Αγγλία, Ουαλία, Σκωτία και Βόρεια Ιρλανδία περιλαμβάνει σήμερα η χώρα που επισήμως καλείται «Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας». Για πόσο ακόμη; Στη Σκωτία και στην Ουαλία έχουν εκδηλωθεί κινήματα ανεξαρτησίας, τα οποία θεριεύουν υπό την απειλή των οδυνηρών οικονομικών επιπτώσεων που θα είχε ένα σκληρό Brexit. Στη Βόρεια Ιρλανδία ενισχύεται το αίτημα για επανένωση με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας (Έιρε). Ο νέος Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον μόλις ολοκλήρωσε την πρώτη περιοδεία του σε Ουαλία, Σκωτία και Βόρεια Ιρλανδία. Η υποδοχή που του επιφύλαξαν ήταν μάλλον …παγερή. Αλλά ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί σε κάθε μία από τις απρόβλεπτες περιφέρειες του Ηνωμένου Βασιλείου;
Το «παζλ» της Βόρειας Ιρλανδίας
Το 1921 ο Νότος της Ιρλανδίας, μετά από ένοπλη εξέγερση τριών ετών, αποσχίστηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο ωστόσο παρέμειναν έξι περιφέρειες του Βορρά. Μία ισχνή πλειονότητα των κατοίκων είναι προτεστάντες, αυτοπροσδιορίζονται ως Βρετανοί και επιθυμούν να παραμείνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι καθολικοί αποτελούν μειονότητα και αυτοπροσδιορίζονται ως Ιρλανδοί. Μέχρι στιγμής μόνο ένα μικρό κομμάτι των Καθολικών επιθυμούσε την επανένωση με τον ιρλανδικό Νότο. Από τη δεκαετία του ’60 πλήθαιναν οι ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε Καθολικούς και Προτεστάντες, καθώς και οι επιθέσεις σε Βρετανούς στρατιώτες και αστυνομικούς. Κάθε τόσο εκδηλώνονταν τρομοκρατικά χτυπήματα. Τα «troubles», όπως αποκαλούσαν τις ταραχές οι εμπλεκόμενοι, τερματίστηκαν το 1998 με την περίφημη «συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής». Έκτοτε έχει ουσιαστικά εκλείψει η συνοριακή γραμμή ανάμεσα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και τη Βόρεια Ιρλανδία και αυτή η πολιτική ανοιχτών συνόρων συνέβαλε αποφασιστικά στην ειρήνευση που λίγο-πολύ έχει επέλθει στην περιοχή.
Η προηγούμενη πρωθυπουργός της Μ.Βρετανίας Τερέζα Μέι είχε δεσμευθεί απέναντι στην ΕΕ να κρατήσει ανοιχτά τα σύνορα, έως ότου βρεθεί οριστική διευθέτηση για το ζήτημα της Ιρλανδίας μετά το Brexit. Με το αποκαλούμενο «backstop», που συμφωνήθηκε στις Βρυξέλλες, η Βόρεια Ιρλανδία θα συνδεόταν μέσω τελωνειακής ένωσης με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, με αποτέλεσμα να παραμένει στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Ωστόσο, ο νέος πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον θέλει να τροποποιήσει τη συμφωνία και να καταργήσει το backstop, γιατί δεν δέχεται να έχει η Βόρεια Ιρλανδία διαφορετικό δασμολογικό καθεστώς από την (υπόλοιπη) Βρετανία. Στην ίδια τη Βόρεια Ιρλανδία τα πολιτικά κόμματα εμφανίζονται βαθιά διχασμένα. Οι αποκαλούμενοι «Ενωτικοί» δεν θέλουν να αποχωρήσουν από τη Βρετανία, ενώ αντιθέτως τα ρεπουμπλικανικά κόμματα βλέπουν θετικά την επανένωση με τον Νότο της Ιρλανδίας. Στη συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής προβλέπεται ρητώς ότι η Βόρεια Ιρλανδία θα μπορούσε να αποχωρήσει από τη Βρετανία μετά από δημοψήφισμα και πολλοί πιστεύουν ότι η ρήτρα μπορεί να ενεργοποιηθεί σε περίπτωση σκληρού Brexit. Ο πρωθυπουργός της Ιρλανδίας Λέο Βαράντκαρ όχι μόνο εκφράζει την επιθυμία του για επανένωση, αλλά και διερωτάται «εάν οι φιλελεύθεροι προτεστάντες πράγματι αισθάνονται άνετα σε μία εθνικιστική Βρετανία».
Αποδοκιμασίες στη Σκωτία
Η πρώτη επίσκεψη του νέου πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον στη Σκωτία την περασμένη Δευτέρα προκάλεσε συνθήματα αποδοκιμασίας. Η πρωθυπουργός Νίκολα Στάρτζον ξεκαθαρίζει ότι θα προκηρύξει νέο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας σε περίπτωση σκληρού Brexit. «Η Σκωτία αγνοήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας του Brexit. Σταματήστε να οδηγείτε τη χώρα μας προς την άβυσσο», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Στο δημοψήφισμα του 2014 οι Σκωτσέζοι είχαν απορρίψει μία απόσχιση από τη Βρετανία. Αλλά σήμερα η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική, επισημαίνει η Νίκολα Στάρτζον. Και αυτό για τον εξής απλό λόγο: το 2014 οι Σκωτσέζοι είχαν απορρίψει την ανεξαρτησία, γιατί εκτιμούσαν ότι μόνο με την παραμονή τους στη Βρετανία θα παρέμεναν και στην ΕΕ. Αντιθέτως, σήμερα είναι η παραμονή στη Βρετανία που τους οδηγεί σε έξοδο από την ΕΕ. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση σκληρού Brexit θα έπρεπε να ιδρύσουν το δικό τους ανεξάρτητο κράτος για να ενταχθούν και πάλι στην ΕΕ. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση που δημοσίευσαν οι Τάιμς του Λονδίνου, σε περίπτωση νέου δημοψηφίσματος οι θιασώτες της ανεξαρτησίας θα κέρδιζαν με διαφορά 6%. Το πρόβλημα είναι ότι η προκήρυξη δημοψηφίσματος προϋποθέτει έγκριση της κεντρικής κυβέρνησης, δηλαδή του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον.
Απροθυμία για ανεξαρτησία στην Ουαλία
Από το 1282 η Ουαλία αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του «Βασιλείου της Αγγλίας». Κάθε τόσο εκδηλώνονται αιτήματα για ανεξαρτητοποίηση από την κεντρική εξουσία του Λονδίνου. Ωστόσο, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του BBC, ούτε το 10% από τα τρία εκατομμύρια των Ουαλών δεν επιθυμεί πραγματικά την απόσχιση από τη Βρετανία. Στις τελευταίες εκλογές για τη Βουλή των Κοινοτήτων το εθνικιστικό κόμμα Plaid Cymru κατέλαβε τέσσερις έδρες. Ο αρχηγός του, Άνταμ Πράις, προειδοποιεί ότι σε περίπτωση σκληρού Brexit θα προκηρύξει δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία και καταγγέλλει ότι «το Κοινοβούλιο του Γουέστμινστερ έχει εξαπατήσει τον λαό της Ουαλίας και όχι η ΕΕ».
Σήμερα η Ουαλία διαθέτει καθεστώς περιορισμένης αυτονομίας και δικό της Κοινοβούλιο. Ο επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης, Μαρκ Ντρέικφονρτ, επικρίνει τους χειρισμούς του Μπόρις Τζόνσον, λέγοντας ότι ο πρωθυπουργός «δεν έχει συγκεκριμένο σχέδιο» για το Brexit και εκφράζει την ανησυχία του γιατί, όπως υποστηρίζει, οι Ουαλοί αγρότες θα στερηθούν τις επιδοτήσεις της ΕΕ. Υποστηρίζει μάλιστα οι ομιχλώδεις διαβεβαιώσεις του Τζόνσον για μία καλύτερη συμφωνία «στερούνται σοβαρότητας». Ωστόσο, σε αντίθεση με την Νίκολα Στέρτζον στη Σκωτία, ο Ντρέικφορντ δεν ζητεί απόσχιση από τη Βρετανία. Πάντως, στο δημοψήφισμα του Brexit, η πλειοψηφία των Ουαλών είχε ταχθεί υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ.
Πηγή: DW / Μπερντ Ρίγκερτ / Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου