώρα σε 300.000 νεκρούς και 6 εκατομμύρια πρόσφυγες, δεν θα οδηγήσει παρά σε επιδείνωση της κατάστασης. Τι άλλο μπορεί να γίνει;
Πρώτον, πρέπει να παρασχεθεί βοήθεια στους εκτοπισμένους Σύρους, τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων της χώρας τους. Οι ποσότητες των τροφίμων που παραδίδει ο ΟΗΕ έχουν μειωθεί, το ίδιο και οι κλινικές. Αυτό βοηθά την προπαγάνδα των τζιχαντιστών, ενώ ταυτόχρονα στέλνει τους πρόσφυγες στην Ευρώπη. Κι όμως, στην κοιλάδα Μπεκάα του Λιβάνου, από την άλλη πλευρά των συνόρων με τη Συρία, υπάρχουν προκατασκευασμένα σχολεία που μπορούν να προσφέρουν αξιοπρέπεια στα πληγωμένα παιδιά, μαζί με την ελπίδα ότι μια μέρα θα επιστρέψουν στα σπίτια τους. Για να έχει μέλλον η Συρία, οι Σύροι πρέπει να παραμείνουν κοντά στη χώρα τους.
Δεύτερον, πρέπει να προστατευθούν αποτελεσματικότερα οι άμαχοι από τις βόμβες του Άσαντ. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους μπορούν εύκολα να αντιμετωπίσουν τα ελικόπτερα του καθεστώτος που βομβαρδίζουν αγορές, νοσοκομεία και σχολεία, ιδίως τώρα που μπορούν να χρησιμοποιούν τις τουρκικές αεροπορικές βάσεις.
Τρίτον, και δυσκολότερο απ’ όλα, πρέπει να ξεκινήσει μια σοβαρή συζήτηση για τον τερματισμό του πολέμου. Ο διαμελισμός της Συρίας (και του Ιράκ) δείχνει ότι, ενώ το ΙΚ είναι ισχυρό σε σουνιτικές περιοχές, αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες όταν προσπαθεί να διεισδύσει σε σιιτικά ή κουρδικά εδάφη. Δεδομένου ότι οι Σιίτες και οι Κούρδοι θεωρούν ότι η εκδίωξη των τζιχαντιστών από τα σουνιτικά εδάφη είναι δουλειά των Σουνιτών, οι τελευταίοι χρειάζονται μεγαλύτερη υποστήριξη από τη Δύση.
Για να πειστούν όμως οι Σουνίτες να μην καταφύγουν στον εξτρεμισμό, πρέπει να οργανωθεί μια μεταβατική περίοδος χωρίς τους Άσαντ και να συγκροτηθεί ένα μέτωπο των μετριοπαθών στοιχείων του καθεστώτος μαζί με την αντιπολίτευση και τους αντάρτες. Θα δεχθούν κάτι τέτοιο η Ρωσία και το Ιράν, οι σύμμαχοι της Δαμασκού; Το Ισλαμικό Κράτος προκαλεί ανησυχία στο Ιράν στα δυτικά του σύνορα και στη Ρωσία στον βόρειο Καύκασο. Η Δύση πρέπει να εκμεταλλευτεί αυτή την αίσθηση του κοινού κινδύνου.
Τι προτιμά η Τεχεράνη: Τον πλήρη έλεγχο ενός θύλακα- παρία ή τη ρεαλιστική επιρροή σε μια Συρία με την οποία οι γείτονές της θα μπορούν να συνυπάρχουν; Καθώς το καθεστώς του Άσαντ συρρικνώνεται διαρκώς, η ιρανική ηγεσία θα πρέπει να λάβει τις αποφάσεις της.
Πηγή: Financial Times