«Λευκή επανάσταση»,κόκκινες σημαίες και σκοτεινές δυνάμεις.Μια ανάλυση για τη Ρωσία

Χάρης Λογοθέτης (μετάφραση), Jean-Marie Chauvier

Στις 4 Μαρτίου 2012, ο Βλαντίμιρ Πούτιν αναδείχθηκε θριαμβευτής των ρωσικών προεδρικών εκλογών.
Με ποσοστό 63% επικράτησε από τον πρώτο γύρο και εξελέγη πρόεδρος της Ρωσίας για τα επόμενα έξι χρόνια. [1] Η αντιπολίτευση, από την πλευρά της, αμφισβήτησε την εγκυρότητα των εκλογών και κατήγγειλε μαζική νοθεία. Οι πρώτες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας αντιμετωπίστηκαν με αστυνομική καταστολή και εκατοντάδες συλλήψεις. Πλησιάζοντας στην επόμενη διαδήλωση, που έχει οριστεί για το Σάββατο 10 Μαρτίου, η αντιπολίτευση προσπαθεί να αξιοποιήσει την παρακαταθήκη των κινητοποιήσεων του περασμένου Δεκεμβρίου, οι οποίες έσπασαν δεκαπέντε χρόνια πολιτικής σιωπής. Ποιος είναι, όμως, ο χαρακτήρας του κινήματος και ποιοι οι πολιτικοί στόχοι των δυνάμεων που το αποτελούν ;

Η νέα αναταραχή στη Ρωσία έχει ένα συγκεκριμένο σημείο αφετηρίας. Τις βουλευτικές εκλογές της 4ης Δεκεμβρίου 2011, οι οποίες αναμένονταν ως τυπική διαδικασία που θα προεξοφλούσε την -εξασφαλισμένη και προκατασκευασμένη- νίκη του Βλαντίμιρ Πούτιν στις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου του 2012, με προοπτική την παραμονή του στην προεδρία της Ρωσίας για δύο συνεχόμενες θητείες, δηλαδή έως το 2024. Προοπτική τρομακτική για την αντιπολίτευση. Έτσι, οι βουλευτικές εκλογές φαίνονταν προβλέψιμες. Σύμφωνα με το φιλελεύθερων τάσεων ινστιτούτο δημοσκοπήσεων Levada, « η συντριπτική πλειονότητα των Ρώσων δηλώνει βέβαιη για την επικράτηση του κόμματος “Ενωμένη Ρωσία” στις 4 Δεκεμβρίου και η εκλογική απάθεια που προκύπτει από την κατάσταση αυτή ευνοεί ακόμη περισσότερο τον Βλαντίμιρ Πούτιν ». [2]

Πρώτη πηγή έκπληξης, λοιπόν : τα εκλογικά αποτελέσματα που αποδυναμώνουν το κυβερνών κόμμα. Είναι εμφανές ότι η εξουσία του δεν είναι πια τόσο « απόλυτη »… Σε σχέση με το 2007, το κόμμα του Πούτιν, η « Ενωμένη Ρωσία » (ER) υποχωρεί από το 64,30% στο 49,32%, το Κομμουνιστικό Κόμμα (KPRF) ενισχύεται από το 11,57% στο 19, 19% και ο αριστερός αντίπαλός του, η σοσιαλδημοκρατική « Δίκαιη Ρωσία », περνά από το 7,74% στο 13,24%. Το (ακροδεξιό) « Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα » (LDPR) ανέρχεται από το 8,14% στο 11,67%, ενώ το φιλελεύθερο κόμμα « Γιάμπλοκο » λαμβάνει 3,43% (από 1,59%), ποσοστό που δεν του επιτρέπει να εισέλθει στη Δούμα.

Έκπληξη δεύτερη : χάρη στους ακτιβιστές της αντιπολίτευσης, στην εποπτεία της μη κυβερνητικής οργάνωσης (ΜΚΟ) Golos -η οποία χρηματοδοτείται από τις ΗΠΑ μέσω του προγράμματος USAID και του National Endowment for Democracy (NED)- και στους παρατηρητές του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), έρχονται στο φως περιστατικά « μαζικής νοθείας ». Αμέσως η διαμαρτυρία εκφράζεται στους δρόμους. Σημειώνονται συγκρούσεις και συλλήψεις -πότε απλές προσαγωγές και πότε καταδίκες και φυλακίσεις αρκετών ημερών.

Αλλά η εικόνα μιας Ρωσίας που περνά « δια πυρός και σιδήρου » υπήρξε υπερβολική σε ορισμένα δυτικά μέσα ενημέρωσης
-με αποκορύφωμα το ρεπορτάζ του αμερικανικού καναλιού Fox News, το οποίο, καλύπτοντας τα γεγονότα στη Ρωσία, τα « επένδυε » με εικόνες από επεισόδια στην… Ελλάδα. [3] Η κορύφωση του πρώτου αυτού κύματος αμφισβήτησης ήταν η συγκέντρωση 30.000 έως 40.000 διαδηλωτών στη Μόσχα, στις 10 Δεκεμβρίου. Επιτυχία σχετική -εάν ληφθεί υπόψη ότι η Μόσχα και τα περίχωρά της αριθμούν 11 έως 15 εκατομμύρια κατοίκους και ότι οι κινητοποιήσεις στο υπόλοιπο της χώρας ήταν μικρές- αλλά επιτυχία απροσδόκητη μετά από δεκαοκτώ χρόνια πολιτικής απάθειας.

« Πρωτόγνωρο », θα πουν πολλοί, μολονότι η Ρωσία, στο πρόσφατο παρελθόν, δεν έχει γνωρίσει λίγες κινητοποιήσεις : τις εξεγέρσεις του 1992-1993 εναντίον της « θεραπείας-σοκ », οι οποίες τερματίστηκαν με τον βομβαρδισμό του Κοινοβουλίου, στις 5 Οκτωβρίου 1993, τις απεργίες και τις διαμαρτυρίες για τις καθυστερήσεις στην καταβολή των μισθών το 1998-1999, τους 500.000 διαδηλωτές κατά της κατάργησης διαφόρων κοινωνικών ωφελημάτων, το 2005. Όμως, είναι αλήθεια, ποτέ δεν είχε σημειωθεί πολιτική διαμαρτυρία τέτοιου είδους, τέτοιας έκτασης, με τη συμμετοχή της νέας γενιάς. Έτσι, οι αιτίες και οι στόχοι της εξέγερσης αυτής είναι αντίστοιχα πολλαπλοί.

Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις συνιστώσες : μια « εξωσυστημική » ριζοσπαστική αμφισβήτηση, τη θεσμική αντιπολίτευση –κυρίως τους κομμουνιστές- και το αυθόρμητο και γεμάτο άγνωστες πλευρές νέο κύμα, τους μπλόγκερς που, φαινομενικά, δεν έχουν πολιτικές αναφορές, αν και…


Η « εξωσυστημική » πολιτική αμφισβήτηση

Την αναφέρουν συχνά ως « πορτοκαλί επανάσταση », κατά το πρότυπο της Ουκρανίας του 2004, αλλά βαφτίστηκε από τον φιλελεύθερο ηγέτη της, Μπαρίς Νέμτσοφ, « λευκή επανάσταση » ή « επανάσταση του χιονιού ». Λευκές κορδέλες μοιράστηκαν μαζικά. Το συμβολικό αυτό φορτίο παραπέμπει στις « χρωματιστές επαναστάσεις ». Στη Ρωσία, μάλιστα, η επιλογή του λευκού χρώματος δεν είναι εντελώς αθώα. [4] Οι πιο γνωστές (ιδιαίτερα στα δυτικά μέσα ενημέρωσης) οργανώσεις του ρεύματος αυτού είναι το κίνημα Solidarnost και το Κόμμα Ελευθερίας του Λαού (Parnas). Το πρόσωπο που μιλά περισσότερο εξ ονόματός τους είναι ο Μπαρίς Νέμτσοφ, ο οποίος φαίνεται να πραγματοποιεί τη μεγάλη επιστροφή του.

Ο Νέμτσοφ, δεξί χέρι του Μπαρίς Γιέλτσιν κατά τη δεκαετία του 1990, πρώην σύμβουλος του προέδρου της Ουκρανίας, Βίκτορ Γιούστσενκο, (2004-2010), παλαιός ηγέτης της Ένωσης Δεξιών Δυνάμεων (SPS), ίδρυσε, το 2008, μαζί με τον επί σοβιετικής εποχής αντιφρονούντα Βλαντίμιρ Μπουκόφσκι και τους δύο ηγέτες του Ενωμένου Μετώπου Πολιτών, Γκάρι Κασπάροφ και Ίλια Γιασίν, το ενοποιημένο Δημοκρατικό Κίνημα Solidarnost, έναν συνασπισμό κομμάτων και οργανώσεων υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Στο νέο κόμμα της φιλελεύθερης Δεξιάς του Νέμτσοφ, το Parnas, συμμετέχουν κι άλλες γνωστές στη Δύση προσωπικότητες : ο Βλαντίμιρ Ρίζκοφ, άλλος παλαιός ηγέτης της εποχής Γιέλτσιν, και ο Μιχαήλ Κασιάνοφ, ο οποίος είχε αναλάβει θέσεις με ευρείες αρμοδιότητες στον οικονομικό και τον χρηματοπιστωτικό τομέα κατά τη δεκαετία του 1990 και διετέλεσε πρωθυπουργός στην πρώτη (και πιο φιλελεύθερη) περίοδο της προεδρίας Πούτιν (2000-2004). Μετέπειτα, ήρθε σε ρήξη με τον Πούτιν και έχει γίνει ένας από τους Ρώσους πολιτικούς παράγοντες με τη μεγαλύτερη επιρροή στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη.

Τα κινήματα « Για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα », « Μεμόριαλ » και άλλες ΜΚΟ της κοινωνίας των πολιτών αποτελούν, επίσης, μέρος της πρώτης συνιστώσας, η οποία, μεταξύ άλλων, καταδικάζει το σοβιετικό σύστημα, σε σαφή αντίθεση με τα αριστερά ή « πατριωτικά » κόμματα [5] και οργανώσεις.

Υπάρχει και μία ξεχωριστή περίπτωση, ο Έντουαρντ Λιμόνοφ
. Ο συγγραφέας αυτός, ο οποίος, το 1994, δημιούργησε το Εθνικο-Μπολσεβικικό Κόμμα (ΝΒΡ- τέθηκε εκτός νόμου για « εξτρεμισμό » το 2007), υπήρξε ο ιδρυτής και των κύριων πλουραλιστικών αντιπολιτευτικών πρωτοβουλιών, από κοινού με τον παλαιό πρωταθλητή σκακιού Γκάρι Κασπάροφ και σε συντονισμό με διάφορες οργανώσεις για τη δημοκρατία και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων : Άλλη Ρωσία, Ενωμένο Φόρουμ Πολιτών, Πορείες Διαφωνίας, Εθνική Συνέλευση και την Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας, στην οποία συμμετέχει και το ακροαριστερό Rotfront. Ο Λιμόνοφ, σύμμαχος των φιλελεύθερων, αλλά διαφωνώντας μαζί τους στο βάθος (όσον αφορά τις ευθύνες τους στην κοινωνική καταστροφή της δεκαετίας του 1990), εμφυσά στην Άλλη Ρωσία έναν νέο, εθνικιστικό προσανατολισμό, τον οποίο συμπυκνώνει συμβολικά η υιοθέτηση της μαύρης – κίτρινης – άσπρης αυτοκρατορικής σημαίας.

Νέα βεντέτα της αμφισβήτησης είναι μια οικολόγος :
η Γιεβγένια Τσιρίκοβα, επικεφαλής ενός κινήματος για την προστασία του δάσους του Κίμκι, βόρεια της Μόσχας, από το έργο κατασκευής του αυτοκινητόδρομου Μόσχας – Αγίας Πετρούπολης, το οποίο έχει ξεκινήσει η γαλλική εταιρεία Vinci.
Το φιλελεύθερο ρεύμα διαθέτει, επίσης, τη συμπάθεια των μέσων ενημέρωσης που συμφωνούν με τις θέσεις του –της εφημερίδας « Novaïa Gazeta », του ραδιοφωνικού σταθμού Ekho Moskvy, της οικονομικής εφημερίδας « Vedomosti » [6] και πολλών ιστοσελίδων, οι οποίες ασκούν πλέον ισχυρότερη επιρροή από τον γραπτό Τύπο, και, μάλιστα, είναι σε θέση να ανταγωνίζονται το επίσημο μονοπώλιο των μεγάλων τηλεοπτικών καναλιών.

Στους κόλπους, αλλά, ταυτόχρονα, « στο περιθώριο » αυτού του ρεύματος αμφισβήτησης, υπάρχει το γνωστό κόμμα Γιάμπλοκο, μέλος της φιλελεύθερης Διεθνούς, του οποίου ηγείται ο διαπρεπής οικονομολόγος και διανοούμενος Γκριγκόρι Γιαβλίνσκι. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους φιλελεύθερους, το Γιάμπλοκο έχει διατηρήσει κάτι από το ανθρωπιστικό πνεύμα της παλαιάς φιλελεύθερης ιντελιγκέντσια της σοβιετικής εποχής και δεν υποστήριξε τη « στρατηγική του σοκ » της δεκαετίας του 1990. Επικαλείται έναν κοινωνικό φιλελευθερισμό που σέβεται τη δημοκρατία, σε αντίθεση με τη « γραμμή Πινοτσέτ » της σκληρής φιλελεύθερης Δεξιάς.

Επιπλέον, το ρεύμα της αμφισβήτησης προσελκύει, σε περιορισμένη, μέχρι στιγμής, κλίμακα, εθνικιστικές και νεοφασιστικές κινήσεις, οι οποίες αποδοκιμάστηκαν έντονα από τους αναρχικούς κατά τη διαδήλωση της 10ης Δεκεμβρίου. Κοκκινόμαυρες σημαίες ενάντια στα μαύρα – κίτρινα – άσπρα λάβαρα της ρωσικής αυτοκρατορίας.

Συμμαχικές, αλλά όχι ευθυγραμμισμένες με τους φιλελεύθερους, είναι και οι δυνάμεις του Levyi Front (Αριστερό Μέτωπο), με επικεφαλής τον 34χρονο Σεργκέι Ουντάλτσοφ, ένθερμο υποστηρικτή της αυτοοργάνωσης του λαού μέσω της επιστροφής στα σοβιέτ, με στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού και όχι μόνο του Πούτιν. Η εμβληματική φυσιογνωμία της νέας ριζοσπαστικής Αριστεράς, που φυλακίστηκε για δέκα ημέρες και αρρώστησε σοβαρά, παραμερίστηκε από την πολιτική σκηνή την κατάλληλη στιγμή, γεγονός που διευκόλυνε την κατάκτηση της ηγεμονίας του κινήματος από τους φιλελεύθερους, οι οποίοι ήδη δέχονταν ισχυρή ώθηση από τα μέσα ενημέρωσης και άλλα πολιτικά και οικονομικά στηρίγματα στη Δύση. Ο Ουντάλτσοφ και οι πολιτικοί φίλοι του ενσαρκώνουν, επίσης, και μια κοινωνική Αριστερά, που δεν εστιάζει μόνο στις εκλογές, δεν τρέφει αυταπάτες για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και είναι στενότερα συντονισμένη με τις διάσπαρτες λαϊκές διαμαρτυρίες, οι οποίες, παντού στη Ρωσία, πιέζουν και, ορισμένες φορές, κλονίζουν τις τοπικές αρχές πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα : εργασία, στέγαση, τιμολόγια παροχής ενέργειας, εκπαίδευση και περίθαλψη (για την οποία ζητούν να ξαναγίνει δωρεάν), παιδικοί σταθμοί, σχέδια αστικής ανάπλασης. [7]
Η θεσμική Αριστερά

Πρόκειται για τη δεύτερη συνιστώσα των διαδηλώσεων. Η μεγαλύτερη αντιπολιτευτική δύναμη σε αριθμό μελών και ψηφοφόρων, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας (KPRF), με επικεφαλής τον Γενάντι Ζιουγκάνοφ, εμφανίζεται ως η δεξαμενή υποδοχής των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων. Το πρόγραμμα του κόμματος παραμένει πολύ « σοβιετικό », γεγονός που δεν ενοχλεί τις λαϊκές τάξεις και τις μεγάλες ηλικίες : η εθνικοποίηση των στρατηγικών κλάδων, η « επιστροφή στη φιλία των λαών », η αποκατάσταση της δωρεάν εκπαίδευσης και ιατρικής περίθαλψης. To KPRF οργάνωσε σημαντικές συγκεντρώσεις στη νότια Ρωσία, στη Σιβηρία και στη ρωσική Άπω Ανατολή. Η συγκέντρωσή του στη Μόσχα, στις 18 Δεκεμβρίου, δεν ξεπέρασε τους 5.000 διαδηλωτές, κάτι που μάλλον αποκλείει την « κόκκινη παλίρροια » ή την « επιστροφή των κομμουνιστών », την οποία φοβούνται ορισμένοι.

Το κόμμα Δίκαιη Ρωσία, με ηγέτη τον Μιρόνοφ και πιο μεταρρυθμιστική ρητορική, έχει τη φήμη ότι χειραγωγείται από το Κρεμλίνο. Αν και φαίνεται να παροτρύνεται από τη ρωσική κυβέρνηση, καλύπτει, πάντως, έναν χώρο, την αναγκαιότητα του οποίου όλοι αναγνωρίζουν : τη σοσιαλδημοκρατία.
Τα κόμματα της θεσμικής Αριστεράς έχουν ένα σοβαρό μειονέκτημα. Η εργατική τάξη, στην οποία απευθύνονται, αναμφίβολα σε μεγάλο βαθμό ηττημένη, βυθισμένη στην επισφάλεια, στιγματισμένη από είκοσι χρόνια επιθετικού καπιταλισμού, παραμένει κατά βάση απούσα από την πολιτική σκηνή. Θα είναι, ωστόσο, η πρώτη που θα υποφέρει από ένα άλλο γεγονός της περιόδου, το οποίο πέρασε απαρατήρητο, αλλά θα φέρει βαρύτατες κοινωνικές επιπτώσεις : την ένταξη της Ρωσίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

Τα δύο κόμματα διαθέτουν σοβαρή δύναμη στη Δούμα, με αποτέλεσμα να μην ενστερνίζονται τον ριζοσπαστισμό της εξωσυστημικής αμφισβήτησης : θα συμμετάσχουν στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Πολύ περισσότερο που το Κομμουνιστικό Κόμμα παίρνει σαφείς αποστάσεις απέναντι στη « λευκή επανάσταση » των φιλελεύθερων. Στις 17 Δεκεμβρίου, ο Ζιουγκάνοφ θύμισε το προηγούμενο της Γιουγκοσλαβίας, της Γεωργίας και της Ουκρανίας. Χαρακτήρισε τους φιλελεύθερους ηγέτες « συλλογικό παπά- Γκαπόν », μια γνωστή στη Ρωσία αναφορά στον ιερέα που έπαιξε ρόλο προβοκάτορα κατά τη ματωμένη Κυριακή του 1905. Άλλωστε, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν κρύβουν ότι χρηματοδοτούν τη ρωσική αντιπολίτευση. Όχι μόνον αρκετά ιδρύματα δημοσιεύουν τακτικά τις λίστες με τις δωρεές τους, αλλά και ο εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρκ Τόουνερ, δήλωσε στις 6 Δεκεμβρίου ότι τα κονδύλια που χορηγούνται στις ΜΚΟ και τα « ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης » της Ρωσίας θα αυξηθούν το 2012 (ιδιαίτερα για τις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου), ξεπερνώντας ελαφρώς τα 9 εκατομμύρια δολάρια. [8]

Οι μπλόγκερς
Η τρίτη συνιστώσα είναι η νεότερη και η πλέον απρόβλεπτη. Εχει στα χέρια της την ελάχιστα διαδεδομένη, πριν από μερικά χρόνια, γνώση του Ίντερνετ και των κοινωνικών δικτύων του (του Vkontakte, του Twitter, σπανιότερα του Facebook), τα οποία χρησιμοποιούν, επίσης, και οι νέοι φιλελεύθεροι ή αριστεροί διαδηλωτές. Ωστόσο, η μεγάλη μάζα των χρηστών αυτών των δικτύων είναι, πρώτα από όλα, η γενιά της εποχής της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ ή και αργότερα, η οποία έχει ελάχιστη σχέση με την πολιτική και τις πολιτικές οργανώσεις και εκφράζει την αυθόρμητη αγανάκτησή της απέναντι στις πιο προκλητικές όψεις της δημόσιας ζωής : τη διαφθορά, την υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος ή δημόσιας περιουσίας, την παρουσία του οργανωμένου εγκλήματος σε όλα τα επίπεδα, το « κόμμα των αλητών και των κλεφτών », δηλαδή την Ενωμένη Ρωσία του Πούτιν.

Σύμφωνα με μελέτη του Αλεξέι Σιντορένκο, η δυνατότητα κινητοποίησης μέσω κοινωνικών δικτύων μπορεί να φτάσει τους 185.000 διαδηλωτές. [9]
Πολλοί παρατηρητές έχουν επιχειρήσει να σκιαγραφήσουν κοινωνιολογικά το νέο αυτό κύμα. Θεωρείται ότι ανήκει στη μεσαία τάξη που ωφελήθηκε από την οικονομική ανάπτυξη της περιόδου Πούτιν, ότι αντιστοιχεί σε μια ελίτ νέων που αναζητούν ταχύτερη κοινωνική ανέλιξη. Σε μια τέτοια περίπτωση, λοιπόν, αυτό που παρακινεί τους « αγανακτισμένους » της Μόσχας δεν είναι, όπως στη Μαδρίτη ή αλλού στη Δυτική Ευρώπη, οι κοινωνικές ανισότητες, η επισφαλής εργασία, η ανεργία, αλλά η έλλειψη προοπτικής πολλών νέων πτυχιούχων στο πλαίσιο μιας κοινωνικής δομής σε ακινησία, όπου υπερβολικά πολλές θέσεις έχουν ήδη καταληφθεί και κατοχυρωθεί από τους προνομιούχους των παλαιότερων γενεών.

Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Λεόντι Μπίζοφ, « υπάρχει συνέργεια πολλών παραγόντων. Κατ’αρχήν, η ενίσχυση μιας νέας γενιάς νέων που δεν έχουν βιώσει το “τραύμα της δεκαετίας του 1990”. Δεν φοβούνται την αλλαγή, την προτιμούν από τη “χρυσή φυλακή” της πουτινικής σταθερότητας. Οι νέοι της μεσαίας τάξης θέλουν την κοινωνική κινητικότητα και ονειρεύονται λαμπερές σταδιοδρομίες ». [10] Στη συγκεκριμένη κοινωνιολογική διαπίστωση, ωστόσο, προστίθεται και μια άλλη, πολιτική παρατήρηση : η βεντέτα της κινητοποίησης των χρηστών του Ίντερνετ είναι ο μπλόγκερ Αλεξέι Ναβάλνι. Σε αυτόν ανήκει η πατρότητα του πολύ δημοφιλούς συνθήματος που χαρακτηρίζει την Ενωμένη Ρωσία « κόμμα των αλητών και των κλεφτών ». Πολύ γνωστός στις ΗΠΑ, όπου και σπούδασε, ο Ναβάλνι φέρεται να παίζει έναν πολιτικό ρόλο σε δύο επίπεδα. Από τη μία πλευρά, λέγεται ότι συνδέεται με το National Endowment for Democracy, στην Ουάσινγκτον. Από την άλλη, συμμετέχει στη Ρωσική Πορεία. [11] Θα μπορούσε, επομένως, να αποτελέσει την ιδανική γέφυρα μεταξύ της εθνικιστικής ακροδεξιάς και της « λευκής επανάστασης ». Αν και εξ ορισμού γάμος παρά φύση, η σύγκλιση αυτή δελεάζει τμήμα των εξεγερμένων νέων και θα μπορούσε να εξελιχθεί σε εκρηκτικό, άκρως αποσταθεροποιητικό, κοκτέιλ. [12] Κατά τις συναντήσεις προετοιμασίας των νέων διαδηλώσεων αμφισβήτησης ανέκυψαν πολλά ζητήματα που διχάζουν τους διοργανωτές. Μεταξύ τους : ο κίνδυνος συμμετοχής των εθνικιστών, οι αμφιλεγόμενοι φιλελεύθεροι ηγέτες (ο Νέμτσοφ και άλλοι), καθώς και η κηδεμονία τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κίνημα επιδιώκει να διατηρήσει τον δημοκρατικό, ειρηνικό χαρακτήρα του και τον αυθορμητισμό του.
P.-S.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της « Le Monde diplomatique » http://www.monde-diplomatique.fr/carnet/2011-12-22-Revolution-blanche-drapeaux-rouges στις 22-12-11
Notes
[1] Βλαντίμιρ Πούτιν (Ενωμένη Ρωσία) 63,6%, Γκενάντι Ζιουγκάνοφ (Κομμουνιστικό Κόμμα) 17,18%, Μιχαήλ Πρόκοροφ (ανεξάρτητος) 7,98%, Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι (Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα-εθνικιστές) 6,22%, Σεργκέι Μιρόνοφ (Δίκαιη Ρωσία) 3,85%
[2] Corinne Deloy, « Pas de suspense sur le résultat des élections législatives en Russie » (PDF), Fondation Robert Schuman, 28 Νοεμβρίου 2011.
[3] « Protesters Express Outrage Over Russian Elections-Fox News », στο Youtube.
[4] Υπενθυμίζεται ότι, το 1917-1922, στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο συγκρούστηκαν Κόκκινοι και Λευκοί.
[5] « Πατριώτες » : ο όρος χρησιμοποιείται εδώ με τη στενή έννοια των εθνο-κομμουνιστών και των κρατιστών πατριωτών, εξαιρώντας τους εθνικιστές.
[6] Η εφημερίδα εκδίδεται σε συνεργασία με τους « Financial Times » και τη « Wall Street Journal ».
[7] Μόνιμο ημερολόγιο των αγώνων αυτών κρατά η ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Συλλογικής Δράσης (IKD), την οποία διευθύνει η Γαλλορωσίδα κοινωνιολόγος Carine Clément.
[8] Συνέντευξη Τύπου της 5ης Δεκεμβρίου, στην ιστοσελίδα του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών.
[9] Alexei Sidorenko, « Russie : La contestation post-électorale sur les réseaux sociaux », Global Voices, 9 Δεκεμβρίου 2011.
[10] Donna Welles, « Russie : “Pourquoi les Russes manifestent-ils maintenant ?”, 12 Δεκεμβρίου 2011.
[11] Διαδήλωση των νεοναζί και άλλων αντιμεταναστευτικών κινήσεων, που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στις 4 Νοεμβρίου.
[12] Μετά την ξενοφοβική έκρηξη του Δεκεμβρίου 2010, στην πλατεία του ιππικού ομίλου της Μόσχας (Manège), αναπτύχθηκαν δεσμοί μεταξύ των εξτρεμιστικών οργανώσεων και μελών της Άλλης Ρωσίας.

Le Monde diplomatique.gr