Ο Ράτκο Μλάντιτς, πρώην επικεφαλής των σερβικών στρατιωτικών δυνάμεων της Βοσνίας, προσήχθη σήμερα ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία, υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του πολέμου στη Βοσνία (1992-1995), ρόλος που επισύρει στην περίπτωσή του την απαγγελία κατηγοριών για γενοκτονία.
Ο τελευταίος σημαντικός φυγόδικος των πολέμων των αρχών της δεκαετίας του ’90, συνελήφθη στις 26 Μαΐου αφού διέφυγε επί δεκαέξι χρόνια της διεθνούς δικαιοσύνης και μεταφέρθηκε την Τρίτη στη Χάγη.
Θα κληθεί να δώσει λόγο για τον ρόλο του στην κατάληψη της Σρεμπρένιτσα τον Ιούλιο του 1995 από τις σερβικές δυνάμεις της Βοσνίας, που συνοδεύθηκε από τη σφαγή 8.000 Μουσουλμάνων της Βοσνίας , αλλά και στην πολιορκία του Σαράγεβο (10.000 νεκροί) , στην εκστρατεία εθνοκάθαρσης της Βοσνίας και στην ομηρία των κυανοκράνων του ΟΗΕ.
Η σφαγή της Σρεμπρένιτσα θεωρείται η μεγαλύτερη θηριωδία που έχει διαπραχθεί στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι λιγοστές φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν μετά τη σύλληψή του εμφανίζουν έναν άνθρωπο γερασμένο και αδυνατισμένο, σχεδόν αγνώριστο, σε σύγκριση με την εμφάνισή του την εποχή των πολεμικών του κατορθωμάτων.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Ράτκο Μλάντιτς δήλωνε έτοιμος να πολεμήσει εναντίον ολόκληρου του κόσμου για να αποδείξει «τα δίκαια της σερβικής υπόθεσης».
«Άσος της στρατηγικής», σύμφωνα με ξένους στρατιωτικούς που τον έχουν συναντήσει, κυκλοθυμικός, επεδίωκε πάντοτε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συνομιλητών του.
Μετά την υπογραφή των συμφωνιών του Ντέιτον το 1996 πέρασε στο περιθώριο και αρχικά έζησε στο προπύργιό του στο Χαν Πίγετσακ, μία στρατιωτική βάση της Βοσνίας που διαθέτει ένα τεράστιο δίκτυο υπόγειων στοών.
Στη συνέχεια, εγκαταστάθηκε σε μία πλούσια περιοχή του Βελιγραδίου, όπου τελούσε υπό την προστασία του στρατού επί πολλά χρόνια. Χόμπι του, το κλάδεμα των τριανταφυλλιών σιγοτραγουδώντας, σύμφωνα με τους παλιούς του γείτονες. Όμως, για λόγους ασφαλείας, συνοδευόταν πάντοτε από ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο, όταν έβγαινε για βόλτα πεζός.
Στο Βελιγράδι, ο Μλάντιτς έχει μεταχείριση ήρωα και ο Τύπος δημοσίευε συχνά ότι εμφανιζόταν σε διάφορα εστιατόρια. Τον Ιούλιο 1997, είχε εντοπισθεί να κάνει ηλιοθεραπεία σε ακτή του Μαυροβουνίου.
Καθώς η διεθνής κοινότητα δείχνει τη δυσαρέσκειά της, ο Ράτσκο Μλάντιτς περνά στην παρανομία στη δεκαετία του 2000 και οι αρχές του Βελιγραδίου δηλώνουν ότι δεν βρίσκεται πλέον στη Σερβία . Το Βελιγράδι αρνείται να συνεργασθεί και καταγγέλλει το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Ταυτόχρονα, πολλαπλασιάζονται οι φήμες που τον φέρνουν, πότε στο Βελιγράδι, πότε σε σύμπλεγμα στρατιωτικών εγκαταστάσεων των Σέρβων της Βοσνίας, πότε έξω από το Βελιγράδι ως μελισσοκόμο.
Ο Ράτκο Μλάντιτς γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1942 στο Βοζινόβιτσι της ανατολικής Βοσνίας και δεν ήταν παρά δύο ετών όταν ο πατέρας του δολοφονήθηκε από τους ουστάσι, οι οποίοι παρέμειναν , μαζί με τους Μουσουλμάνους, παντοτινοί του εχθροί.
Διψασμένος για εκδίκηση αυτοανακηρύχθηκε υπερασπιστής του σερβικού λαού, ο οποίος σύμφωνα με τη ρητορική και του Σλόμπνταν Μιλόσεβιτς εκείνης της εποχής «απειλείτο με γενοκτονία και ήταν καταδικασμένος να εξαφανισθεί μπροστά στη διείσδυση του Ισλάμ».
Συνταγματάρχης στην Πρίστινα του Κοσόβου, αναλαμβάνει να οργανώσει τον Ιούνιο του 1991στην Κροατία τις δυνάμεις των σέρβων αυτονομιστών, οι οποίοι θα ανακηρύξουν τη Σερβική Δημοκρατία της Κράινα, η οποία διαλύθηκε το 1995 από τους Κροάτες.
Τον Μάιο του 1992, προήχθη σε στρατηγό και ανέλαβε την διοίκηση του στρατού των Σέρβων της Βοσνίας, οι οποίοι ανακήρυξαν τη δική τους δημοκρατία, αρνούμενοι να ζουν ως μειονότητα σε μία ανεξάρτητη Βοσνία.
«Τα σύνορα χαράχθηκαν πάντοτε από αίμα και τα κράτη είναι σπαρμένα με τάφους», έλεγε. Εκατό χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά τον πόλεμο της Βοσνίας και 2,2 εκατομμύρια άνθρωποι εγκατέλειψαν τις εστίες τους.