Η ώρα των Ιταλών έφθασε, οι οποίοι και καλούνται στις κάλπες για να ψηφίσουν «ναι» ή «όχι» στη συνταγματική μεταρρύθμιση που προωθεί ο Matteo Renzi, ενώ η Ευρώπη αναμένει με αγωνία την έκβαση του κρίσιμου δημοψηφίσματος.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, που δημοσιοποιήθηκαν πριν από δύο εβδομάδες, καθώς απαγορεύεται η δημοσιοποίησή τους τις 15 ημέρες που προηγούνται της ψηφοφορίας, έδιναν προβάδισμα 5 έως 8 μονάδων στο όχι.
Ο Ρέντσι πίεσε τους οπαδούς του να καταρρίψουν τις επιφυλάξεις των αναποφάσιστων, ώστε να ψηφίσουν υπέρ του δημοψηφίσματος.
«Είναι τόσο πολλοί, οφείλουμε να πάμε να τους βρούμε, έναν προς έναν, επειδή όλα παίζονται αυτές τις 48 ώρες», υπογράμμισε.
Η ψηφοφορία έχει ολοκληρωθεί από το βράδυ της Πέμπτης για τα τέσσερα εκατομμύρια των Ιταλών που ζουν στο εξωτερικό και, σύμφωνα με τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης, η συμμετοχή υπήρξε υψηλή μεταξύ αυτών των εκπατρισμένων, οι οποίοι υποστηρίζουν μάλλον το ναι.
«Αν χάσω το συνταγματικό δημοψήφισμα, θα εγκαταλείψω την πολιτική», είχε δηλώσει πριν από έναν χρόνο ο 41χρονος Ρέντσι, ο οποίος έφθασε στην εξουσία τον Φεβρουάριο του 2014 με τη βούληση να αλλάξει τα πάντα στην Ιταλία. Στη συνέχεια εξήγησε πως ήταν λάθος το γεγονός ότι προσωποποίησε υπερβολικά την ψηφοφορία αυτή.
O ιστορικός και ερευνητής Φραντσέσκο Ανγκελόνε, μιλά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τη σημασία τού ιταλικού δημοψηφίσματος. Θεωρεί ότι η ιταλική κοινωνία είναι διχασμένη, αλλά δεν πιστεύει ότι ο ρόλος της χώρας του στη Μεσόγειο, κινδυνεύει να πληγεί εξαιτίας του δημοψηφίσματος αυτού. «Οι προτεραιότητες, για τη χώρα μου είναι άλλες, αρχίζοντας από τις θέσεις εργασίας», εξηγεί ο Ιταλός ιστορικός.
Ερ.: Πώς βλέπετε την ιταλική κοινωνία, μετά τη σχεδόν ατέλειωτη εκστρατεία του δημοψηφίσματος;
Απ.: Η ιταλική κοινωνία δείχνει να είναι αρκετά διχασμένη, κάτι το οποίο θεωρώ πως οφείλεται στο ότι η κυβέρνηση θέλησε να δώσει σαφή πολιτικό χαρακτήρα στο δημοψήφισμα. Μόλις ο Ρέντσι είπε ότι σκόπευε να παραιτηθεί σε περίπτωση νίκης του «όχι», έδωσε αμέσως στην αναμέτρηση μια διαφορετική σημασία. Ο διχασμός αυτός, μπορεί και να κατανοηθεί -κατά κάποιον τρόπο- διότι η μεταρρύθμιση προτείνει τη βαθιά, ουσιαστική αλλαγή του Συντάγματος της χώρας. Και οι υποστηρικτές του «όχι», θεωρώντας πως με τον τρόπο αυτό μειώνεται το πεδίο της δημοκρατικής συμμετοχής, έδειξαν να διαθέτουν σημαντικό κίνητρο κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Η ιταλική κοινωνία διχάστηκε, και περιμένουμε όλοι να δούμε ποιο θα είναι, τελικά, το αποτέλεσμα της σκληρής αυτής πολιτικής σύγκρουσης.
Ερ.: Ασχολείστε και με την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Πιστεύετε ότι μετά το δημοψήφισμα η Ιταλία μπορεί να αποδυναμωθεί, στρατηγικά, στη σχέση της με την Ευρώπη και τις μεσογειακές χώρες;
Απ.: Από μέρους των Βρυξελλών αλλά και από τις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχει η βούληση να εξασφαλισθεί, όπως τονίζεται, η σταθερότητα. Το είδαμε και με το ότι ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Ρώμη πήρε θέση, ουσιαστικά, υπέρ του δημοψηφίσματος. Μια σταθερότητα που προϋποθέτει την εφαρμογή όλων των μεταρρυθμίσεων που επιθυμούν οι Βρυξέλλες. Σε περίπτωση νίκης του «όχι», ο Ρέντσι μπορεί να παραιτηθεί, ή και να αποφασίσει να παραμείνει πρωθυπουργός, αλλά σίγουρα η θέση του θα αποδυναμωθεί. Μπορεί να ξεκινήσει, λοιπόν, μια νέα φάση, με προκήρυξη πρόωρων εκλογών, αλλά δεν νομίζω ότι το βάρος της χώρας, στην περιοχή της Μεσογείου, πρόκειται να μειωθεί. Πρέπει να λάβουμε υπόψη, βέβαια, ότι η Ιταλία, τα τελευταία χρόνια, ούτως ή άλλως δεν θέλησε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολλές μεσογειακές εξελίξεις. Προτίμησε να ασχοληθεί μόνον με εσωτερικά της προβλήματα και εξελίξεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι εκείνο της Λιβύης, όπου την πρωτοβουλία την είχαν η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Θεωρώ, δηλαδή, ότι θα έπρεπε να καταβληθούν μεγαλύτερες προσπάθειες για να αναλάβει σημαντικότερο ρόλο, η χώρα μας, στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και ότι αυτό θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη στην ατζέντα μιας ενδεχόμενης νέας κυβέρνησης.
Ερ.: Θεωρείτε κύριας σημασίας τα θέματα που αφορά το δημοψήφισμα, ή ότι ιταλική κοινωνία έχει άλλα επείγοντα προβλήματα;
Απ.: Δεν νομίζω ότι τα σημεία και τα προβλήματα που αφορά το δημοψήφισμα αποτελούν προτεραιότητα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η οικονομική κρίση, στην Ιταλία, δεν έχει γίνει ακόμη παρελθόν. Οι συνέπειές της γίνονται ακόμη αισθητές στην κοινωνία μας. Παρά το ότι το ΑΕΠ αυξάνεται, φέτος, κατά περίπου 0,8%, η άνοδος αυτή δεν γίνεται αισθητή στην καθημερινή ζωή, και μεγάλο μέρος των Ιταλών ενδιαφέρεται για πιο πρακτικά θέματα: οι Ιταλοί θέλουν να βρουν δουλειά, να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας- χωρίς την απειλή των εύκολων απολύσεων- και να μπορέσουν κα κερδίσουν ένα πιο βέβαιο μέλλον για τα παιδιά τους.