Πριν από τέσσερα χρόνια, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν το «φάντασμα» που σκίαζε την εκλογική «γιορτή» των ΗΠΑ.
Από την οπτική γωνία του Κρεμλίνου, ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να ήταν «αψύς», ωστόσο θεωρείτο επίσης και αντικονφορμιστής ή ακόμη και «εύπλαστος» υποψήφιος, με τον οποίο η Ρωσία θα μπορούσε να συνεργαστεί προκειμένου να επαναπροσδιορίσει τους δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών.
Τέτοιες ψευδαισθήσεις δεν υπάρχουν πια το 2020. Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί, είναι δύσκολο να δούμε αποτελέσματα στις κάλπες του Νοεμβρίου τα οποία να ευνοούν τα σχέδια της Μόσχας.
Η Ρωσία δεν επωφελήθηκε όσο ήλπιζε από την προεδρία Τραμπ
Η «σκληρή» πραγματικότητα είναι ότι το Κρεμλίνο δεν έχει επωφεληθεί από την προεδρία Τραμπ όσο ήλπιζε – μολονότι είχε προσπαθήσει να επηρεάσει το εκλογικό κλίμα υπέρ του Τραμπ, όπως ανέδειξαν οι υπηρεσίες Πληροφοριών των ΗΠΑ, με επιθέσεις στον κυβερνοχώρο και ψεύτικες ειδήσεις που διαδίδονταν μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Ο Πούτιν μπορεί να έχει δηλώσει ότι η Ρωσία είναι απλώς ένας «θεατής» που παρακολουθεί τις εξελίξεις στις ΗΠΑ, ωστόσο πιθανότατα παρεμβαίνει ακόμη και σήμερα στην εκλογική διαδικασία: την Τετάρτη, αξιωματούχοι ασφαλείας των ΗΠΑ ανέφεραν και πάλι ότι η Ρωσία, μαζί με το Ιράν, έλαβαν γνώση δεδομένων εγγραφής Αμερικανών ψηφοφόρων στους εκλογικούς καταλόγους, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη διάδοση παραπληροφόρησης.
Βεβαίως, ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έχει καταδικάσει τη δηλητηρίαση του Ρώσου ηγέτη της αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι ή την φερόμενη πληρωμή χρημάτων από τη Μόσχα σε μαχητές Ταλιμπάν προκειμένου να επιτίθενται σε Αμερικανούς στρατιώτες στο Αφγανιστάν.
Με το να κλείνει τα μάτια, ο Τραμπ έχει δώσει στη Ρωσία αρκετό χώρο για ελιγμούς στη γειτονιά της, όπως π.χ. στη Λευκορωσία, αλλά και και πιο μακριά. Ρίχνει επίσης τον σπόρο της διχόνοιας διεθνώς, αποδυναμώνοντας τα πολυμερή θεσμικά όργανα τα οποία θα μπορούσαν να παρεμβαίνουν αντί της αμερικανικής κυβέρνησης.
Ωστόσο, ο δηλωμένος θαυμασμός του προέδρου των ΗΠΑ για τον Πούτιν δεν ήταν αρκετός για να αποτελέσει παράγοντα βοήθειας άνευ όρων προς το Κρεμλίνο.
Στην πραγματικότητα, οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας είναι αναμφισβήτητα στο χειρότερο σημείο τους μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Η Ουάσινγκτον υπό τον Τραμπ ακολούθησε μια πολιτική κυρώσεων που έπληξαν τη ρωσική οικονομία, εργάστηκε ενάντια στα ενεργειακά συμφέροντα της Μόσχας στην Ευρώπη και εγκατέλειψε τις συμφωνίες ελέγχου όπλων τις οποίες το Κρεμλίνο θέλει να διατηρήσει.
Η νέα συνθήκη START του 2010, η οποία περιορίζει τον αριθμό πυρηνικών κεφαλών, πυραύλων και βομβαρδιστικών που βρίσκονται σε ανάπτυξη λήγει στις 5 Φεβρουαρίου 2021. Εάν δεν συμφωνηθεί η παράταση ενός έτους που πρότεινε ο Πούτιν, δεν θα υπάρχουν πια καθορισμένα όρια για τα δύο μεγαλύτερα πυρηνικά οπλοστάσια του κόσμου, για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1970.
Ο Μπάιντεν δεν είναι Ομπάμα
Ο πονοκέφαλος για το Κρεμλίνο είναι ότι, ενώ ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν μπορεί να είναι πιο συνεκτικός στην πολιτική του, θα έχει επίσης μεγαλύτερη τάση να «συγκρατήσει» τη Ρωσία.
Ναι, είναι πρόθυμος να υποστηρίξει τον έλεγχο των όπλων. Δεν έχει ωστόσο καμία διάθεση να προσπαθήσει να επανεκκινήσει τη σχέση των χωρών με αμοιβαία επωφελή τρόπο, όπως προσπάθησε ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, χωρίς επιτυχία, όταν ο Μπάιντεν ήταν αντιπρόεδρος και ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ ήταν πρόεδρος της Ρωσίας, κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος κατά το οποίο ο Πούτιν υπηρέτησε ως πρωθυπουργός.
Τόσο το αίσθημα και στις δύο πολιτικές παρατάξεις στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, όσο και ο τεράστιος αριθμός εκκρεμών κυρώσεων σε κάθε περίπτωση θα εμπόδιζε την απο-κλιμάκωση. Ακόμη χειρότερα, όπως επισημαίνει ο Nigel Gould-Davies του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών, οι προσπάθειες ανατροπής της απομονωτιστικής εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ δεν πρόκειται να βοηθήσουν τη Μόσχα, ειδικά εάν αυτό σημαίνει αναβίωση των συμμαχικών σχέσεων, ειδικά στην Ευρώπη.
Η τρέχουσα περίπλοκη και απρόβλεπτη τάξη πραγμάτων εξυπηρετεί καλύτερα τη Μόσχα και υπάρχουν φωνές στη Ρωσία που υποστηρίζουν ότι είναι καιρός να σταματήσει κάθε προσπάθεια «να μπει τάξη».
Η Ρωσία επίσης δεν έρχεται στη νέα κατάσταση από μια θέση ισχύος. Ο Πούτιν είναι λιγότερο δημοφιλής από ό,τι ήταν το 2016. Η οικονομία, αν και έχει συρρικνωθεί λιγότερο σε σχέση με εκείνη των ανταγωνιστών της Ρωσίας, εξακολουθεί να αισθάνεται τον πόνο της πανδημίας και την ταυτόχρονη πτώση των τιμών του πετρελαίου.
Η σχετική οικονομική επιρροή της χώρας διαβρώνεται εδώ και χρόνια. Υπάρχει επίσης σημαντική αβεβαιότητα, καθώς οι λοιμώξεις από τον κορoνοϊό σημειώνουν καθημερινά νέα ρεκόρ. Είναι ένα δύσκολο σημείο εκκίνησης για να προβάλει κανείς το στάτους μιας μεγάλης παγκόσμιας δύναμης.
Ποιο θα ήταν το καλύτερο αποτέλεσμα για τη Ρωσία στις αμερικανικές εκλογές
Από το 2014, οι ΗΠΑ περιγράφονται από τους Ρώσους πολίτες με διαφορά ως η πλέον «εχθρική» προς τη Ρωσία χώρα
Ως αποτέλεσμα, ο Πούτιν έχει δείξει εντυπωσιακό ρεαλισμό. Σε μια τηλεοπτική συνέντευξη νωρίτερα μέσα στον Οκτώβριο, ήταν ξεκάθαρος σχετικά τις επιτυχίες της κυβέρνησης Τραμπ στα πεδία του εμπορίου και της ενέργειας, αλλά και όσον αφορά την αποτυχία της στην τήρηση υποσχέσεων.
Προχώρησε σε έναν υπολογισμό κόστους – κυρώσεις επιβλήθηκαν ή επεκτάθηκαν 46 φορές, τόνισε. Στη συνέχεια, ο πρόεδρος της Ρωσίας αυτοπεριορίστηκε προκειμένου να αναζητήσει κοινό έδαφος με τον Μπάιντεν, ακόμη και αξιοποιώντας αναφορές σε χριστιανικές αξίες, αλλά και το ίδιο του το παρελθόν στο Κομμουνιστικό Κόμμα, πράγμα στο οποίο ο Πούτιν σπάνια αναφέρεται. Μια επίδειξη realpolitik από πλευράς Κρεμλίνου.
Το καλύτερο αποτέλεσμα για τη Ρωσία
Είναι δελεαστικό να πιστέψει κανείς ότι το καλύτερο αποτέλεσμα για τη Ρωσία θα ήταν στην πραγματικότητα μια αμφισβητούμενη ψηφοφορία ακολουθούμενη από μια μακρά δικαστική μάχη.
Αξιωματούχοι των υπηρεσιών Πληροφοριών των ΗΠΑ έχουν υπονοήσει οι υπαινιγμοί Τραμπ περί πιθανής «νοθείας» στις κάλπες γίνονται όπλο στα χέρια της Ρωσίας, προκειμένου να υπονομεύει την εμπιστοσύνη στα δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης.
Είναι πιθανό ο Πούτιν να απολάμβανε μια πρόκληση τέτοιας κλίμακας για την πλέον σεβαστή δημοκρατία στον κόσμο, καθώς θα ενίσχυε τους ισχυρισμούς του ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ξεπερασμένη. Ωστόσο είναι δύσκολο μια τέτοια «ενδιάμεση» περίοδος να έχει μεγάλη διάρκεια ή να αποφέρει οποιοδήποτε όφελος μακράς πνοής για τη Μόσχα.
Ποια είναι λοιπόν η λιγότερο κακή επιλογή, σε τελική ανάλυση; Πέραν των κυρώσεων, ίσως είναι καλύτερο για τη Ρωσία να έχουμε «μια από τα ίδια».
Όπως υποστηρίζει η πολιτική αναλύτρια Τατιάνα Στανόβαγια του R.Politik, η Ρωσία βλέπει τον Τραμπ σαν ένα ποντάρισμα στο καζίνο – άρα αξίζει να συνεχίσει να παίζει προκειμένου να πετύχει το μεγάλο κέρδος στο τέλος. Ακόμη κι αν αυτό απαιτεί χρόνο.