ΗΠΑ vs Κίνα:το «γεωπολιτικό δράμα» του επόμενου αιώνα.

Το καθοριστικό γεωπολιτικό δράμα του επόμενου αιώνα θα είναι η μάχη εξουσίας και επιρροής ανάμεσα στην Κίνα και την Αμερική. Η μάχη αυτή θέτει ήδη κρίσιμα διλήμματα σε ασιατικές χώρες, που είναι παγιδευμένες ανάμεσα στους δύο αυτούς παγκόσμιους γίγαντες.

   

Η αμερικανική Γερουσία, θεωρώντας ότι για την ανεργία στις Ηνωμένες Πολιτείες ευθύνεται εν μέρει η Κίνα, προωθεί ένα σκληρό σχέδιο νόμου που θα επιβάλλει δασμούς σε ορισμένα κινεζικά προϊόντα. Το σχέδιο αυτό συναντά την αντίσταση του Λευκού Οίκου. Ακόμη όμως κι αν η τάση του προστατευτισμού γνωρίσει μια παύση στην Αμερική, το συγκρουσιακό κλίμα αναγκάζει χώρες όπως η Ιαπωνία, η Ινδία, η Αυστραλία και η Νότια Κορέα να κάνουν τις επιλογές τους. Προς το παρόν, τα οικονομικά τους συμφέροντα αποκλίνουν από τα στρατηγικά τους συμφέροντα. Για πόσον καιρό μπορεί να συνεχίσει να ισχύει κάτι τέτοιο;

   

Σε κύριο άρθρο της που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα, η Λαϊκή Ημερησία σημείωνε ότι ορισμένες χώρες πιστεύουν πως όσο μπορούν να αντισταθμίζουν τη σχέση τους με την Κίνα με την αμερικανική στρατιωτική δύναμη μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Το άρθρο αυτό φαίνεται πως προκλήθηκε από την υπόσχεση της Ιαπωνίας και των Φιλιππίνων να ενισχύσουν τη ναυτική τους συνεργασία. Οι χώρες αυτές φάνηκε έτσι να αμφισβητούν τις εδαφικές διεκδικήσεις της Κίνας στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. 

   

Η ίδια προειδοποίηση όμως θα μπορούσε να απευθυνθεί στο Βιετνάμ, την Ινδία, τη Νότια Κορέα, την Αυστραλία ή την Ταϊβάν. Όλες αυτές οι χώρες ενίσχυσαν πέρυσι τους στρατιωτικούς τους δεσμούς με την Αμερική.

  

  Όπως γράφει ο Γκίντεον Ράχμαν στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, η ειρωνεία είναι ότι τέτοιου είδους άρθρα οδηγούν τους γείτονες της Κίνας κατευθείαν στην αγκαλιά του Θείου Σαμ. Μέχρι πρόσφατα, η Κίνα έμοιαζε να παίζει ένα έξυπνο παιχνίδι αναμονής. Στηριζόταν στην αυξανόμενη οικονομική της δύναμη για να προσελκύει τους γείτονές της στην κινεζική σφαίρα επιρροής. Τώρα, η Λαϊκή Δημοκρατία ενδέχεται να δημιουργήσει την αντικινεζική συμμαχία που φοβάται και ταυτόχρονα καταγγέλλει.

   

Μια πιο σώφρων πολιτική θα ωφελούσε περισσότερο την Κίνα, η οποία αναμένεται μέχρι το 2020 να γίνει η πρώτη οικονομία στον κόσμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη του πλανήτη. Καθώς όμως η πολιτική και στρατιωτική δύναμη συνήθως ακολουθεί την οικονομική δύναμη, η αμερικανική ηγεμονία στον Ειρηνικό Ωκεανό μπορεί κάποια στιγμή να πάψει να είναι βιώσιμη. 

   

Με την αμερικανική κυβέρνηση να δανείζεται 40 σεντς για κάθε δολάριο που ξοδεύει –και την Κίνα να είναι ο μεγαλύτερος ξένος αγοραστής του αμερικανικού χρέους– οι Κινέζοι χρηματοδοτούν εμμέσως την αμερικανική στρατιωτική κυριαρχία στον Ειρηνικό. Τη στιγμή που οι σύμμαχοι της Αμερικής στην περιοχή ενισχύουν τους δεσμούς τους με την Ουάσινγκτον, δεν παύουν να ανησυχούν ότι τα οικονομικά προβλήματα της Αμερικής θα την αναγκάσουν να μειώσει την παρουσία της στον Ειρηνικό. Η Κίνα, από την πλευρά της, οικοδομεί τον δικό της στρατό. Οι νέοι πύραυλοί της απειλούν ευθέως τις αεροπορικές βάσεις και τα αεροπλανοφόρα στα οποία η Αμερική στηρίζει τη στρατιωτική της κυριαρχία στον Ειρηνικό.

   

Οι γείτονες της Κίνας φοβούνται επίσης τον τρόπο με τον οποίο η Κίνα δείχνει να θέλει να λύνει τις διενέξεις της. Τα τελευταία χρόνια, οι ναυτικές αντιπαραθέσεις με το Βιετνάμ και την Ιαπωνία έλαβαν κακή τροπή. Υπήρξαν συγκρούσεις στη θάλασσα, τις οποίες ακολούθησαν έντονοι διπλωματικοί διαξιφισμοί. Οι Ινδοί λένε ότι η Κίνα γίνεται όλο και πιο επιθετική στις διεκδικήσεις που προβάλλει σε ινδικά εδάφη. Οι Νοτιοκορεάτες ανησυχούν για τη σχέση της Κίνας με τον Βορρά.

   

Πολλοί πιστεύουν ότι οι εθνικιστικές δυνάμεις και ο κινεζικός στρατός ασκούν όλο και μεγαλύτερη επιρροή στο Πεκίνο. Μια νέα γενιά έρχεται στην εξουσία, η οποία πιστεύει ότι η Κίνα έχει αδικηθεί από τις άλλες δυνάμεις επειδή υπήρξε αδύναμη. Πολλά θα κριθούν από την έκβαση της συνόδου για την Οικονομική Συνεργασία Ασίας-Ειρηνικού, που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο μήνα στη Χαβάη με τη συμμετοχή τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και της Κίνας.



   

(Πηγή: Financial Times)