Λίγες ημέρες μετά την παραλαβή του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 από την Τουρκία, τον Ιούλιο του 2019, ανώτατοι αξιωματούχοι των υπηρεσιών ασφαλείας της προεδρίας Τραμπ τόνισαν ομόφωνα ότι η Ουάσιγκτον έπρεπε να πραγματώσει την απειλή της για επιβολή κυρώσεων εναντίον της συμμάχου της στο ΝΑΤΟ.
Το υπουργείο Εξωτερικών είχε στείλει τις προτάσεις του στο εθνικό συμβούλιο ασφαλείας, ζητώντας την άμεση επιβολή κυρώσεων εναντίον Τούρκων πολιτών και νομικών προσώπων, μόλις ο πρόεδρος Τραμπ θα έδινε την έγκρισή του. Αυτό δεν έγινε ποτέ, παρά τις σχετικές εισηγήσεις των δύο στενότερων συμβούλων του. Μέχρι σήμερα, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει αρνηθεί την επιβολή κυρώσεων εναντίον της Αγκυρας για την αγορά των S-400, οι οποίοι απειλούν την ακεραιότητα της νατοϊκής άμυνας, σύμφωνα με τη Συμμαχία.
Παρότι ο Τραμπ συνηθίζει να αγνοεί τις συστάσεις των συμβούλων του, η ενστικτώδης άρνησή του να είναι αυστηρός με την Τουρκία είναι αυτή που έχει αποτρέψει την πλήρη κατάρρευση των τουρκοαμερικανικών σχέσεων. Η συμμαχία μεταξύ των δύο χωρών έχει διαρραγεί την τελευταία πενταετία με αφορμή τις διαφωνίες γύρω από την κρίση στη Συρία, την προσέγγιση μεταξύ Αγκυρας και Μόσχας, τις ναυτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, τις αμερικανικές διώξεις γύρω από το σκάνδαλο στην κρατική τράπεζα Halkbank και τις καταπατήσεις των πολιτικών δικαιωμάτων στη χώρα.
Εάν, όπως προβλέπουν οι σφυγμομετρήσεις, ο Δημοκρατικός υποψήφιος Τζο Μπάιντεν κερδίσει τις εκλογές της ερχόμενης εβδομάδας, ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν θα χάσει τον πολυτιμότερο σύμμαχό του στην Αγκυρα, αφήνοντας την Τουρκία ευάλωτη στη μήνις του Κογκρέσου και ορισμένων αμερικανικών υπηρεσιών, καχύποπτων με την Τουρκία.
Ο Μπάιντεν, ο οποίος αποκάλεσε τον Ερντογάν αυταρχικό ηγέτη τον περασμένο Δεκέμβριο, αναμένεται να είναι πιο σκληρός απέναντι στην Τουρκία, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τους δημοκρατικούς θεσμούς, ενώ θα μπορούσε να επιλέξει και τις κυρώσεις μετά την αγορά των S-400 από την Αγκυρα και τις δηλώσεις Ερντογάν την περασμένη εβδομάδα για έναρξη δοκιμών του αντιπυραυλικού συστήματος. Από τη μεριά του, ο Ερντογάν καλωσόρισε την έναρξη των δοκιμών, καλώντας τις ΗΠΑ να επιβάλουν ό,τι κυρώσεις θέλουν.
Οι προτεραιότητες του Μπάιντεν παραμένουν, πάντως, η Ρωσία και το Ιράν, ενώ η νέα έμφαση που θα έδινε μια προεδρία Μπάιντεν στις διακρατικές συμμαχίες θα μπορούσε να αποδειχθεί επωφελής για την Αγκυρα.
«Ο Μπάιντεν δεν πρόκειται να επιλέξει τιμωρητική στάση, όπως πολλοί υποθέτουν. Θα προσπαθήσει, αντίθετα, να γεφυρώσει το χάσμα που έχει ανοίξει μεταξύ των στελεχών της κρατικής γραφειοκρατίας των ΗΠΑ και του Λευκού Οίκου στις ημέρες της προεδρίας Τραμπ. Αυτό σημαίνει ότι ο Ερντογάν δεν θα μπορεί πια να ανατρέπει την αμερικανική πολιτική με ένα τηλεφώνημα στον Λευκό Οίκο», λέει ο Μαξ Χόφμαν του ινστιτούτου Center for American Progress. Ο Τραμπ έχει επαινέσει δημόσια τον Ερντογάν για τη μαχητική στάση του, αποκαλώντας τον «φίλο» και «εξαιρετικό ηγέτη». Η Ουάσιγκτον, από την πλευρά της, έχει παραμείνει σιωπηλή απέναντι στον αυταρχισμό του Τούρκου προέδρου.
Μία από τις πρώτες διπλωματικές πρωτοβουλίες του Μπάιντεν θα είναι η αποκατάσταση των αμερικανικών συμμαχιών, πρωτίστως του ΝΑΤΟ, η συνοχή του οποίου έχει πληγεί από τον Τραμπ και την πεποίθησή του πως η Συμμαχία δεν έχει πια στρατηγική αξία. Ο Μπάιντεν θα πρέπει να προσπαθήσει να συνεργασθεί με την Τουρκία προς χάρη του ΝΑΤΟ. Η προσπάθεια αυτή θα σκοντάψει, όμως, στην πίεση που ασκεί το Κογκρέσο για εφαρμογή του νόμου CAATSA (αντιμετώπιση των αντιπάλων των ΗΠΑ μέσω κυρώσεων), που αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της επιθετικότητας της Ρωσίας, του Ιράν και της Βόρειας Κορέας και στην αποθάρρυνση άλλων να συνεργασθούν με τις χώρες αυτές.
«Το Κογκρέσο έχει εξαντλήσει την υπομονή του. Είμαστε έτοιμοι να πιέσουμε την κυβέρνηση να εφαρμόσει τον νόμο επιβάλλοντας κυρώσεις CAATSA», λέει ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Κρις βαν Χόλεν.
Η Ουάσιγκτον έχει «τιμωρήσει» μέχρι στιγμής την Αγκυρα για τους S-400 εξαιρώντας την Τουρκία από το πρόγραμμα των αεροσκαφών F-35, παρότι τουρκικές εταιρείες συνεχίζουν να κατασκευάζουν ανταλλακτικά του προηγμένου μαχητικού. Αγκυρα και Ουάσιγκτον διαθέτουν «παράθυρο» έξι με εννέα μηνών για την αποκατάσταση των μεταξύ τους σχέσεων, παρότι ο «κίνδυνος ατυχημάτων» παραμένει υψηλός και αυξανόμενος με την πάροδο του χρόνου, όπως εκτιμά ο επικεφαλής του ινστιτούτου Eurasia Group, Εμρέ Πεκέρ, ο οποίος επισημαίνει ότι η επιβολή κυρώσεων στην παρούσα οικονομική συγκυρία με τη λίρα σε ελεύθερη πτώση θα ήταν καταστροφική για την Τουρκία.
«Ο Μπάιντεν θα μπορούσε να ζητήσει λιγότερο επώδυνες κυρώσεις προς το τέλος του 2021, απειλώντας με νέα επαχθή μέτρα, εφόσον η Αγκυρα δεν αλλάξει στάση. Η εφαρμογή του νόμου CAATSA θα ήταν δεινή για την Τουρκία», λέει ο Πεκέρ.
Πηγή: REUTERS