Σε περίπου 30 δισεκατομμύρια ευρώ υπολογίζεται το κόστος των προεκλογικών υποσχέσεων της Καγκελαρίου Άγγελας Μέρκελ, γεγονός το οποίο προκάλεσε την αντίδραση όχι μόνο της αντιπολίτευσης, αλλά και του κυβερνητικού της εταίρου, των Ελεύθερων Δημοκρατών.
Οι φοροαπαλλαγές για τα παιδιά, η αύξηση των επιδομάτων και των συντάξεων για τις μητέρες, οι περιορισμοί στα ενοίκια, αλλά και τα έργα οδοποιίας τα οποία εξήγγειλε τις τελευταίες ημέρες η κα Μέρκελ υπολογίστηκε από την καθημερινή οικονομική εφημερίδα Der Handelsblatt ότι θα στοιχίσουν πάνω από 28 δισεκατομμύρια ευρώ, δίνοντας αφορμή για δριμεία κριτική από τα κόμματα αλλά και από τον Τύπο. «Πρόκειται για εκλογική απάτη μετά ανακοινώσεως», δήλωσε η Γενική Γραμματέας των Σοσιαλδημοκρατών Άντρεα Νάλες και πρόσθεσε ότι όλα τα μέτρα τα οποία υπόσχεται η καγκελάριος θα μπορούσε να τα είχε ήδη υλοποιήσει. Έκανε μάλιστα λόγο για «αίνιγμα», αναφερόμενη στο πώς θα υλοποιηθούν αυτές οι «μεγαλόστομες» υποσχέσεις, «όταν οι Χριστιανοδημοκράτες τονίζουν συνέχεια ότι δεν επιθυμούν να αυξήσουν κανέναν φόρο». Από την πλευρά των Πρασίνων, ο βασικός υποψήφιος των Πρασίνων Γίργκεν Τριτίν κατήγγειλε ότι η κα Μέρκελ «δίνει υποσχέσεις 30 δισεκατομμυρίων ευρώ χωρίς καν να εξηγεί πού θα βρει τα χρήματα» και υποστήριξε ότι προφανώς η Καγκελάριος φοβάται την απώλεια της πλειοψηφίας.
Ακόμη όμως και το FDP, το οποίο έχει αναδείξει την εξυγίανση ως κύρια θέση της για την προεκλογική περίοδο, έλαβε αποστάσεις από την τοποθέτηση της κας Μέρκελ. Μιλώντας στο πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς, ο αντιπρόεδρος των Φιλελευθέρων Κρίστιαν Λίντνερ τόνισε ότι το κόμμα του «θα προσέξει ώστε οι επιτυχίες στην μείωση του χρέους να μην χαθούν». Και στο ίδιο όμως το κόμμα της κας Μέρκελ οι εξαγγελίες προκάλεσαν αντιδράσεις: «Δεν μπορούμε να κατακεραυνώνουμε τα σχέδια των Πρασίνων για αύξηση φόρων και ταυτόχρονα να σχεδιάζουμε εμείς οι ίδιοι νέα έξοδα», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του CDU Μίχαελ Φουκς, αλλά ο έτερος αντιπρόεδρος του κόμματος Μίχαελ Μάιστερ υποστήριξε ότι «όπως αποδείχθηκε κατά την διάρκεια αυτής της κυβερνητικής θητείας, μπορούν να συνδυαστούν επιτυχώς μία πολιτική υπέρ της οικογένειας και μια σταθερή δημοσιονομική πολιτική».