Πέθανε χθες σε ηλικία 77 ετών ο Τσαρλς Τζένκινς, ένας Αμερικανός στρατιώτης που είχε λιποτακτήσει στη Βόρεια Κορέα το 1965 και έζησε για 39 χρόνια αιχμάλωτος της Πιονγκγιάνγκ, ανακοίνωσαν σήμερα οι δημοτικές αρχές της πόλης Σάντο στην Ιαπωνία στην οποία είχε εγκατασταθεί τα τελευταία χρόνια μαζί με την οικογένειά του μετά την απελευθέρωσή του το 2004 από τις βορειοκορεατικές αρχές.
Ο Τζένκινς πέθανε χθες εξαιτίας καρδιολογικών προβλημάτων που παρουσίαζε σε νοσοκομείο της Σάντο, διευκρίνισαν οι δημοτικές αρχές της μικρής αυτής πόλης στο ομώνυμο νησί στη βόρεια Ιαπωνία.
Ο Τζένκινς ήταν ένας από συνολικά τέσσερις Αμερικανούς στρατιώτες που είχαν λιποτακτήσει τη δεκαετία του ’60 στη Βόρεια Κορέα, όπου αργότερα έγιναν αστέρες του τοπικού κινηματογράφου, αλλά αυτός ήταν ο μόνος που αφέθηκε ελεύθερος το 2004 στα 64 του χρόνια.
Ο άλλοι τρεις φέρεται ότι πέθαναν στη Βόρεια Κορέα.
Τη νύχτα αυτή του Ιανουαρίου του ’65, ενώ στρατοπέδευε με τον αμερικανικό στρατό στη Νότια Κορέα δίπλα στην αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, ο Τζένκινς αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μονάδα του και να λιποτακτήσει στη Βόρεια Κορέα, επειδή φοβόταν ότι θα σκοτωθεί κατά τη διάρκεια κάποιας περιπολίας ή ότι θα τον στείλουν στον Πόλεμο του Βιετνάμ.
Τότε, όπως διηγήθηκε αργότερα, πίστευε ότι μόλις περάσει στη Βόρεια Κορέα θα ζητήσει άσυλο στη ρωσική πρεσβεία και ότι στο τέλος θα μπορέσει να επιστρέψει στις ΗΠΑ σε μια μελλοντική ανταλλαγή κρατουμένων.
Οπότε, αφού ήπιε 10 μπίρες, διέσχισε την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη και παραδόθηκε στους Βορειοκορεάτες στρατιώτες που βρισκόντουσαν στην άλλη πλευρά. Ήταν μόλις 24 ετών.
«Ήταν οι γιορτές των Χριστουγέννων, έκανε κρύο και ήταν σκοτεινά. Άρχισα να πίνω αλκοόλ. Ποτέ ξανά δεν είχα πιεί τόσο πολύ αλκοόλ», διηγήθηκε έπειτα από χρόνια ο ίδιος.
Ωστόσο η πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης δεν χορήγησε ούτε στον Τζένκινς ούτε και στους άλλους Αμερικανούς άσυλο. Αντιθέτως όλοι τους συνελήφθησαν αιχμάλωτοι από την Πιονγκγιάνγκ.
Στη συνέχεια αυτός, όπως συνέβη και με τους άλλους τρεις Αμερικανούς λιποτάκτες, αναγκάστηκαν να μελετήσουν τα κηρύγματα του τότε ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Ιλ-Σουνγκ, να κάνουν μεταφράσεις και να διδάσκουν αγγλικά σε μελλοντικούς κατάσκοπους της Πιονγκγιάνγκ. Ωστόσο είχαν και ένα μερίδιο δόξας καθώς τους ανάγκαζαν να παίζουν τους κακούς «γιάνκις» σε ταινίες προπαγάνδας της Βόρειας Κορέας.
«Δεν λες όχι στη Βόρεια Κορέα. Αν πεις κάτι κακό για τον Κιμ Ιλ-Σουνγκ σκάβεις τον λάκκο σου και μετά χάθηκες», είχε πει αργότερα, ομολογώντας ότι υπέφερε πολύ αυτά τα περίπου 40 χρόνια που ήταν αιχμάλωτος της Πιονγκγιάνγκ.
Την περίοδο εκείνη πολύ συχνά τον «έκαναν πίττα στο ξύλο» ή τον υπέβαλλαν σε ιατρικές διαδικασίες που ήταν άλλες φορές περιττές και άλλες πολύ επώδυνες. Μία από αυτές ήταν όταν αποφάσισαν να του αφαιρέσουν χωρίς αναισθητικό ένα τατουάζ που είχε του αμερικανικού στρατού, χαρίζοντάς του μια εμπειρία την οποία ο ίδιος περιέγραψε ως «κόλαση».
Ωστόσο ένα φωτεινό σημείο την περίοδο της αιχμαλωσίας του στη Βόρεια Κορέα ήταν η σύζυγός του Χιτόμι Σόγκα, μια Γιαπωνέζα που ήταν 20 χρόνια μικρότερή του, την οποία είχαν απαγάγει Βορειοκορεάτες πράκτορες από την Ιαπωνία για να διδάξει σε κατασκόπους της Πιονγκγιάνγκ τη γλώσσα της. Σύμφωνα με τις ιαπωνικές αρχές, τουλάχιστον 17 Ιάπωνες πολίτες είχαν απαχθεί από την Πιονγκγιάνγκ εκείνη την περίοδο, ενώ η Βόρεια Κορέα έχει αναγνωρίσει μόνον 13 απαγωγές αυτού του είδους.
Το 1980 οι βορειοκορεατικές αρχές την εγκατέστησαν σε ένα σπίτι μαζί με τον Τζένκινς και μέσα σε δύο εβδομάδες τους ανάγκασαν να παντρευτούν, σύμφωνα με τον ίδιο.
Ωστόσο οι δυο τους ερωτεύτηκαν «με την πρώτη ματιά», όπως περιέγραψε αργότερα ο ίδιος, και δέθηκαν πάρα πολύ εξαιτίας του κοινού τους μίσους για τους Βορειοκορεάτες που τους κρατούσαν δέσμιους.
Στα απομνημονεύματά του ο Τζένκινς αναφέρει χαρακτηριστικά ότι κάθε βράδυ προτού κοιμηθούν αυτός της έλεγε «Ογιασούμι», δηλαδή καληνύχτα στα ιαπωνικά, και αυτή του απαντούσε «γκουντνάιτ, καληνυχτίζοντάς τον στα αγγλικά.
«Αυτό το κάναμε για να μην ξεχάσουμε ποτέ ποιοι είμαστε πραγματικά και ποια είναι η καταγωγή μας», προσθέτει.
Το ζευγάρι έκανε δύο κόρες, τη Μίκα και την Μπρίντα, και όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του οι αρχές τους μεταχειρίζονταν καλύτερα ως ξένους αιχμαλώτους από ό,τι έκαναν με τους Βορειοκορεάτες και τους έδιναν συσσίτιο ακόμη και κατά τη διάρκεια της πείνας που είχε ενσκήψει στη Βόρεια Κορέα τη δεκαετία του 1990.
Στη συνέχεια οι βορειοκορεατικές αρχές επέτρεψαν στη Σόγκα να επιστρέψει στην Ιαπωνία το 2002, όπως και σε άλλους τέσσερις Ιάπωνες που είχαν απαχθεί κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, ενώ στον Τζένκινς επετράπη να ακολουθήσει τη σύζυγό του μαζί με τις δύο κόρες τους το 2004 στη χώρα αυτή.
Το αντάμωμα της οικογένειας έτυχε μεγάλης προβολής από τα ιαπωνικά μέσα ενημέρωσης, καθώς η περιπέτειά τους είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον και τη συμπάθεια των Ιαπώνων.
Όταν βρέθηκε εκεί, ο Τζένκινς παραδόθηκε στον αμερικανικό στρατό και πέρασε από στρατοδικείο, το οποίο του επέβαλε στο τέλος μια συμβολική ποινή φυλάκισης 30 ημερών για λιποταξία. Αφού την εξέτισε, ο Τζένκινς μετακόμισε με την οικογένειά του στο Σάντο, τη γενέτειρα της συζύγου του, στα τέλη του 2004.
Εκεί εργάστηκε σε ένα κατάστημα δώρων και έγραψε τα απομνημονεύματά του.
ΣΜ
(Πηγές: BBC, AFP, Reuters)