Καμία οικονομία δεν μπορεί να στηρίζεται στο υπέρμετρο δανεισμό για πάντα, αναφέρει η γερμανική επενδυτική τράπεζα, συμπληρώνοντας ότι η Τουρκία ενισχύει τεχνητά την ανάπτυξή της μέσω ανάπτυξης της εσωτερικής ζήτησης εδώ και χρόνια. Τα μέτρα που ελήφθησαν νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα, όπως ο εξαναγκασμός των τραπεζών να δανείζονται με το επιτόκιο καταθέσεων μίας ημέρας της κεντρικής τράπεζας (19,25%) αντί του βασικού επιτοκίου (17,75%), καθώς και o περιορισμός του short-selling της τουρκικής λίρας αποτελούν ημίμετρα, τα οποία από μόνα τους αδυνατούν να οικοδομήσουν εμπιστοσύνη, εκτιμά.
Η Τουρκία, συνεχίζει η Berenberg, δείχνει κλασσικά σημάδια οικονομικής «υπερθέρμανσης»: υπερβολική ανάπτυξη του δανεισμού και της προσφοράς χρήματος, πληθωριστικές τάσεις και επιδεινούμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Τα εργαλεία που χρειάζονται για να αποσοβηθεί μια επαπειλούμενη κρίση είναι προφανή: υψηλότερα επιτόκια δανεισμού και δημοσιονομική πειθαρχία, καθώς και μικρότερη εξάρτηση από βασισμένα στον δανεισμό έργα ματαιόδοξου μεγέθους, όπως το νέο αεροδρόμιο – γίγας ή η νέα διώρυγα για την αποφυγή των στενών του Βοσπόρου. Δεδομένου ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν έχει διακηρύξει ότι αναλαμβάνει πλέον την ευθύνη για την πολιτική καθοδήγηση της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας (CBT), πρέπει ο ίδιος να αναλάβει την ευθύνη για αλλαγή κατεύθυνσης, σημειώνεται στο σημείωμα της γερμανικής τράπεζας.
Τα βήματα τα οποία, σύμφωνα με την Berenberg, πρέπει να ακολουθήσει η Τουρκία προκειμένου να στείλει μήνυμα αξιοπιστίας στις αγορές, αλλά και στους ίδιους τους πολίτες της, είναι:
·Ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα: Μόνο έτσι μπορεί να χαράσσεται στρατηγική που μπορεί βραχυπρόθεσμα να είναι επίπονη, αλλά να έχει μακροπρόθεσμα οφέλη.
·Δημοσιονομική σύνεση: Εάν μια στροφή στη νομισματική πολιτική δεν ακολουθηθεί από μία ανάλογη πολιτική δημοσιονομικής σύνεσης, οι αγορές θα υποπτευθούν ότι το αυξανόμενο χρέος της γενικής κυβέρνησης, αλλά και των οργανισμών που ντε φάκτο ή ντε γιούρε διευθύνονται από την κυβέρνηση θα πέσει ξανά στις πλάτες της κεντρικής τράπεζας. Έτσι, από μόνη της, η στροφή στη νομισματική πολιτική δεν θα είναι από μόνη της αποτελεσματική.
·Αλλαγές προσώπων σε κομβικές θέσεις: Διορισμός στελεχών στην κεντρική τράπεζα και στη θέση του υπουργού Οικονομικών που να εμπνέουν εμπιστοσύνη και να δίνουν την αίσθηση ότι αντέχουν την πολιτική πίεση θα έδειχναν ότι η χώρα είναι έτοιμη για τη στροφή. Ένας υπουργός Οικονομικών ο οποίος είναι γαμπρός του αυταρχικού προέδρου της χώρας δεν ταιριάζει ιδιαίτερα με την παραπάνω περιγραφή.
·Βελτίωση σχέσεων με ΗΠΑ – ΕΕ: Οι κυρώσεις από πλευράς ΗΠΑ δεν είναι η αιτία των εντελώς ενδογενών προβλημάτων της τουρκικής οικονομίας. Απλώς επιτάχυναν το πρόσφατο sell-off. Ωστόσο, η βελτίωση των σχέσεων με ΗΠΑ και ΕΕ θα βοηθήσουν σε δύο κατευθύνσεις. Θα πείσουν ότι μια στροφή στην οικονομία είναι πραγματική και μη αναστρέψιμη, ενώ ταυτόχρονα θα κατασιγάσουν τους φόβους για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Τουρκία, παράγοντα ο οποίος επηρεάζει άμεσα το επενδυτικό κλίμα στη χώρα, ειδικά όσον αφορά τις ξένες επενδύσεις.
Εάν η Τουρκία δεν αποφασίσει να προχωρήσει στις παραπάνω αλλαγές, καμία εξωτερική βοήθεια δεν θα την σώσει μακροπρόθεσμα, σημειώνει η Berenberg.
H ΕΕ δεν έχει τους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς για να βοηθήσει πραγματικά, βοήθεια από το ΔΝΤ μπορεί να υπάρξει μόνο με προϋπόθεση τη βελτίωση της σχέσης της Τουρκίας με ΗΠΑ και ΕΕ, ενώ μια βοήθεια από τη Ρωσία, την Κίνα ή το Κατάρ, χωρίς τη ριζική στροφή στο οικονομικό μοντέλο, θα έχει βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα, επιβαρύνοντας έτι περαιτέρω τις σχέσεις της Άγκυρας με τη Δύση.
Όπως σημειώνει ο αναλυτής της Berenberg, οι προσπάθειες Ελλάδας και Κύπρου κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ να δανειστούν από τους «ορθόδοξους αδελφούς στη Μόσχα» έληξαν με «δάκρυα».
Οι προοπτικές
Με μια γρήγορη και αποφασιστική στροφή, η Τουρκία θα μπορούσε να συνεχίσει να αποφύγει την ύφεση, κινούμενη με ρυθμούς ανάπτυξης, έστω και κάτω από τις μέχρι πρότινος προβλέψεις. Ωστόσο, η χώρα δεν μοιάζει να πραγματοποιεί γρήγορα την απαιτούμενη στροφή, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει άμεσα την οικονομία της σε συρρίκνωση.
Καθώς μια ανοιχτή στροφή είναι δύσκολη για έναν ηγέτη όπως ο Ερντογάν, το πιθανότερο σενάριο, σύμφωνα με τη Berenberg, θα ήταν να προχωρήσει για μερικές εβδομάδες ακόμη με ημίμετρα και ήπιες προσπάθειες για βελτίωση των σχέσεων με τη Δύση.
Από την άλλη πλευρά, οι πιθανότητες η Τουρκία, έστω και με μισή καρδιά, να αντιληφθεί από τις πιέσεις των αγορών την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει, έστω και σταδιακά, εντός των επόμενων τριών μηνών, είναι ισχυρή. Κι αυτό έστω κι αν τελικώς χρειαστεί μια πολιτική «βίαιης» αύξησης επιτοκίων, της οποίας η αναγκαιότητα, εάν ακολουθούνταν όλα τα υπόλοιπα βήματα, θα ήταν μικρότερη.
Πηγή: Capital