Του OSWALDO DE RIVERO
Καθηγήτρια δικαίου στο πανεπιστήμιο Paris – VII Denis Diderot.
Σε πολλές φτωχές χώρες ο αριθμός των εδαφών που κυριεύονται από τη βία δεν παύει να αυξάνεται. Στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική, στην Ασία διαιωνίζονται συγκρούσεις, στις οποίες ένα τμήμα του πληθυσμού, κάτω από την καθοδήγηση ενόπλων ομάδων με ασαφή, συχνά, πολιτική ταυτότητα, αντιτίθεται στην κεντρική εξουσία. Αυτή η εξουσία προσπαθούσε με κόπο, από τον καιρό της ανεξαρτησίας, να στήσει κρατικές δομές. Ηδη καταρρέει σχεδόν παντού, εγκαταλείποντας τους πληθυσμούς στην ακραία βία. Ετσι, αυξάνονται οι ακυβέρνητες χαοτικές οντότητες.
Σε όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου (1947-1989), καθένας είχε τη βεβαιότητα ότι οι εσωτερικές συγκρούσεις μέσα στις χώρες που βρίσκονταν στο δρόμο της ανάπτυξης ήταν το αποτέλεσμα πολιτικών αντιθέσεων ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις.
Κάθε εσωτερική ένοπλη σύγκρουση -η οποία ονομαζόταν στη δεκαετία του ’80 από τους αμερικανούς στρατηγικούς εγκεφάλους «πόλεμος χαμηλής έντασης»- θεωρούνταν ύποπτη ότι εμπνέεται, ενθαρρύνεται και υποστηρίζεται από μια εξωτερική ιδεολογία. Οι χώρες της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας θεωρούνταν σκακιέρες όπου ο καπιταλισμός και ο κομμουνισμός αντιπαρατίθεντο, με τα πιόνια που έβαζαν ανάμεσά τους, για τον έλεγχο της παγκόσμιας εξουσίας.
Μετά ήρθε το τέλος του ψυχρού πολέμου. Ωστόσο, οι εσωτερικές συγκρούσεις σε αυτές τις χώρες του Νότου δεν σταμάτησαν. Αντίθετα διπλασιάστηκε η έντασή τους. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, το Νοέμβριο του 1989, εμφανίστηκαν (ή αναζωπυρώθηκαν) πάνω από είκοσι τρεις εσωτερικές συγκρούσεις σε αυτά τα τμήματα του κόσμου όπου συναντά κανείς περισσότερες από πενήντα ένοπλες οργανώσεις (1). Αυτές οι βίαιες οργανώσεις δρουν στην Αλγερία, στη Σενεγάλη, στην Αγκόλα, στο Μπουρούντι, στο Κονγκό-Μπραζαβίλ, στη Λιβερία, στη Γουινέα-Μπισάου, στη Ρουάντα, στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ), στη Σιέρα Λεόνε, στη Σομαλία, στο Σουδάν, στο Λίβανο, στην Τουρκία, στην Κολομβία, στο Μεξικό, στο Περού, στο Αφγανιστάν, στην Ινδία, στη Σρι Λάνκα, στη Βιρμανία, στην Καμπότζη, στις Φιλιππίνες, στην Ινδονησία, στο Ανατολικό Τιμόρ, στην Μπουγκενβίλ, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στον Καύκασο, στο Τατζικιστάν και σε πολλές άλλες χώρες (2).
Εκτός από τις ιδιαιτερότητές τους, αυτοί οι ένοπλοι αγώνες έχουν ως κοινό στοιχείο το γεγονός ότι είναι συγκρούσεις «εθνικής υπεξαίρεσης», και προκαλούνται από ένα σκανδαλώδη κοινωνικό αποκλεισμό, ο οποίος επιδεινώνει τις πολιτικές, εθνικές και θρησκευτικές δυσαρέσκειες, σε σημείο που να τις μετατρέπει σε πραγματικές θύελλες μίσους. Στις περισσότερες περιπτώσεις -ας σκεφτούμε αυτό που συμβαίνει στη Σιέρα Λεόνε, ή αυτό που συνέβη τον περασμένο χρόνο στη Λιβερία- ο σεβασμός των στοιχειωδέστερων αρχών του ανθρωπισμού εξανεμίστηκε και ο εμφύλιος πόλεμος ταυτίζεται με την πιο άγρια εγκληματικότητα.
Σε πολλές χώρες (Αγκόλα, Σομαλία, Σιέρα Λεόνε), αυτές οι συγκρούσεις εθνικής καταστροφής περνούν περιόδους βίας, που διακόπτονται από αλλεπάλληλες ένοπλες εκεχειρίες: και αυτές διακόπτονται από αναζωπυρώσεις των συγκρούσεων, στις οποίες οι ανταρτικές ομάδες διεκδικούν το μονοπώλιο της βίας, που ως τώρα ήταν προνόμιο των κρατών. Από τη στιγμή που εμφανίζεται αυτό το φαινόμενο, το έθνος-κράτος που βρίσκεται στη διαδικασία της ανάπτυξης καταρρέει και μετατρέπεται τότε σε μια ακυβέρνητη χαοτική οντότητα.
Οι ακυβέρνητες χαοτικές οντότητες διακρίνονται από την αδυναμία του κράτους να διατηρήσει κάτω από τον έλεγχό του το εθνικό έδαφος και τον πληθυσμό του. Ολόκληροι τομείς της οικονομίας, των πόλεων, των επαρχιών και των περιφερειών πέφτουν κάτω από το ζυγό των νέων αρχόντων του πολέμου, των εμπόρων ναρκωτικών ή των διαφόρων μαφιών.
Η νομιμότητα, η δημόσια τάξη και οι αρχές της κοινωνίας των πολιτών εξανεμίζονται. Ο πληθυσμός πέφτει κάτω από την κυριαρχία ενόπλων ομάδων και εξαρτάται τότε όχι πια από την κεντρική κυβέρνηση και τις νόμιμες αρχές, αλλά από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, από οργανώσεις αλληλεγγύης, από ανθρωπιστικές οργανώσεις (όπως οι Γιατροί χωρίς Σύνορα, ή η Δράση Ενάντια στην Πείνα) και από οργανώσεις των Ηνωμένων Εθνών. Είναι η κατάσταση που συναντάμε σήμερα στο Αφγανιστάν, στη Σομαλία, στη Σιέρα Λεόνε, στη Λιβερία, στο Τατζικιστάν, στην Καμπότζη, στη Ρουάντα, στο Μπουρούντι, στο Κόσοβο, στη Βοσνία, στο ιρακινό Κουρδιστάν, στην Τσετσενία, στην Αϊτή, στην Αλβανία, ή ακόμη στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Οι ακυβέρνητες χαοτικές οντότητες αποτελούν ένα πρόσφατο παγκόσμιο φαινόμενο. Είναι μία από τις συνέπειες της αδυναμίας εθνικής βιωσιμότητας πολλών αναπτυσσόμενων χωρών που αποδεικνύονται «πελαγωμένες» μπροστά σε ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που αδιαφορεί απέναντι στα συγκυριακά πλεονεκτήματα που τις καθιστούσαν άλλοτε βιώσιμες: την αφθονία των εργατικών χεριών τους και τις πηγές τους σε πρώτες ύλες.
Η τεχνολογική επανάσταση, η οποία επιβλήθηκε από έναν ανταγωνισμό που επαυξάνει την παγκοσμιοποίηση, ευνοεί τη διαρβινική επιλογή: εξαλείφοντας χιλιάδες ανειδίκευτους εργάτες και τόνους πρώτων υλών. Και αυτό ακριβώς τη στιγμή που σημειώνεται μία αστική δημογραφική έκρηξη στις περισσότερες φτωχές χώρες. Μια τέτοια επιλογή, ευνοώντας τις πιο χαμηλές τιμές, βλάπτει τις επιχειρήσεις της χαμηλής τεχνολογικής απόδοσης, οι οποίες βασίζονταν στην αφθονία των εργατικών χεριών και οι οποίες αντιπροσωπεύουν, σε πολλές χώρες, το πρώτο σκαλοπάτι προς την εκβιομηχάνιση (3).
Στο τέλος αυτού του αιώνα, η ποσότητα της πρώτης ύλης ανά μονάδα βιομηχανικής παραγωγής δεν αντιπροσωπεύει παρά τα δύο πέμπτα της ποσότητας που χρησιμοποιούνταν το 1930. Εδώ και σαράντα χρόνια, ένας μισθωτός στους τέσσερις ήταν εργάτης. Σήμερα είναι μόνο ένας στους επτά. Θα έπρεπε να δημιουργηθούν δύο δισεκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας στα επόμενα χρόνια για να απορροφηθεί ο ενεργός πληθυσμός των φτωχών χωρών, κάτι που είναι μια αδιανόητη πρόκληση, λόγω των νέων τεχνολογιών, οι οποίες ευνοούν την αποβιομηχάνιση και την αποπρολεταριοποίηση (4), ενώ ο αστικός πληθυσμός των αναπτυσσόμενων χωρών κυριολεκτικά εκρήγνυται και θα έχει διπλασιαστεί ώς το 2020. Η τεχνολογική επανάσταση και η δημογραφική έκρηξη συγκρούονται μετωπικά και αυτός ο κλονισμός επιταχύνει τις συνέπειες του χάους (5).
Αυτό το δαρβινικό μοντέλο δεν επέτρεψε, στη διάρκεια των τριάντα πέντε τελευταίων χρόνων (1964-1999), να αυξηθεί το κατά κεφαλήν εισόδημα στις χώρες που μαστίζονται σήμερα από τη βία.Αυτές δεν γνώρισαν παρά μία μέση ετήσια αύξηση του εισοδήματος κατώτερη του 3%, ποσοστό που θεωρείται ως ελάχιστο για να ξεπεράσει μια χώρα το κατώφλι της φτώχειας. Σε τριάντα χρόνια, η Αλγερία για παράδειγμα, είδε το μέσο ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημά της να αυξάνει μόνο κατά 0,5%, η Αγκόλα κατά 0,2%, όπως και το Περού, η Κολομβία και το Κονγκό-Ζαΐρ, το Μεξικό κατά 1,8%, η Σιέρα Λεόνε κατά 1%, η Σομαλία και το Σουδάν κατά 0,1% (6)!
Η γρήγορη, πρόωρη, φιλελευθεροποίηση των οικονομιών που βασίζονταν στην παραγωγή πρώτων υλών, η οποία αποφασίστηκε από τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, απλώς επιδείνωσε την κατάσταση. Οι οικονομίες των υπανάπτυκτων χωρών αναπαρήγαγαν αυτό το οποίο ήδη υπήρχε, δηλαδή την εξαγωγή πρώτων υλών ελάχιστα μεταποιημένων.
Και δεν εισέπραξαν, ως αντάλλαγμα, παρά επισφαλείς επενδύσεις του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού καζίνου, οι οποίες δεν προορίζονταν καθόλου για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής (7). Οι γκουρού του νεοφιλελευθερισμού τόλμησαν να ονομάσουν «αναδυόμενες αγορές» ακριβώς αυτόν τον τύπο των μη βιώσιμων οικονομιών.
Αυτή η προσαρμογή χωρίς εκσυγχρονισμό δεν έκανε τίποτα να αναδυθεί. Αντίθετα, σταθεροποίησε το λιγότερο ανταγωνιστικό μοντέλο εξαγωγών της παγκόσμιας οικονομίας. Καταδίκασε τις αναπτυσσόμενες χώρες να συνεχίσουν να εξάγουν πρώτες ύλες και προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας με τιμές όλο και πιο χαμηλές, και να εισάγουν όλο και περισσότερα βιομηχανικά προϊόντα και υπηρεσίες, οι οποίες απαιτούν προχωρημένες τεχνολογίες, με μια υπερβολικά υψηλή τιμή. Ετσι, οι προσαρμογές που επιβλήθηκαν από την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στοίχισαν στους πληθυσμούς των πιο φτωχών χωρών μια σημαντική κοινωνική θυσία, και δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να διευρύνουν τη μη βιωσιμότητα και την αστάθεια πολλών χωρών, βυθίζοντάς τες συχνά στην ενδημική βία.
Μέσα σε είκοσι χρόνια ο πληθυσμός των αναπτυσσόμενων χωρών θα φτάσει περίπου τα 6,5 δισεκατομμύρια άτομα και θα είναι κυρίως αστικός (8). Αν δεν υπάρξει μία δραστική μείωση της γεννητικότητας και της μετανάστευσης προς τις πόλεις, σε συνδυασμό με μια χωρίς προηγούμενο αύξηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων για τα τρόφιμα, για το νερό και την ενέργεια, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού του πλανήτη θα ζει στην καρδιά μιας επικίνδυνης φυσικο-κοινωνικής ανισορροπίας.
Δηλαδή στην καρδιά ρημαγμένων πόλεων και μεγαπόλεων, όπου το νερό θα είναι σπάνιο και τα τρόφιμα και η ενέργεια θα είναι πολύ ακριβά για τους μέσους μισθούς. Αυτές οι αξιοθρήνητες πόλεις θα γίνουν, ίσως, τότε, πραγματική ανθρώπινη κόλαση, βραδυφλεγής οικολογική βόμβα, πραγματική απειλή για την πολιτική και οικολογική σταθερότητα του κόσμου.
Μπορούμε να συγκρίνουμε αυτή την ανισορροπία ανάμεσα στην αδυναμία των πηγών και το μέγεθος του απόκληρου πληθυσμού με την ευαισθησία των τεκτονικών πλακών της Γης. Γνωρίζουμε ότι κάποια μέρα θα υπάρξει μια φοβερή δόνηση, αλλά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια πότε θα γίνει κάτι τέτοιο, και ακόμη λιγότερο εάν η βία θα πάρει τη μορφή ιδεολογικών, θρησκευτικών ή εθνικών πολέμων, ή θα πρόκειται απλώς για μια συμμαχία της γενικευμένης αναρχίας και της κάθε είδους εγκληματικότητας.
Στην αυγή της τρίτης χιλιετίας, ένας αριθμός χωρών με χαμηλό εισόδημα βρίσκονται σε ασταθή ισορροπία πάνω σε γιγαντιαία σεισμικά ρήγματα που δημιουργήθηκαν από τη σημερινή οικονομική αταξία. Πρόκειται ουσιαστικά για ολόκληρη την Αφρική, για τις περισσότερες χώρες της Κεντρικής Αμερικής, για τις πιο σημαντικές χώρες των Ανδεων, όπως το Περού και η Βολιβία, και κυρίως για την Κίνα, την Ινδία, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, που συγκεντρώνουν ταυτόχρονα την πιο χαμηλή κατανάλωση ανά κάτοικο σε νερό, ενέργεια και τρόφιμα, και την πιο ισχυρή δημογραφική αστική ανάπτυξη (9). Εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση θα πρέπει να φοβούμαστε ότι οι κοινωνικοπολιτικές εντάσεις θα επιδεινωθούν και ότι θα ξεσπάσει πληθώρα πολέμων «εθνικής υπεξαίρεσης» κατά τον 21ο αιώνα, προκαλώντας την εμφάνιση νέων ακυβέρνητων χαοτικών οντοτήτων.
Γι’ αυτές τις χώρες το στοίχημα του μέλλοντος δεν είναι να φτάσουν την οικονομική ανάπτυξη της Νότιας Κορέας, της Ταϊβάν ή της Σιγκαπούρης, αλλά, πολύ απλά, να καταφέρουν να επιβιώσουν (10).
Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να μας κλονίσει, γιατί πιστεύαμε πάντοτε ότι τα κράτη-έθνη θα μπορούσαν να αναπτυχθούν. Η εμπειρία του 20ού αιώνα μάς δείχνει το αντίθετο. Και μας υποχρεώνει να σκεφτούμε αυτό που ήταν αδιανόητο. Οσο οι υπερφιλελεύθερες πολιτικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας θα παραμένουν απαράλλαχτες, οι περισσότερες χώρες που ονομάζονται, λαθεμένα, «αναπτυσσόμενες», δεν θα είναι έτοιμες να συμπεριληφθούν στις νέες βιομηχανικές χώρες, αλλά θα κινδυνεύουν να βουλιάξουν σε μη βιώσιμες οικονομίες και να ενταχθούν στο στρατόπεδο των ακυβέρνητων χαοτικών οντοτήτων. Αλλά το χειρότερο δεν είναι ποτέ βέβαιο, κι έστω και αν δεν αρέσει στον Φράνσις Φουκουγιάμα (11), η ιστορία δεν τελείωσε. Μόλις αρχίζει.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
(1) Βλ. Jean-Marc Balencie και Arnaud de La Grange, Mondes rebelles. Guerres civiles et violences politiques, Michalon, Παρίσι, 1999.
(2) Βλ. το «Rapport des Nations Unies sur la situation sociale dans le monde», Νέα Υόρκη, 1993.
(3) Βλ. το «Rapport sur le commerce et le developpement», Conference des Nations Unies pour le commerce et le developpement (CNUCED), Παρίσι, 1996.
(4) Βλ. Peter Drucker, «The Changed World Economy», Foreign Affairs, Νέα Υόρκη, άνοιξη 1996.
(5) Βλ. Ignacio Ramonet, Geopolitique du chaos, Galilee, Παρίσι, 1997.
(Γεωπολιτική του χάους, Εκδόσεις Πόλις 1998).
(6) Rapport sur le developpement humain, Programme des Nations Unies pour le developpement (PNUD), Economica, Παρίσι, 1998.
(7) Βλ. Susan George και Fabrizio Sabelli, Faith and Credit, Penguin Books, Νέα Υόρκη, 1994.
(8) World Urbanization Prospects: The 1994 Revision, Nations Unies, Νέα Υόρκη, 1995.
(9) PNUD ό.π. Βλ. επίσης Lester Brown, L’ Etat du monde, La Decouverte, Παρίσι, 1998.
(10) Βλ. Oswaldo de Rivero, El Mito del desarrollo, Mosca Azul, Λίμα, 1998.
(11) Francis Fukuyama, La Fin de l’ Histoire et le Dernier Homme, Flammarion, Παρίσι, 1992.
από την εφημερίδα LE MONDE diplomatique/Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία