Γράφει ο Κωνσταντίνος Φίλης
Δ/ντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ο Μόρσι λίγες μέρες μετά τη συμπλήρωση ενός έτους στην προεδρία της Αιγύπτου αποτελεί παρελθόν. «Πληρώνει» την αδυναμία ανόρθωσης της οικονομίας, την αψήφιση των κοινωνικών αντιδράσεων σε μία σειρά από επιλογές του, την έλλειψη ευελιξίας ειδικότερα στις σχέσεις με στρατό και δυνάμεις ασφαλείας και βέβαια την ανυπακοή μεγάλου μέρους του κρατικού μηχανισμού στις εντολές του.
Η Αίγυπτος, το μεγαλύτερο αραβικό κράτος στον κόσμο, έχει πολλά στοιχεία “failed state”. Η οικονομία έχει καταρρεύσει, ως αποτέλεσμα της δραματικής πτώσης του τουριστικού ρεύματος, του περιορισμού των εξαγωγών (π.χ. διακοπή παροχής αερίου στο Ισραήλ που απέφερε σημαντικά έσοδα), του υψηλού πληθωρισμού, της κάθετης πτώσης των ξένων επενδύσεων, της αύξησης φτώχειας και ανέχειας που ενίσχυσε τις κοινωνικές παροχές υπό τη μορφή επιδομάτων, και εν τέλει της ανικάνοτητας της κυβέρνησης των Ισλαμιστών να εξασφαλίσει χρηματοδότηση και δανειοδότηση από το εξωτερικό. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι δεν κατάφεραν να ξεπαγώσουν κεφάλαια προερχόμενα από το ΔΝΤ, ούτε να αυξήσουν τη συμβολή παραδοσιακών εταίρων, όπως οι ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη μεγαλοψυχία και το πορτοφόλι του Κατάρ.
Η καταβαράθρωση των κρατικών δομών, η προσπάθεια Μόρσι να ελέγξει τη δικαιοσύνη σε συνάρτηση με την απόπειρα μεταβίβασης περισσότερων εξουσιών στον πρόεδρο, καθώς και η εισαγωγή της Σαρίας στο Σύνταγμα όχι μόνο κατέστησαν τη χώρα περίπου περιθωριακή αλλά μετέτρεψαν σε πεποίθηση την αίσθηση ότι η χώρα οπισθοδρομούσε. Ακόμη χειρότερα, με νωπές ακόμη τις μνήμες από το καταπιεστικό καθεστώς Μουμπάρακ, που έτσι και αλλιώς είχε καταδικαστεί στη συνείδηση του κόσμου, η Μουσουλμανική Αδελφότητα διεύψεσε γρήγορα τις προσδοκίες για ουσιαστική αλλαγή. Ακόμη και η υποβάθμιση των εντεινόμενων αντιδράσεων δείχνει απουσία ρεαλισμού για ένα σχηματισμό που μέχρι πρότινος δρούσε στην παρανομία. Αν τελικά υπάρχει μετριοπαθής εκδοχή του Ισλάμ, αυτή δεν είναι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι της Αιγύπτου.
Αυτά που πρέπει να διασφαλιστούν από εδώ και πέρα είναι:
– Η επιστροφή αρχικά στην ομαλότητα και εν συνεχεία η διεξαγωγή βουλευτικών και προεδρικών εκλογών. Παρότι πρόκειται για ένα ιδιότυπο πραξικόπημα, από τη στιγμή που φαίνεται να έχει τη στήριξη σημαντικού μέρους της αιγυπτιακής κοινωνίας, δεν υπάρχει αμφιβολία πως συνιστά πισωγύρισμα. Η εμπλοκή του στρατού, που τόσο πιστά στήριξε τον Μουμπάρακ και τις μεθόδους του, δεν μπορεί να νοηθεί ως πρόοδος. Ωστόσο, αν οι ένοπλες δυνάμεις όντως επιθυμούν να αναπτύξουν εποικοδομητικό ρόλο, βλέποντας την Αίγυπτο να ολισθαίνει στην εγκαθίδρυση ενός θρησκευτικού κράτους με την επιβολή ενός ανάλογου κανονιστικού πλαισίου, τότε οφείλουν να αφουγκραστούν την κοινωνία, ειδικότερα τη νεολαία. Παραμένει, όμως, ερωτηματικό κατά πόσο η υποστήριξη των περισσότερο φιλελεύθερων στοιχείων της αντιπολίτευσης στην ανάληψη πρωταγωνιστικού ρόλου από πλευράς στρατού αποτέλεσε μία ευκαιριακή πολιτική μόνο και μόνο για να καθαιρεθεί ο Μόρσι ή υπάρχει λεπτομερής συμφωνία για τα επόμενα βήματα. Στην πρώτη περίπτωση, ο στρατός, ως πυλώνας σταθερότητας στη μεταβατική περίοδο, θα διεκδικήσει ισχυρό λόγο στη διάδοχη κατάσταση, γεγονός που αντίκειται με τις επιθυμίες πολλών για περισσότερες ελευθερίες και δημοκρατία αλλά και ουσιαστική αλλαγή μοντέλου. Συν του ότι η Αίγυπτος αυτή τη στιγμή έχει ανάγκη από τεχνοκράτες, γνώστες της αγοράς, ώστε να εξαντλήσει τα, έτσι και αλλιώς, στενά περιθώρια ανάκαμψης της οικονομίας της. Ακόμη και αν οι ένοπλες δυνάμεις έχουν αποφασίσει να δώσουν χώρο στη μεταβατική κυβέρνηση, κατόπιν των βουλευτικών και προεδρικών εκλογών δύσκολα δεν θα ενδώσουν στον πειρασμό αυξημένου ρόλου, εφόσον αυτοί πέτυχαν νε συνοπτικές διαδικασίες την απομάκρυνση του εκλεγμένου προέδρου. Πιθανή συμφωνία αντιπολίτευσης και στρατού γύρω από ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο θα κριθεί στο χρόνο, αφού τα κοινά σημεία μεταξύ ενός αυθεντικά φιλελεύθερου Αιγύπτιου (παρότι με διαφορετικά χαρακτηριστικά από ένα αντίστοιχο Ευρωπαίο) και του στρατιωτικού κατεστημένου είναι ελάχιστα.
– Η αποφυγή μίας σύρραξης με χαρακτηριστικά εμφυλίου, ως απότοκο της εκτροπής. Πρέπει να αναγνωρίσουμε στη Μουσουλμανική Αδελφότητα ότι μέχρι τώρα έχει επιδείξει πρωτοφανή αυτοσυγκράτηση σε σειρά προκλήσεων, τουλάχιστον από τον περασμένο Νοέμβριο. Η δήλωση Μόρσι ότι είναι αποφασισμένος να πληρώσει με το αίμα του, αν εμμέσως προτρέπει τους Αδελφούς του να θυσιαστούν για τους όποιους σκοπούς, δεν αποκλείεται να φέρει γενικευμένες συγκρούσεις, πιθανόν και αιματοχυσία. Εντούτοις, η άρτια οργανωμένη επιχείρηση του στρατού θα λειτουργήσει αποτρεπτικά τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο, ιδίως σε σχέση με τους επίσημους εκπροσώπους της οργάνωσης, στους περισσότερους εκ των οποίων έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι. Όμως, θα μπορέσουν οι ένοπλες δυνάμεις να περιορίσουν τη δράση εξτρεμιστικότερων στοιχείων που αναπτύχθηκαν τα χρόνια της απομόνωσης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και τώρα βρίσκουν χρυσή ευκαιρία να «δείξουν τα δόντια τους», κερδίζοντας ακροατήριο έναντι του ήπιου και αναποτελεσματικού Μόρσι.
– Η διάχυση της κρίσης στο ρευστό περιφερειακό περιβάλλον. Προς το παρόν, η μόνη επίπτωση διαπιστώνεται στην Τυνησία, η οποία ακολουθεί το υπόδειγμα της Αιγύπτου. Πάντως, η ισλαμική κυβέρνηση της πρώτης επέδειξε μεγαλύτερη ευελιξία από την τελευταία, αφού δεν συμπεριέλαβε τη Σαρία στο νέο σύνταγμα, ενώ τοποθέτησε αρκετούς ανεξάρτητους υπουργούς στην κυβέρνηση, αποσυμπιέζοντας σε κάποιο βαθμό τη κατάσταση. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, βέβαια, αν έχουμε ένοπλη σύγκρουση στην Αίγυπτο είναι η εξαγωγή της στη Μέση Ανατολή ή η εισαγωγή ακραίων τρομοκρατικών στοιχείων από το εγγύς εξωτερικό. Φαντάζομαι ότι οι αιγυπτιακές δυνάμεις ασφαλείας θα έχουν λάβει σχετικές πρόνοιες (π.χ. έλεγχος συνόρων), αλλά και σε αυτή την περίπτωση η ανάπτυξη εγχώριας ισλαμικής τρομοκρατίας δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η ευρύτερη περιοχή έχει ανάγκη από μία σταθερή Αίγυπτο με εποικοδομητικό ρόλο στην περιφερειακή ασφάλεια!