του Frédéric Autran (*)
Μόνος εναντίον όλων: η φράση αυτή μοιάζει να ταιριάζει απόλυτα στον Ντόναλντ Τραμπ. Σπανίως ο πλανήτης έχει υπάρξει τόσο ενωμένος όσο είναι σήμερα εναντίον της απόφασης του αμερικανού προέδρου να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ. Όπως έχει αποδείξει όμως ήδη στις περιπτώσεις της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα ή της συμφωνίας με το Ιράν για τα πυρηνικά, ο Τραμπ δεν είναι άνθρωπος της συναίνεσης.
Το ερώτημα όμως παραμένει: γιατί το έκανε; Γιατί ένας πολιτικός που δηλώνει ότι θέλει την ειρήνη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων έλαβε μια απόφαση που αποκλείει εκ των πραγμάτων τη χώρα του από τον ρόλο του μεσολαβητή;
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρωτοβουλία του Τραμπ δεν αποτελεί έκπληξη. «Όταν εκλεγώ πρόεδρος, θα λάβει τέλος η εποχή που το Ισραήλ αντιμετωπιζόταν ως χώρα δεύτερης κατηγορίας», έλεγε τον Μάρτιο του 2016 στο ισχυρό αμερικανικό εβραϊκό λόμπι Aipac. «Θα μεταφέρουμε την αμερικανική πρεσβεία στην αιώνια πρωτεύουσα του εβραϊκού λαού, την Ιερουσαλήμ». Ανάλογες υποσχέσεις είχαν δώσει στην προεκλογική τους εκστρατεία ο Μπιλ Κλίντον και ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, αλλά υπαναχώρησαν όταν ανέλαβαν την εξουσία καθώς οι ειδικοί τούς έπεισαν ότι μια τέτοια απόφαση θα κατέστρεφε τις προοπτικές για την ειρήνη.
Κάθε έξι μήνες από το 1995, ο αμερικανός πρόεδρος πρέπει να διαλέγει αν θα υπογράψει τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, όπως προβλέπει νόμος που ψηφίστηκε το 1995, ή την παραμονή της στο Τελ Αβίβ, όπως κάνει όλη η διεθνής κοινότητα. Στις αρχές Ιουνίου, ο Τραμπ είχε υπογράψει την παραμονή. Την 1η Δεκεμβρίου έπρεπε να λάβει μια νέα απόφαση. Και αυτή τη φορά δεν έκανε πίσω, πιστός στην εικόνα που καλλιεργεί για τον εαυτό του: ένας ηγέτης απρόβλεπτος, αλλεργικός στο «πολιτικά ορθό» και προικισμένος με το θάρρος που έλειπε από τους προκατόχους του.
Ο δισεκατομμυριούχος πρόεδρος ικανοποιεί έτσι την εκλογική του βάση, τους Ευαγγελικούς, που είναι η μόνη κατηγορία του εκλογικού σώματος που επιθυμεί τη μεταφορά της πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ. «Εξήντα εκατομμύρια Ευαγγελικοί παρακολουθούν αυτή την υπόσχεση από κοντά, γιατί αν ο Ντόναλντ Τραμπ μεταφέρει την πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ θα περάσει στην αθανασία», έλεγε την περασμένη Τρίτη στο Fox News ο εξτρεμιστής πάστορας Τζον Χέιτζι, πρόεδρος της οργάνωσης Ενωμένοι Χριστιανοί υπέρ του Ισραήλ. «Ο κόσμος θα τον θυμάται για χιλιετίες για το θάρρος του».
Η πίεση δεν προέρχεται όμως μόνο από τους ψηφοφόρους. Ο αμερικανός μεγιστάνας των καζίνο Σέλντον Αντελσον, που είναι ο μεγαλύτερος χρηματοδότης της εκστρατείας του Τραμπ και προσωπικός φίλος του ισραηλινού πρωθυπουργού, φέρεται να πίεσε τον αμερικανό πρόεδρο να τηρήσει την υπόσχεσή του.
Με μια δημοτικότητα που έχει πέσει στο 35%, και κάτω από ισχυρές πιέσεις για τη συνεργασία του με τη Ρωσία, ο πρόεδρος Τραμπ χρησιμοποιεί επίσης την υπόθεση της Ιερουσαλήμ για δικούς του πολιτικούς σκοπούς. «Ο Τραμπ ακτινοβολεί μέσα στο χάος και το χρησιμοποιεί για να απομακρύνει τους προβολείς από τις έρευνες που αφορούν την ενδεχομένως παράνομη συμπεριφορά του», λέει στη Libération ο Τζος Ρίμπνερ, πολιτικός διευθυντής της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Εκστρατεία για τα Παλαιστινιακά Δικαιώματα. «Δεν νομίζω πως είναι σύμπτωση ότι ο Τραμπ λαμβάνει αυτή την απόφαση λίγες ημέρες μετά την απαγγελία κατηγορίας εναντίον του πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας για ψευδείς δηλώσεις προς το FBI».
Η απόφαση του Τραμπ υπηρετεί κυρίως στόχους της εσωτερικής του πολιτικής, σημειώνει ένας δυτικός διπλωμάτης που γνωρίζει τα αμερικανικά πράγματα. «Θέλει να εδραιώσει την εκλογική του βάση, να τηρήσει μια προεκλογική υπόσχεση και να εκτρέψει τις έρευνες για το περιβάλλον του».
Τι επιπτώσεις θα έχει αυτή η απόφαση στις αμερικανικές προσπάθειες για επανάληψη της ειρηνευτικής διαδικασίας; «Η μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας δεν έχει αποφασιστική σημασία για τις ειρηνευτικές συμφωνίες», βεβαιώνει ο Λευκός Οίκος. Στις αρχές του περασμένου χρόνου, προσθέτει, θα ανακοινωθεί ένα σχέδιο που επεξεργάζονται εδώ και μήνες οι σύμβουλοι του προέδρου, μεταξύ των οποίων και ο γαμπρός του Τζάρεντ Κούσνερ.
«Ο Λευκός Οίκος πιστεύει ότι παρά τον θόρυβο που θα προκληθεί στον αραβικό κόσμο από αυτή την απόφαση, οι βασικοί του σύμμαχοι που είναι η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία θα περιοριστούν σε φραστικές καταδίκες, καθώς τους ενδιαφέρει η συνεργασία με τον Τραμπ σε πιο επείγουσες υποθέσεις, όπως το Ιράν», επισημαίνει ο Σίμπλεϊ Τελχαμί από το Brookings Institution. Μετά την πρόκληση αυτή, οι Παλαιστίνιοι είναι δυνατόν να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων; Ο Τελχαμί αμφιβάλλει και διατυπώνει μια υπόθεση: «Το επιτελείο του Τραμπ ίσως να συμπέρανε ότι η συμφωνία του αιώνα, όπως αποκαλούσε τη συμφωνία για το Παλαιστινιακό, είναι μη ρεαλιστική και θέλει να επιρρίψει την ευθύνη σε κάποιον άλλον».
(*) Ο Φρεντερίκ Οτράν είναι αρθρογράφος της Libération
(Πηγή: Libération)