Το κείμενο είχε δημοσιευτεί στο Onalert, τέσσερις μήνες μετά από την έναρξη των επιχειρήσεων στη Λιβύη και όπως απέδειξε η πραγματικότητα , ο υποστράτηγος Κ.Λουκόπουλος «έπεσε μέσα» στις περισσότερες από τις προβλέψεις του.
Του υποστρατήγου ε.α. Κωνσταντίνου Λουκόπουλου
Στην παρούσα ανάλυση θα επιχειρηθεί η καταγραφή όλων των πτυχών της κρίσης που δημιουργήθηκε στη Λιβύη, της στάσης των διεθνών οργανισμών και των ενδιαφερομένων κρατών, καθώς επίσης και της παρουσίας της Ελλάδας, αποσκοπώντας σε μία συγκεντρωτική παρουσίαση τόσο σε πολιτικό όσο και στρατιωτικό επίπεδο.
Η λεκάνη της Μεσογείου και ιδιαίτερα το κεντρικό και ανατολικό αυτής τμήμα έχει διαχρονικά, για συγκεκριμένους λόγους κάθε εποχή, ιδιαίτερη στρατηγική βαρύτητα. Λόγω όμως των ιδιαιτεροτήτων και των εσωτερικών ανταγωνισμών (φυλετικών, θρησκευτικών, κ.λ.π.) κάθε κράτους, του ανταγωνισμού των δύο υπερδυνάμεων κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, των ενεργειακών πόρων και φυσικά του Παλαιστινιακού προβλήματος δεν κατέστη δυνατόν να αναπτυχθεί σταθερό σύστημα περιφερειακής ασφαλείας, παρομοίων των ευρωπαϊκών, που θα εγκαθιστούσε διαρκή ειρήνη. Αυτό μέχρι σήμερα έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει γεωπολιτικά μία αστάθεια, με άμεσες επιπτώσεις όχι μόνο στην ευρύτερη περιφέρεια αλλά και σε όλο τον κόσμο.
Η διεθνής κοινότητα και η κρίση στη Λιβύη
Οι πολιτικοί τριγμοί που άρχισαν πριν από τέσσερις περίπου μήνες στην Τυνησία και εξαπλώθηκαν αυξητικά σε ένταση στην ευρύτερη περιφέρεια της Μέσης Ανατολής για διαφορετικούς όμως λόγους σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι οδηγούν σε «τεκτονικές αλλαγές» του γεωστρατηγικού τοπίου. Με αποκορύφωμα πλέον την κρίση στη Λιβύη οφειλόμενη πρωτίστως στη βίαιη αντίδραση του συνταγματάρχη Καντάφι στις κατ’ αρχήν ειρηνικές-άοπλες διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες της πλειοψηφίας των πολιτών της Λιβύης, η διεθνής κοινότητα ως σύνολο αλλά και πολλές χώρες σε ατομικό – εθνικό επίπεδο, καλούνται να διαχειρισθούν τη μείζονα αυτή υπόθεση.
Κρίνεται σκόπιμο να γίνει μία συνοπτική αναδρομή των εξελίξεων. Μετά από τη διάρκειας δύο εβδομάδων ασταμάτητη βίαιη καταστολή των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στη Βεγγάζη, την Τρίπολη αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Λιβύης, το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ εξέδωσε την 26η Φεβρουαρίου 2011 ομοφώνως το υπ’ αριθμ. 1970 ψήφισμά του, επιβάλλοντας κυρώσεις κατά της Λιβύης. Μεταξύ άλλων επιβάλλεται εμπάργκο όπλων αλλά και πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων αξιωματούχων του καθεστώτος Καντάφι. Με το ίδιο ψήφισμα, το σημαντικό αυτό όργανο συλλογικής ασφαλείας, καλούσε την πολιτική ηγεσία της Λιβύης να καταβάλει προσπάθειες προκειμένου να τερματιστεί άμεσα η βία στη χώρα. Αξίζει να αναφερθεί ότι το ΣΑ αποφάσισε επίσης να παραπέμψει στο ∆ιεθνές Ποινικό ∆ικαστήριο τη διερεύνηση του ενδεχόμενου διάπραξης εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Έτσι είχαμε την πρώτη αντίδραση της ∆ιεθνούς Κοινότητας, με το κύριο θεσμικό της όργανο, τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Παράλληλα ακούστηκαν και οι πρώτες προτροπές και «προσκλήσεις» για άμεση παραίτηση του Λίβυου ηγέτη από τους προέδρους των ΗΠΑ, της Γαλλίας αλλά και της Γερμανίδας Καγκελαρίου με την επισήμανση ότι ο Καντάφι «έχει χάσει κάθε ίχνος νομιμότητας». Μέχρι εκείνες τις ημέρες σύμφωνα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών από τις βίαιες συγκρούσεις στη χώρα είχαν χάσει τη ζωή τους περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι.
Κατά πάγια τακτική του ΣΑ, το ψήφισμα υπ’ αριθμ. 1970 εκτός των κυρώσεων που περιελάμβανε, αποτελούσε και προειδοποίηση για τον Καντάφι ο οποίος όχι μόνο το αγνόησε παντελώς αλλά έσπευσε να καταστείλει τη μετασχηματισθείσα από απλές διαδηλώσεις σταδιακά σε εξέγερση του σημαντικότερου μέρους των πολιτών του, και επειδή δεν πρέπει να παραλείπουμε και τη φυλετική δομή του κράτους του, που αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των φυλών που απαρτίζουν το Λιβυκό έθνος. Με την επέκταση και την εντατικοποίηση της καταστολής φαίνεται τελικά ότι πραγματοποίησε την απειλή του για «χωρίς έλεος» συντριβή των μαζών που επαναστάτησαν και την πόρτα–πόρτα εκκαθάριση της χώρας του από «τους γεμάτους ναρκωτικά πράκτορες του εχθρού» ανεβάζοντας τον αριθμό των νεκρών σε κάποιες χιλιάδες. Με τη συντριπτική ισχύ και τη βοήθεια ξένων μισθοφόρων που δρούσαν κυρίως εντός των αστικών περιοχών (στις περισσότερες των περιπτώσεων ως ακροβολιστές που έβαλλαν αδιακρίτως κατά των αμάχων), επέτυχε σε μεγάλο βαθμό την ανακατάληψη και τον έλεγχο των περισσοτέρων πόλεων που είχαν περάσει στον έλεγχο των επαναστατών.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω γεγονότα, και κυρίως τον κίνδυνο να καταληφθεί από τις καθεστωτικές δυνάμεις και το προπύργιο των επαναστατών στη Βεγγάζη, όπου εγκαταστάθηκε η έδρα της ήδη αναγνωρισθείσης από τη Γαλλία την 11η Μαρτίου 2011, Εθνικής Μεταβατικής Κυβέρνησης της Λιβύης, το ΣΑ του ΟΗΕ συνεδρίασε εκ νέου μετά από αίτηση του Αραβικού Συνδέσμου και εξέδωσε την 17η Μαρτίου 2011 το υπ’ αριθμ. 1973 ψήφισμα του. Το ψήφισμα αυτό αν και «μεγάλο σε έκταση» εμπεριέχει με σαφή τρόπο τα στοιχεία που απαιτούνται για να δώσει τη νομική βάση για τις περαιτέρω ενέργειες. Από τη ψηφοφορία απείχαν η Κίνα, η Ρωσική Ομοσπονδία, η Γερμανία, η Ινδία και η Βραζιλία (συμπτωματικά ή όχι οι τρεις τελευταίες διεκδικούν θέση μόνιμου μέλους στο ΣΑ) ενώ σημειώνουμε ότι οι τρεις αφρικανικές χώρες, η Γκαμπόν, η Νιγηρία και η Νότια Αφρική (μέλη της Αφρικανικής Ένωσης), που είναι μη μόνιμα μέλη, ψήφισαν υπέρ.
∆ιερμηνεύοντας τα κύρια σημεία του ψηφίσματος προκύπτει ότι η όλη διατύπωση του αναφέρεται στην προστασία του πληθυσμού από επιθέσεις προερχόμενες από την κυβέρνηση της χώρας. Επιπροσθέτως υπάρχει η ειδική μνεία ότι η κατάσταση στη Λιβύη αποτελεί «απειλή για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια» γεγονός που δίνει τη νομική βάση για χρήση στρατιωτικής ισχύος σύμφωνα με το Κεφάλαιο VII του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Το ψήφισμα εξουσιοδοτεί τα μέλη του οργανισμού είτε ατομικά σε εθνικό επίπεδο, είτε μέσω των περιφερειακών οργανισμών ασφαλείας, είτε ακόμα μέσω άλλων διευθετήσεων, για τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων, για την προστασία των πολιτών που βρίσκονται υπό την απειλή των Λιβυκών κυβερνητικών δυνάμεων ενώ ειδικά και με κατηγορηματικό τρόπο αναφέρεται η Βεγγάζη. Η Ζώνη Απαγόρευσης Πτήσεων (ΖΑΠ) και το εμπάργκο όπλων είναι οι δύο βασικοί πυλώνες για την υλοποίηση των προαναφερθέντων. Ο αποκλεισμός της ξένης κατοχής και ότι είναι μία επιχείρηση με σαφή όρια είναι άλλα δύο άξια μνείας στοιχεία, ενώ στο ψήφισμα τονίζεται ο σημαντικός ρόλος του Αραβικού Συνδέσμου. Με τη συγκεκριμένη διατύπωση εμφανίζεται ότι η αντίδραση στη λιβυκή κρίση δεν είναι απλώς μια δυτική ενέργεια ή μία «σταυροφορία» όπως ισχυρίσθηκε ο Καντάφι, και έσπευσε να αναπαράγει ο Ρώσος πρωθυπουργός Πούτιν (που μετά την παρέμβαση του Ρώσου προέδρου Μεντβέντεφ δεν συνέχισε τη ρητορική αυτή). Τέλος, πρέπει να τονίσουμε ότι η ειδική αναφορά για παύση των εχθροπραξιών και ανακωχή δεν υποδεικνύει απομάκρυνση του Καντάφι έστω και αν κάποιοι δυτικοί ηγέτες ισχυρίζονται το αντίθετο. ∆εν θα παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι ήδη από τον Απρίλιο 2006 το ΣΑ του ΟΗΕ επικύρωσε απόφαση της παγκόσμιας διάσκεψης κορυφής του 2005 που αναφέρεται στην «Ευθύνη Προστασίας», και η οποία εστιάζεται στην πρόληψη και την παύση εγκλημάτων πολέμου, της γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και της εθνοκάθαρσης. Χωρίς να αποτελεί νόμο, η απόφαση είναι δεσμευτική για όλα τα μέλη του ΟΗΕ.
Θα πρέπει οπωσδήποτε να αναζητηθούν πέραν των όποιων ιδεαλιστικών λόγων και κάποιοι άλλοι, πιο «πρακτικοί», που συνετέλεσαν στην παρέμβαση. Στην κορυφή του καταλόγου εγγράφεται βέβαια το θέμα του πετρελαίου. Από εκεί και πέρα επισημαίνεται ότι η Γαλλία ανέλαβε την πρωτοβουλία βλέποντας τη σταδιακή απώλεια – υποσκέλιση της πολιτικής και οικονομικής ισχύος της εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από τη Γερμανία, ενώ παράλληλα σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρεί σταδιακή μείωση της συνολικής της επιρροής. Σημαντικός λόγος της ηγετικής συμπεριφοράς της Γαλλίας ήταν όμως και η «εσωτερική κατανάλωση», καθόσον το σύνολο σχεδόν των πολιτών της είδαν αρνητικά τη μέχρι τελευταία στιγμή παροχή υποστήριξης προς τον πρώην πρόεδρο της Τυνήσιας Μπεν Αλί. Η Γαλλία με τις πρωτοβουλίες της έδειξε στις χώρες της Βόρειας Αφρικής ότι είναι ακόμα παρούσα και ότι είναι η πλέον ισχυρή στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη.
Το Ηνωμένο Βασίλειο με γνώμονα πάντοτε τα ενεργειακά του συμφέροντα αλλά και τη δική του αύξηση επιρροής, στάθηκε δίπλα στις γαλλικές πρωτοβουλίες και ηγήθηκε από την αρχή των ενεργειών για την υλοποίηση των αποφάσεων του ΣΑ, χωρίς όμως να είναι στον ίδιο βαθμό επιθετικό.
Αντιθέτως η Γερμανία προσπάθησε να περιορίσει τις βρετανικές και γαλλικές φιλοδοξίες και γι’ αυτό η αποχή της από την ψηφοφορία στο ΣΑ αλλά και η κωλυσιεργία της στη λήψη απόφασης στο ΝΑΤΟ αναφορικά με την ανάληψη της ευθύνης εφαρμογής του ψηφίσματος 1973 του ΣΑ/ΟΗΕ. ∆εν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι ήταν αντίθετη με την ιδέα του προέδρου Σαρκοζί για τη δημιουργία Ευρω – Μεσογειακής ένωσης.
Η Ιταλία, ανταγωνιστική της Γαλλίας, έχοντας στενές επιχειρηματικές σχέσεις με τη Λιβύη, με ισχυρό συνδετικό παρελθόν αφού η αφρικανική χώρα ήταν στο παρελθόν αποικία της, αλλά και λόγω των δεσμών της οικογενείας Καντάφι με πολλά μέλη του Ιταλικού πολιτικού κόσμου, ήταν διστακτική στην αρχή και είχε αρκετές και σοβαρές επιφυλάξεις, ενώ εξ αρχής προέβαλε τον ρόλο του ΝΑΤΟ και δεν επιθυμούσε να ενεργήσει σε δεύτερο ρόλο υπό τη Γαλλία στον αποκαλούμενο Συνασπισμό.
Η πολιτική των ΗΠΑ μπορεί να χαρακτηρισθεί μάλλον υποστηρικτική και όχι πολιτική πρώτης γραμμής. Οι ΗΠΑ μπορεί να έχουν συμφέροντα στη συγκεκριμένη περιοχή αλλά όχι τόσο ζωτικά, συγκριτικά με αυτά στην περιοχή του Κόλπου, για να ηγηθούν τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Παρόλα αυτά υποστήριξαν πολιτικά τις πρωτοβουλίες.
Αξιοσημείωτη είναι η τουρκική προσέγγιση και ο τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης. Τονίζεται ότι καταρχήν η Τουρκία δεν επιθυμούσε με κανένα τρόπο την ανάληψη ηγετικού ρόλου από τη Γαλλία και προσπάθησε να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον υποβαθμίσει. Άλλωστε η μη πρόσκληση της στην σύνοδο του Παρισιού της 19ης Μαρτίου θεωρείται υποβάθμιση ή και ακόμα ως προσβολή για τη χώρα. Μετά την αρχική θέση του πρωθυπουργού Ερντογάν ότι «δεν έχουμε καμία δουλειά στη Λιβύη και η όποια επέμβαση θα είναι αντιπαραγωγική», αλλά και τις καιροσκοπικές αντιδράσεις της στη λήψη απόφασης στο ΝΑΤΟ σχετικά με την ανάληψη της ευθύνης διεξαγωγής της όλης επιχείρησης, φαίνεται ότι η Τουρκία τελικά αποφάσισε να σταματήσει να αποκρύπτει τις φιλοδοξίες της και άρχισε να επιδιώκει ένα πιο αυτόνομο και διαφορετικό ρόλο. Για τον λόγο αυτό απέστειλε στην περιοχή για την εφαρμογή του εμπάργκο όπλων αναλογικά μεγάλη ναυτική δύναμη (τέσσερις φρεγάτες, ένα υποβρύχιο και ένα βοηθητικό πλοίο), αποβλέποντας σε επίδειξη–απόδειξη του ρόλου της ως περιφερειακής ναυτικής υπερδύναμης.
Τέλος, σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, κάποιοι στρατηγικοί αναλυτές του αγγλοσαξονικού κατεστημένου για πολλά χρόνια είχαν την τάση να μειώνουν τη στρατηγική της αξία. Τα τελευταία γεγονότα όμως στην γειτονιά μας με αποκορύφωμα την κρίση στην Λιβύη αποδεικνύουν ότι η χώρα μας έχει όντως ισχυρό γεωστρατηγικό «χαρτί» μέσα στην προαναφερθείσα γενικότερη αστάθεια της νότιας Μεσογείου και κάλλιστα μπορεί να το χρησιμοποιήσει προς όφελος των εθνικών της συμφερόντων. Αυτό σημαίνει, χωρίς περίσσια φιλολογία, ότι η χώρα μας έπρεπε να ήταν από την αρχή της κρίσης παρούσα στις διαλαμβανόμενες εξελίξεις, όπως και πραγματικά έπραξε, για να μπορεί πρωτίστως να τις επηρεάσει, και κατόπιν να υπηρετήσει τα εθνικά της συμφέροντα. Η απουσία της συνεπικουρούμενη από οποιοδήποτε καιροσκοπισμό στην παρούσα συγκυρία, μόνο αρνητικές επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει. Η όποια παρουσία και συμμετοχή μας, η οποία δεν σημαίνει απαραίτητα και βαθεία στρατιωτική εμπλοκή, είναι και ηθικά νομιμοποιημένη (μετά τις μαζικές σφαγές αμάχων από το καθεστώς Καντάφι) αλλά κυρίως νομικά καλυμμένη από το ψήφισμα υπ’ αριθμ. 1973 του ΣΑ/ΟΗΕ, το οποίο μάλιστα προήλθε ύστερα από πρωτοβουλία του Αραβικού Συνδέσμου.
Πάντως παρά τις προσπάθειες της Τουρκίας, αυτή δεν αποκόμισε μέχρι τώρα κάποια οφέλη στην προώθηση των συμφερόντων της, ενώ η Ελλάδα παραμένει στο προσκήνιο και είναι, έστω με περιορισμένες δυνατότητες, ένας έντιμος και αποδεκτός «παίκτης».
Ανασκόπηση των επιχειρήσεων
Για το επίπεδο της παρούσης ανάλυσης κρίθηκε σκόπιμο να παρασχεθεί μία γενική περιγραφή των επιχειρησιακών θεμάτων που αντιπροσωπεύουν τη συνολική επικρατούσα κατάσταση μέχρι αυτή τη στιγμή.
Η έναρξη της επιχείρησης «Odyssey’s Dawn» («Αυγή της Οδύσσειας»), όπως ονομάσθηκε από τους Αμερικανούς και υιοθετήθηκε από το σύνολο των χωρών του Συνασπισμού, στο πλαίσιο του ψηφίσματος υπ’ αριθμ. 1973 του ΣΑ/ΟΗΕ έγινε τις απογευματινές ώρες του Σαββάτου 19 Μαρτίου 2011, με αεροπορικές προσβολές εναντίον των καθεστωτικών δυνάμεων από γαλλικά μαχητικά αεροσκάφη τύπου Rafale C και Mirage 2000D που απογειώθηκαν από την αεροπορική βάση Solenzara στην Κορσική και ενώ οι δυνάμεις του καθεστώτος Καντάφι προσέγγιζαν την περιοχή της Βεγγάζης. Οι Γάλλοι σημειολογικά έδωσαν στην επιχείρηση από πλευράς τους την κωδική ονομασία «Harmattan» (ο καυτός και ξηρός άνεμος που πνέει αυτή την εποχή στη Σαχάρα), δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο ότι είναι οικείοι στην περιοχή. Λίγο αργότερα την ίδια ημέρα αρχίζουν και οι βρετανικές επιχειρήσεις (με την κωδική ονομασία «Ellamy») με κατ’ αρχήν προσβολές με τους γνωστούς πλέον πυραύλους (cruise) UGM-109B/-E Tomahawk που εκτοξεύθηκαν από το πυρηνοκίνητο υποβρύχιο HMS Triumph τύπου Trafalgar.
Η γενική εκτίμηση είναι ότι οι πρώτες προσβολές ήταν «εσπευσμένες» και όχι σύμφωνα με κάποια «σοβαρή» στοχοποίηση, και σχεδιασθείσες, με κύριο σκοπό να δώσουν άμεσο και σκληρό μήνυμα στις καθεστωτικές δυνάμεις και ενθαρρυντικό στους εξεγερμένους αντάρτες μετά το πέρας της Συνόδου του Παρισιού την ίδια ημέρα. Σε ότι αφορά μάλιστα τις γαλλικές αεροπορικές προσβολές εξελίχθηκαν μάλλον σε Εγγύς Αεροπορική Υποστήριξη (Close Air Support) των ανταρτών οι οποίοι ήδη δέχονταν την πίεση των δυνάμεων του Καντάφι προσβάλλοντας σύμφωνα με τις ανακοινώσεις των Γάλλων, τεθωρακισμένα οχήματα και άρματα μάχης. Κατά τη διάρκεια όμως της νύχτας 19ης /20ης Μαρτίου όλες οι αεροπορικές προσβολές καθώς και αυτές που πραγματοποιήθηκαν με πυραύλους RGM/UGM-109B/-E Tomahawk φαίνεται πλέον ότι συντονίζονται από ενιαίο κέντρο και ακολουθούν συστηματικό πλέον πρόγραμμα. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι την προαναφερθείσα νύχτα συνολικά βλήθηκαν 110 πύραυλοι RGM/UGM-109B/-E Tomahawk, πρωτίστως από μονάδες επιφανείας και υποβρύχια του Ναυτικού των ΗΠΑ, οι οποίοι επέφεραν και τα πρώτα ουσιαστικά και αποφασιστικά πλήγματα στην πολεμική μηχανή του καθεστώτος σε συνδυασμό με βρετανικά μαχητικά αεροσκάφη Tornado GR4 που εξόρμησαν από βρετανικές βάσεις, ανεφοδιαζόμενα στον αέρα από ιπτάμενα τάνκερ, και βάλλοντας βλήματα πλεύσης (cruise) Storm Shadow τα οποία είναι πολύ μεγάλου βεληνεκούς. Οι ΗΠΑ απογείωσαν τη δεύτερη ημέρα στρατηγικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη χαμηλής παρατηρησιμότητας («stealth») τύπου Β-2 Spirit από τη βάση Whiteman στο Μιζούρι τα οποία έπληξαν 45 θωρακισμένα καταφύγια (HAS: Hardened Aircraft Shelters) αεροσκαφών σε αεροδρόμια πλησίον της Misrata. Η αποστολή αυτή διήρκεσε 25 ώρες ενώ αφέθηκαν 45 κατευθυνόμενες βόμβες των 2.000 λιβρών. Από εκεί και πέρα θα μπορούσαμε συγκεντρωτικά να πούμε ότι στις πρώτες ημέρες των επιχειρήσεων η Γαλλική Αεροπορία προσβάλλει κυρίως στόχους σε τακτικό επίπεδο ενώ η Αμερικανική και Βρετανική σε στρατηγικό.
Στρατηγικός ∆ιοικητής της επιχείρησης «Odyssey’s Dawn» για τον Συνασπισμό από την 19η Μαρτίου και μέχρι της πλήρους ανάληψης της διοίκησης και ελέγχου από το ΝΑΤΟ την 31η Μαρτίου, ήταν ο Αμερικανός στρατηγός Carter Ham, διοικητής της περιοχικής ∆ιοίκησης Αφρικής (AFRICOM: African Command) που εδρεύει στη Στουτγάρδη, ενώ Επιχειρησιακός ∆ιοικητής ανέλαβε ο ναύαρχος Samuel J. Locklear III, με την ιδιότητα του ∆ιοικητού των Αμερικανικών Ναυτικών ∆υνάμεων Ευρώπης αλλά και της Αφρικής (US Naval Forces Europe και US Naval Forces Africa). Σημειώνεται ότι ο Locklear είναι ταυτόχρονα και ∆ιοικητής του Συμμαχικού ∆ιακλαδικού Στρατηγείου της Νάπολης (Allied Joint Force Command, Naples). Ως στρατηγείο χρησιμοποιήθηκε το πλοίο διοίκησης και ναυαρχίδα του 6ου Αμερικανικού Στόλου USS Mount Whitney LCC-20.
Την 27η Μαρτίου 2011, το ΝΑΤΟ αποφάσισε να αναλάβει τον έλεγχο όλων των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Λιβύη με την κωδική ονομασία «Unified Protector» («Ενιαίος Προστάτης»), για την εφαρμογή των ψηφισμάτων υπ’ αριθμ. 1970 και 1973 του ΣΑ/ΟΗΕ, και έτσι προσέθεσε στην επιχείρηση για το εμπάργκο όπλων που είχε ήδη ξεκινήσει την 24η Μαρτίου, την Ζώνη Απαγόρευσης Πτήσεων (ΖΑΠ) και την προστασία πολιτών και αστικών περιοχών από κάθε προσβολή ή απειλή προσβολής. Ο Στρατηγικός Συμμαχικός ∆ιοικητής Ευρώπης (SACEUR: Supreme Allied Commander Europe) ναύαρχος James Stavridis διόρισε ως Επιχειρησιακό ∆ιοικητή τον Καναδό αντιπτέραρχο Charles Bouchard, υποδιοικητή του Συμμαχικού ∆ιακλαδικού Στρατηγείου της Νάπολης (Allied Joint Force Command, Naples).
∆ιευκρινίζουμε ότι χρειάσθηκαν άλλες τρεις ημέρες για την πλήρη ανάληψη της διοίκησης και ελέγχου και την ομαλή μεταβίβαση από τον Αμερικανό ∆ιοικητή ναύαρχο Samuel J. Locklear III (Συνασπισμός) στον συμμαχικό (νατοϊκό) Επιχειρησιακό ∆ιοικητή αντιπτέραρχο Charles Bouchard, τον οποίο όμως με το νατοϊκό του «καπέλο» τον έχει ως υποδιοικητή του. Για τις ανάγκες της επιχείρησης «Unified Protector» συγκροτήθηκε και λειτουργεί ∆ιασυμμαχικό ∆ιακλαδικό Στρατηγείο (Combined Joint Task Force) σύμφωνα με το υφιστάμενο δόγμα και τις κατευθυντήριες οδηγίες του ΝΑΤΟ. Θα πρέπει επίσης σε αυτό το σημείο να διευκρινίσουμε ότι στην ιεραρχική δομή διοίκησης για την επιχείρηση «Unified Protector» συμπεριλαμβάνεται και το Αεροπορικό Στρατηγείο του ΝΑΤΟ στην Σμύρνη (Allied Air Command Izmir/JFC Naples) υπό Αμερικανό διοικητή, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι επειδή γεωγραφικά βρίσκεται στην Τουρκία, η χώρα αυτή έχει και τον επιχειρησιακό έλεγχο ή διοικεί τις αεροπορικές επιχειρήσεις. Παράλληλα είναι σκόπιμο να αναφερθεί ότι το CAOC (Combined Air Operations Center: κέντρο συνδυασμένων αεροπορικών επιχειρήσεων)-7 στη Λάρισα, υποστηρίζει με προσωπικό και μέσα το CAOC-5 στην Ιταλία (εδρεύει στο Pogio Renatico) που έχει και τον τακτικό αεροπορικό έλεγχο της επιχείρησης.
Εξετάζοντας τα δελτία ανακοινώσεων του ΝΑΤΟ καταδεικνύεται ότι από 1 μέχρι 10 Απριλίου 2011 οι έξοδοι αεροσκαφών ήσαν για κάθε 24ωρο 130 ως 170, ενώ οι προσβολές ήταν περί τις 50 κατά μέσο όρο ημερησίως. Σύμφωνα με έγκυρες πηγές της Συμμαχίας έχει καταστραφεί μέχρι τώρα περί το 40% της συνολικής στρατιωτικής υποδομής και μηχανής του καθεστώτος Καντάφι, ήτοι επιτεύχθηκε καταστροφή και καταστολή της λιβυκή αεράμυνας, αεροπορικών, ναυτικών και στρατιωτικών βάσεων και πολλών άλλων μέσων. Υπάρχουν όμως ακόμα μέσα και υποδομή που μπορεί να χρησιμοποιηθούν.
Μετά την αποχώρηση των αμερικανικών αεροπορικών δυνάμεων, το ΝΑΤΟ δεν διαθέτει πια αρκούντως ισχυρή αεροπορική δύναμη έτσι ώστε να συνεχιστεί με το ίδιο ρυθμό και σύμφωνα με τη στοχοποίηση και τον σχεδιασμό του, η εξουδετέρωση της όποιας πολεμικής μηχανής διαθέτει ακόμα το καθεστώς του Καντάφι. Όμως ο Επιχειρησιακός ∆ιοικητής του ΝΑΤΟ θα μπορεί να αιτηθεί συνδρομή όταν αυτός κρίνει ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει με τις διαθέσιμες αεροπορικές δυνάμεις.
∆εν θα αντισταθούμε στον πειρασμό να μη σχολιάσουμε και την «ερμαφρόδιτη» κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, όπου οι κύριοι «στρατιωτικοί παίκτες», οι ΗΠΑ και η Γαλλία, διατηρούν υπό εθνικό έλεγχο τις δυνάμεις τους και δεν τις θέτουν υπό τη διοίκηση της Συμμαχίας. Οι Γάλλοι έχουν αναπτύξει στην περιοχή το αεροπλανοφόρο Charles de Gaulle R91, δύο φρεγάτες συνοδείας και 16 μαχητικά αεροσκάφη, καμία από τις οποίες δεν είναι υπό τη διοίκηση του ΝΑΤΟ. Όμως, όπως δηλώθηκε επίσημα από το ΝΑΤΟ, καμία ενέργεια και καμία αεροπορική προσβολή δεν πραγματοποιείται χωρίς να το σχεδιάζει και το γνωρίζει ο Επιχειρησιακός ∆ιοικητής. Ο συνολικός αριθμός των γαλλικών αεροπορικών δυνάμεων ανέρχεται σε 33 αεροσκάφη. Έξι χώρες έχουν συνολικά έχουν διαθέσει αεροσκάφη για τις αεροπορικές προσβολές, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, ∆ανία, Βέλγιο και Νορβηγία ενώ κάποιες άλλες περιπολούν στην ευρύτερη περιοχή. Εκτός των χωρών- μελών του ΝΑΤΟ συμμετέχει στις επιχειρήσεις με μαχητικά αεροσκάφη το Κατάρ, η μόνη αραβική χώρα, και η Σουηδία που παραδοσιακά παραμένει ουδέτερη.
Σε ό,τι αφορά στο μέρος της επιχείρησης «Unified Protector» που εφαρμόζεται για το εμπάργκο όπλων, σύμφωνα με το ψήφισμα υπ’ αριθμ. 1970 του ΣΑ/ΟΗΕ, αυτό αποσκοπεί στην απαγόρευση μεταφοράς όπλων αλλά και τη μετακίνηση μισθοφόρων προς και από τη Λιβύη. ∆ίνοντας μία πολύ γενική περιγραφή αυτού του σκέλους της όλης επιχείρησης διευκρινίζεται ότι αυτή διεξάγεται στα διεθνή ύδατα της Μεσόγειου επιτηρώντας πρωτίστως μεταξύ άλλων και τη λιβυκή ακτογραμμή που εκτείνεται σε μήκος 1.170 χιλιόμετρων. Η όλη θαλάσσια περιοχή χαρακτηρίζεται από μεγάλη εμπορική δραστηριότητα και το ΝΑΤΟ επίσης έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλισθεί η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε πολιορκημένες πόλεις όπως η Misrata. Η πλουσιότατη εμπειρία από τη δεκαετή διεξαγωγή της επιχείρησης «Active Endeavour» σε συνδυασμό με τα διατιθέμενα μέσα βοηθά τα μέγιστα στην επιτυχή εκτέλεση της αποστολής. Περί τα 250 εμπορικά πλοία διαφόρων τύπων μέχρι τώρα έχουν «ελεγχθεί» με τη συγκατάθεση των κυβερνητών τους και υπό τύπο παροχής πληροφοριών ναυτιλίας και νηολογίου (hailing), ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις έγινε και επιβίβαση σε πλοία που ήταν ύποπτα. Το ΝΑΤΟ διαθέτει συνολικά εννέα φρεγάτες, ένα ελαφρύ αεροπλανοφόρο, ένα περιπολικό ανοικτής θαλάσσης, δύο υποβρύχια, δύο πλοία ναρκοπολέμου και δύο πετρελαιοφόρα.
Η ελληνική συμμετοχή, αν και κάποιοι κύκλοι δυστυχώς εντός της χώρας μας επιδιώκουν να την υποβαθμίσουν, στάση που εκτιμάται ότι οφείλεται σε φοβικά σύνδρομα, είναι και ισορροπημένη αλλά ταυτόχρονα και σημαντική στο πλαίσιο των παρουσών οικονομικών συνθηκών και λοιπών άλλων δυνατοτήτων. ∆εν είναι απλά μόνο μία φρεγάτα, ένα αεροσκάφος αερομεταφερόμενου συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης (ΑΣΕΠΕ) και ένα ελικόπτερο Έρευνας και ∆ιάσωσης Μάχης (CSAR). Η βάση της Σούδας τόσο από αεροπορικής όσο και από ναυτικής άποψης, αλλά και η αεροπορική βάση του Αράξου τονίζουν όχι μόνο τον ρόλο της Ελλάδας στην υφιστάμενη κρίση αλλά τη στρατηγική της σημασία της. Για την αεροπορική βάση του Ακτίου δεν θα κάνουμε μνεία καθόσον το τμήμα που χρησιμοποιείται στις επιχειρήσεις είναι η ήδη διατεθείσα εδώ και δεκαετίες στο ΝΑΤΟ, προκεχωρημένη βάση ενεργείας (FOB: Forward Operating Base), των αεροσκαφών εναέριας έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου (E-3 Sentry AWACS) του ΝΑΤΟ. Παρεθεντικά αναφέρουμε ότι η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία επιβάλλεται να εκμεταλλευθεί όλα τα προαναφερθέντα δεόντως.
Πολλούς αναλυτές απασχολεί το ερώτημα αν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις έχουν περιέλθει σε αδιέξοδο. Με δεδομένο τον πολιτικό σκοπό της επιχείρησης όπως διατυπώνεται από την εντολή που έχει δοθεί με το ψηφίσματα υπ’ αριθμ. 1970 και 1973 του ΣΑ απαντάμε κατηγορηματικά όχι. Επειδή όμως το πρόβλημα ασφαλείας στην περιοχή δεν επιλύεται μόνο με την καθήλωση των δυνάμεων του Καντάφι, ούτε με de facto διχοτόμηση όπως κάποιοι άλλοι μάλλον πρόχειρα βλέπουν, όπως θα έλεγε και ο ρεαλιστής ή μάλλον κυνικός μετρ της διπλωματίας Henry Kissinger (συνέβη στην Κύπρο το 1974 αλλά δυστυχώς για την ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά κατά την αντίληψη του και όχι σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο), πριν την όποια πολιτική λύση απαιτείται «στρατιωτική λύση».
Βλέπουμε ότι αεροπορική εκστρατεία κατά των καθεστωτικών δυνάμεων δεν έχει την επιθυμητή ισχύ και σε συνδυασμό με τη σοβαρή προσπάθεια να αποφευχθούν παράπλευρες απώλειες δεν επιφέρει σύντομα τα επιθυμητά αποτελέσματα. Κατά την εκτίμηση μας θα πρέπει σύντομα, ακόμα και στο επίπεδο του ΝΑΤΟ, να προσδιορισθούν με σαφήνεια οι Πολιτικοί Αντικειμενικοί Σκοποί της όλης επιχείρησης και ποιο είναι το λεγόμενο «end state». Το πρόβλημα είναι ότι το ΝΑΤΟ, κατά την γνώμη μας, ως περιφερειακός οργανισμός ασφαλείας, δεν έχει τη νομιμοποίηση να το πράξει και μάλλον θα απαιτηθεί συμπληρωματικό ψήφισμα του ΣΑ ή κάποια άλλη απόφαση ίσως και από την συγκροτηθείσα Ομάδα Επαφής (αναφέρουμε λεπτομέρειες παρακάτω).
Όσο όμως μεγάλη και αποτελεσματική και να είναι η διατιθέμενη αεροπορική ισχύς το αποφασιστικό αποτέλεσμα επιτυγχάνεται πάντα στο τέλος με χερσαίες δυνάμεις (όπως αποδείχθηκε στον 1ο και 2ο Πόλεμο του Κόλπου, στο Κοσσυφοπέδιο, και αλλού).
Εξετάζοντας αυστηρά νομικά το ψήφισμα υπ’ αριθμ. 1973, το ενδεχόμενο αυτό δεν προβλέπεται, αλλά και να υπήρχε μία άλλη διατύπωση που να το άφηνε ανοιχτό, με τους Αμερικανούς εμπλεγμένους στο Αφγανιστάν και ακόμα στο Ιράκ, τι θα μπορούσε να γίνει; Ποιος θα πλήρωνε το ανθρώπινο κόστος; Είναι αληθές ότι υπάρχουν κύκλοι τόσο εντός του αμερικανικού συστήματος λήψης αποφάσεων αλλά και σε κάποιες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες που βλέπουν τους αντικαθεστωτικούς αντάρτες να αναλαμβάνουν τον ρόλο αυτό σύμφωνα με το προηγούμενο της Βόρειας Συμμαχίας στο Αφγανιστάν το 2001. Ακόμα όμως και για τους πολύ αισιόδοξους αυτό κατ’ αρχήν δεν φαίνεται εφικτό, καθόσον μέχρι σήμερα δεν έχουν εμπλακεί με επιτυχία σε μάχη με τις πιστές στον συνταγματάρχη Καντάφι δυνάμεις. Έστω και αν σημειώνουν αρχικά κάποια επιτυχία δεν είναι σε θέση να την εκμεταλλευθούν και πολύ εύκολα υποχωρούν και μάλιστα άτακτα. Χρειάζονται εκπαίδευση και μάλλον εξοπλισμό και αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο εξοπλισμός των ανταρτών είναι ένα άλλο σοβαρό θέμα που οπωσδήποτε έχει και νομικές προεκτάσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και οι οποίες όμως ούτε έχουν επιβεβαιωθεί αλλά ούτε και διαψευσθεί, έχουν αναπτυχθεί στη Λιβύη και επιχειρούν τμήματα των ειδικών δυνάμεων των ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου, που δεν ενεργούν μόνο για τον εντοπισμό και την κατάδειξη στόχων αλλά εμπλέκονται και στην εκπαίδευση των αντικαθεστωτικών.
Οι γνώστες έχουν υπόψη τους ότι δεν είναι δυνατόν από τη μία ημέρα στην άλλη να μετασχηματίσεις πολίτες που έτυχε να κρατούν όπλα σε μια πολεμική μηχανή ικανή τόσο από πλευράς εκπαίδευσης, οργάνωσης όσο και από πλευράς εξοπλισμού να εκδιώξει τον Καντάφι. Χρειάζεται χρόνος και για αυτό αρκετά συχνά οι στρατιωτικοί ηγέτες αλλά και σε πολιτικό επίπεδο κάνουν αναφορά για τουλάχιστον τρίμηνη διάρκεια των επιχειρήσεων.
Εφόσον δημιουργηθεί μία ικανή και επαρκής χερσαία στρατιωτική δύναμη τότε αυτή μπορεί να κινηθεί εναντίον της Τρίπολης και να αναγκάσει τον Καντάφι σε φυγή ή παραίτηση. Από τις πρώτες ημέρες της εξέγερσης οι αντάρτες έχουν στα χέρια τους μεγάλη ποσότητα ελαφρού οπλισμού και πυρομαχικών καθώς επίσης και μικρή ποσότητα βαρέος οπλισμού ενώ δεν λείπουν και κάποια τεθωρακισμένα οχήματα καθώς επίσης και πολλαπλοί εκτοξευτές πυραύλων. Όμως με ανύπαρκτη εκπαίδευση ούτε με τα τεθωρακισμένα οχήματα μπορούν να ενεργήσουν, ούτε πειθαρχία πυρός μπορούν να έχουν, με αποτέλεσμα να καταναλώνουν σύντομα και τα πυρομαχικά τους. Έστω και στα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης υπάρχουν αναφορές ότι το Κατάρ και η Αίγυπτος ανεπίσημα μπορεί να εφοδιάζουν με όπλα και πυρομαχικά τους αντάρτες, το πρόβλημα δεν είναι ο περαιτέρω εξοπλισμός τους αλλά η εκπαίδευση, η οργάνωση και η πειθαρχία που θα τους καταστήσει σοβαρή στρατιωτική δύναμη ικανή να ενεργήσει χωρίς σημαντική έξωθεν υποστήριξη. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε ότι ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ τάχθηκε σαφώς και κατηγορηματικώς εναντίον του εξοπλισμού των ανταρτών, ενώ υπογραμμίζεται ότι κάποιοι διοικητές των ανταρτών έχουν ομολογήσει τις διασυνδέσεις τους με την Al Qaeda (υπάρχει λεπτομερής αναφορά στο θέμα αυτό στο Κείμενο Εργασίας 21 της 29ης Μαρτίου 2011). Τέλος σε ό,τι αφορά στο θέμα αυτό τίθεται και το ερώτημα μήπως οι αντάρτες προβούν σε αντίποινα, «πληρώνοντας» τις πιστές στον Καντάφι δυνάμεις με το ίδιο νόμισμα, δηλαδή χωρίς έλεος εκκαθάριση των καθεστωτικών σπίτι-σπίτι και πόρτα-πόρτα με τη σταδιακή ενδυνάμωση τους.
Πριν κλείσει η ενότητα αυτή, είναι απαραίτητη μία πολύ σύντομη αναφορά στην παρούσα πολεμική μηχανή του Καντάφι, Σε ότι αφορά το σύνολο των οπλικών συστημάτων και μέσων που διαθέτει, πρόκειται μάλλον για παμπάλαιο υλικό και πλημμελώς συντηρημένο. Η γενική εκτίμηση όμως είναι ότι τουλάχιστον από το σύνολο των 2.000 αρμάτων μάχης που διαθέτει πάνω από 500 που μπορούν να επιχειρήσουν. Σε ότι αφορά στις δυνάμεις που παραμένουν πιστές ή ελέγχονται από την οικογένεια Καντάφι δεν υπάρχει αξιόπιστη πληροφόρηση για να δοθούν ακριβή στοιχεία. Από τα στοιχεία που παρέχονται από το Military Balance 2011 του έγκριτου ∆ιεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών του Λονδίνου (IISS: International Institute for Strategic Studies) υπολογίσιμες για επιχειρήσεις εκτός από μεμονωμένες μονάδες ελεγχόμενες ολοκληρωτικά από την οικογένεια Καντάφι, είναι μία επίλεκτη ταξιαρχία εξοπλισμένη και με άρματα μάχης, καθώς και η «Λαϊκή Πολιτοφυλακή», υπεύθυνη για την εσωτερική ασφάλεια και αφοσιωμένη στο καθεστώς καθόσον αποτελεί το κύριο όργανο ελέγχου του πληθυσμού αλλά και των ενόπλων δυνάμεων. Επίσης σημαντικός είναι ο ρόλος της αποκαλούμενης «Ισλαμικής Παναφρικανικής Λεγεώνας», που αριθμεί περί τα 3.000 άτομα (στην πλειοψηφία τους μισθοφόροι του καθεστώτος προερχόμενοι από την υποσαχάρια περιοχή) η οποία επιχειρεί με άρματα μάχης και με ακροβολιστές. Αυτοί ήσαν που εκτελούσαν εν ψυχρώ ακόμα και εξεγερθέντες τραυματίες που νοσηλευόντουσαν σε νοσοκομεία. Η αεροπορική δύναμη του καθεστώτος είναι καθηλωμένη στο έδαφος ή εξουδετερωμένη και δεν χρησιμοποιείται. Τέλος αναφέρουμε και την ύπαρξη παραστρατιωτικών δυνάμεων που διοικούνται από τους υιούς του συνταγματάρχη Καντάφι και άλλους συγγενείς προερχόμενους από τη φυλή του Καντάφι, οι οποίες ενεργούν τοπικά και έχουν καταπνίξει σε πολλές πόλεις την εξέγερση.
Οι δυνάμεις του Καντάφι επιδιώκουν να βρίσκονται πάντα σε αστικές περιοχές, χρησιμοποιώντας μάλιστα πολιτικού τύπου οχήματα και με αυτό τον τρόπο δεν υπάρχει σαφής γραμμή διαχωρισμού με τους αντικαθεστωτικούς. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη σχεδόν παντελή έλλειψη ελεγκτών αέρος στο έδαφος και επικοινωνιών κάνει τους πιλότους της Συμμαχίας που ενεργούν να είναι πολύ διστακτικοί να προσβάλλουν στόχους και αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι πολλές από τις εξόδους δεν είναι έξοδοι εμπλοκής και προσβολής. Μόνο το 35% των εξόδων προσβάλλουν στόχους σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δοθεί από το ΝΑΤΟ. Το ότι οι καθεστωτικές δυνάμεις έστω και μετά από 21 ημέρες αεροπορικών προσβολών μπορούν ακόμα να ενεργούν εναντίον των ανταρτών, όπως έγινε στην πόλη Ajdabiya, δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι διατηρούν τη μαχητική τους ισχύ και παραμένουν ανθεκτικές όπως κάποιοι νομίζουν. Απλά ας λάβουμε υπόψη ότι εκμεταλλευόμενοι τις καιρικές συνθήκες επιτέθηκαν με όσα άρματα είχαν στην περιοχή εναντίον των πολιτικού τύπου ελαφρών οχημάτων των αντικαθεστωτικών.
Τέλος, μεταφέροντας τα κλίμα των επιχειρήσεων στο τριήμερο 10-12 Απριλίου 2011, λόγω της αυξημένης αεροπορικής δραστηριότητας, της καλύτερης πληροφόρησης και ενός πιο αποτελεσματικού τρόπου εντοπισμού των καθεστωτικών δυνάμεων, σημειώνεται ότι καταστράφηκαν περισσότερα από 50 άρματα μάχης καθώς επίσης και άλλα μέσα που ενεργούσαν κυρίως στις γύρω από τις πόλεις Ajdabiya και Midrate περιοχές, μειώνοντας ακόμα περισσότερο την ισχύ των πιστών στον συνταγματάρχη Καντάφι στρατιωτικών δυνάμεων. ∆ορυφορικές φωτογραφίες που διανεμήθηκαν στα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης, αποδεικνύουν την τακτική των καθεστωτικών δυνάμεων να τοποθετούν άρματα μάχης και άλλα τεθωρακισμένα οχήματα ακριβώς δίπλα σε δημόσια κτίρια, και από εκεί να εξορμούν, παρά το γεγονός ότι οι παράγοντες της Λιβυκής κυβέρνησης ομιλούν για κατάπαυση του πυρός.