Ο 56ος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ απεβίωσε χθες Τετάρτη 29.11.2023 στην κατοικία του στο Κονέτικατ σε ηλικία εκατό ετών, σύμφωνα με ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα το ίδρυμα που ίδρυσε ο νομπελίστας ειρήνης (1973) και φέρει το όνομά του.
Ο Χένρυ Άλφρεντ Κίσινγκερ ήταν Γερμανο-Αμερικανός πολιτικός, διπλωμάτης, ακαδημαϊκός, καθηγητής πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων και συγγραφέας, που υπηρέτησε ως 56ος υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, από το 1973 έως το 1977 υπό τους προέδρους Ρίτσαρντ Νίξον (1973-1974) και Τζέραλντ Φορντ (1974-1977). Επίσης, από το 1969 έως το 1975, υπηρέτησε και ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών στην προεδρία Νίξον και στην προεδρία του προεδρία Φορντ. Είναι μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Επιπλέον, το 2002, διατέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 («Επιτροπή 9/11»), προκειμένου να διερευνηθούν πλήρως οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Κίσινγκερ, θεωρείται ως μία από τις σημαντικότερες φιγούρες της διεθνούς πολιτικής και διπλωματίας κατά τον 20ο και τον 21ο αιώνα, καθώς και μία από τις πιο αμφιλεγόμενες. Σύμφωνα με πολλούς μελετητές των Διεθνών Σχέσεων, η θητεία του ως Υπουργός Εξωτερικών, ήταν εξαιρετικά αποτελεσματική και επιτυχημένη.
Το 1973, έλαβε Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, για τις ενέργειες που πραγματοποίησε για την κατάπαυση του πυρός στον Πόλεμο του Βιετνάμ.
Η φυγή στις ΗΠΑ
Ο Κίσινγκερ γεννήθηκε στη Γερμανία ως Χάιντς Άλφρεντ Κίσινγκερ (Heinz Alfred Kissinger) από Γερμανοεβραίους γονείς. Ο πατέρας του Λούις Κίσσινγκερ (αγγλ. Louis Kissinger, 1887-1982) ήταν δάσκαλος και η μητέρα του Πάουλα (Στερν) Κίσσινγκερ (1901-1998) νοικοκυρά.
Σε νεαρή ηλικία, αγαπημένη του ασχολία ήταν το ποδόσφαιρο και μάλιστα υπήρξε παίκτης του νεανικού τμήματος της ποδοσφαιρικής ομάδας «Γκρόιτερ Φιρτ», μίας απ’ τις καλύτερες τότε ομάδες της Γερμανίας. Μαζί με τους γονείς του, το 1938 διέφυγαν ΗΠΑ, στην Νέα Υόρκη υπό την απειλή του ναζιστικού καθεστώτος. Εκεί φοίτησε στο Λύκειο Τζωρτζ Ουάσινγκτον, όπου μετά τον πρώτο χρόνο παρακολουθούσε νυκτερινά μαθήματα, ενώ την ημέρα εργαζόταν σε εργοστάσιο. Κατόπιν, σπούδασε λογιστικά στο City College Νέας Υόρκης, συνεχίζοντας παράλληλα να εργάζεται.
Το 1943 οι σπουδές του διακόπηκαν, όταν κλήθηκε να υπηρετήσει στον Αμερικανικό Στρατό. Κατά την ακόλουθη περίοδο συμμετείχε σε επιχειρήσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ των οποίων σε αποστολή στο Κρέφελντ και Ανόβερο της Γερμανίας. Μετά τον πόλεμο συνέχισε τις σπουδές του σε μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο. Έλαβε διδακτορικό δίπλωμα Πολιτικών Επιστημών από το Χάρβαρντ το 1954: η διατριβή του είχε τίτλο «A World Restored: Metternich, Castlereagh and the Problems of Peace 1812-1822». Το θέμα της διατριβής του -οι διασκέψεις και τα συνέδρια που οδήγησαν στην σχεδίαση και κατοχύρωση του νέου διεθνούς συστήματος μετά την ήττα του Ναπολέοντα- προκάλεσε μεγάλη εντύπωση καθώς εκείνη την εποχή (απόγειο του Ψυχρού Πολέμου) όλοι σχεδόν οι Αμερικανοί πολιτικοί επιστήμονες ασχολούνταν με θέματα όπως ο κομμουνισμός, τα πυρηνικά όπλα, οι τεχνικές ανταρτοπολέμου κτλ.
Το 1957, με την έκδοση του βιβλίου «Nuclear Weapons and Foreign Policy» έγινε για πρώτη φορά γνωστός ως αξιόπιστος σχολιαστής σε θέματα διεθνών σχέσεων. Ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα στο Χάρβαρντ, αλλά παράλληλα συμμετείχε σε διάφορες κυβερνητικές υπηρεσίες και επιτροπές που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική και ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών.
Εξωτερική Πολιτική
Μετά το 1969, ο Κίσινγκερ ήταν υπεύθυνος για το «άνοιγμα» των διπλωματικών σχέσεων των ΗΠΑ με την κομμουνιστική Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ και την ύφεση (détente) της ψυχροπολεμικής ρητορικής και έντασης με τη Σοβιετική Ένωση του Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Ως αποτέλεσμα των επαφών του με τον Κινέζο πρωθυπουργό Τσου Ενλάι, συμφωνήθηκε μία ενιαία αμερικανοκινεζική αντισοβιετική στρατηγική στα πλαίσια κοινών κρατικών συμφερόντων.
Ο Κίσινγκερ υποστήριξε ότι αυτή η συμφωνία αποτελεί απόδειξη της υπεροχής των συμφερόντων έναντι της ιδεολογίας στην χάραξη διεθνούς πολιτικής. Λόγω δε της συμβολής του στην κατάπαυση του πυρός και την απόσυρση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ, του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης 1973 – αν και η κατάπαυση πυρός δεν είχε τελικά διάρκεια. Ταυτόχρονα, όμως, υπό την καθοδήγησή του η αμερικανική κυβέρνηση στήριξε αποφασιστικά διάφορα αυταρχικά καθεστώτα, μεταξύ των οποίων η ελληνική Χούντα των Συνταγματαρχών και η χούντα του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή.
Πολυγραφότατος, ο Κίσινγκερ είναι από τους πιο γνωστούς υποστηρικτές της σχολής του ρεαλισμού στις διεθνείς σχέσεις, η οποία υποστηρίζει ότι η εξωτερική πολιτική ενός κράτους πρέπει να χαράσσεται με αποκλειστικό γνώμονα το εθνικό συμφέρον, αγνοώντας παράγοντες όπως οι ηθικο-φιλοσοφικές πεποιθήσεις της εκάστοτε κυβέρνησης ή τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Έτσι, έχει γίνει στόχος έντονης κριτικής λόγω της υποστήριξής του προς δικτατορικά καθεστώτα εφόσον αυτά εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά και από νεοσυντηρητικούς, τις προσπάθειες των οποίων για «ανθρώπινα δικαιώματα» και «παγκόσμια εξάπλωση της δημοκρατίας» ο Κίσινγκερ αντιμετωπίζει ως επικίνδυνες αφέλειες που φανερώνουν άγνοια για το πως λειτουργεί ο κόσμος.
Έντονες επικρίσεις κατά της πολιτικής του Κίσινγκερ έχει εκφράσει μεταξύ άλλων ο Αμερικανός δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς στο βιβλίο του «Η Δίκη του Χένρυ Κίσσινγκερ, όπου διατείνεται ότι θα έπρεπε να δικαστεί για «εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας» και άλλα. Ο συγγραφέας δίνει στοιχεία για την εγκληματική, κατά τον ίδιο, ανάμειξή του στα πολεμικά και δικτατορικά δρώμενα στην Ινδονησία, το Μπαγκλαντές, τη Χιλή, την Κύπρο και το Ανατολικό Τιμόρ.
«Ενήμερος για το πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο»
Επί υπουργίας του, μεταξύ άλλων έλαβε χώρα το πραξικόπημα της ελληνικής Χούντας και η πολύνεκρη τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974. Όπως αποκαλύφτηκε σε εμπιστευτικά έγγραφα του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών και του αμερικανικού Λευκού Οίκου, βασικός στόχος της πολιτικής του Κίσινγκερ στο Κυπριακό ήταν να ικανοποιηθεί η Τουρκία, την οποία θεωρούσε πιο σημαντική από την Ελλάδα ως σύμμαχο των ΗΠΑ.
Από τους πρώτους που αποκάλυψε ότι ο Κίσινγκερ και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν εκ των προτέρων ενήμεροι για το πραξικόπημα της χούντας ήταν ο πολιτικός ανταποκριτής των New York Times, σε φύλλο της εφημερίδας του Αυγούστου του 1974.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Αμερικανό δημοσιογράφο, κατά την επίσημη εκδοχή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, έκρινε ότι έπρεπε να προειδοποιήσει το στρατιωτικό καθεστώς να μη πραγματοποιήσει το πραξικόπημα, το οποίο και έγινε έως την 9η Ιουλίου, σύμφωνα με επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις από τις υπηρεσίες του στην Αθήνα, δηλαδή την Αμερικανική πρεσβεία και τον εκεί πρέσβη κ. Τάσκα.
Προχωρώντας παραπέρα, ο τότε βουλευτής της Ένωσης Κέντρου, Ιωάννης Ζίγδης δήλωσε σε αθηναϊκή εφημερίδα της εποχής ότι ο Κίσσινγκερ «όχι μόνο εγνώριζε το πραξικόπημα για την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου πριν από τις 15 Ιουλίου αλλά και το είχε ενθαρρύνει, αν όχι παρακινήσει».
Αξιοσημείωτο είναι ακόμα ότι, όπως δημοσίευσε τότε η ίδια εφημερίδα, έως και ανήμερα της έναρξης της εισβολής (20 Ιουλίου 1974) ο υφυπουργός του Κίσσινγκερ, Τζόσεφ Σίσκο βρισκόταν στην Άγκυρα σε επαφές με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ετζεβίτ και ΥΠΕΞ Γκιουνές. Την ίδια ημέρα μετέβη, καθ’ υπόδειξιν του Κίσσινγκερ, στην Αθήνα, για να αναχωρήσει και πάλι για την Άγκυρα, το μεσημέρι της επομένης ημέρας. Ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών δεν εξαιρούνταν από το αντι-αμερικανικό μένος που διακατείχε μεγάλο μέρος της τότε ελληνικής κοινής γνώμης, και ιδίως των νέων, το οποίο δεν αμφέβαλε για τον αρνητικό ρόλο των ΗΠΑ.
Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters, AFP, Wikipedia
Φωτο: Reuters