Επιστρέφει το ορφανοτροφείο Πριγκήπου στο Πατριαρχείο.

Τον τίτλο ιδιοκτησίας του κτιρίου του παλιού Ορφανοτροφείου Πριγκήπου θα παραλάβει σήμερα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από τη διεύθυνση κτηματολογίου του νησιού της Πριγκήπου στην Κωνσταντινούπολη.

    Με τον τρόπο αυτό θα κλείσει τον κύκλο της μια ιστορία που ξεκίνησε το 1897 με την κατασκευή του κτιρίου, τη μετατροπή του σε ορφανοτροφείο, το κλείσιμο του τελευταίου από τις τουρκικές αρχές το 1964 και την αμφισβήτηση, αρχικά, και αφαίρεση στη συνέχεια, του τίτλου ιδιοκτησίας του Πατριαρχείου, την περίοδο 1999-2005.

 

   Στις αρχές του μήνα, το Πρωτοδικείο της Πριγκήπου έλαβε την απόφαση περί επιστροφής του κτιρίου στο Πατριαρχείο. Για να γίνει αυτό όμως χρειάστηκε να καταδικαστεί η Τουρκία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την αφαίρεση του τίτλου, με μία απόφαση που εκδόθηκε στις 15 Ιουνίου 2010.

    Η έκβαση της μακρόχρονης αυτής πορείας συνιστά δικαίωση της προσφυγής του Πατριαρχείου στην Ευρωπαϊκή Δικαιοσύνη. 

    Το θεόρατο ξύλινο κτίριο στην κορυφή «του Χριστού» στην Πρίγκηπο είχε κατασκευαστεί με σκοπό να γίνει ξενοδοχείο-καζίνο. Η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1897, αλλά δεν λειτούργησε ως ξενοδοχείο επειδή οι Οθωμανικές αρχές δεν επέτρεψαν τη λειτουργία καζίνου. Έτσι η γαλλική εταιρία που το είχε κατασκευάσει αποφάσισε να το πουλήσει. Αυτό συνέβη το 1902. Το «Πρίγκηπος Παλλάς» αγοράστηκε από την Ελένη Ζαρίφη και παραχωρήθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για να χρησιμοποιηθεί ως ορφανοτροφείο.

  

  Το Ορφανοτροφείο άρχισε να λειτουργεί το 1903. Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο επιτάθηκε από τις τουρκικές αρχές και χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτική σχολή. Μετά τον πόλεμο λειτούργησε και πάλι ως ορφανοτροφείο.

    Το 1964 όμως, το έτος κατά το οποίο ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης υπέστη σωρεία δεινών, έφερε και το τέλος για το Ορφανοτροφείο. Οι αρχές το έκλεισαν με τη δικαιολογία ότι υπάρχει κίνδυνος πυρκαγιάς. Μαζί με το Ορφανοτροφείο, έκλεισαν και το παρακείμενο δημοτικό σχολείο. Κατά το ίδιο έτος, έγινε η περίφημη απέλαση περίπου 12.000 ελλήνων της Πόλης που είχαν ελληνική ιθαγένεια με βάση την Ελληνοτουρκική συμφωνία εγκατάστασης του 1930. Πλήγμα δέχθηκε κατά το ίδιο έτος η ελληνική εκπαίδευση στην Πόλη, αλλά ειδικά στην Ίμβρο και την Τένεδο, αφού οι τουρκικές αρχές απαγόρευσαν την ελληνική μειονοτική εκπαίδευση στα νησιά αυτά.

    Από το 1964 μέχρι και τη δεκαετία του 90, δεν υπήρξε κάποια εξέλιξη.

Τη διετία 1990-1991 ο Τούρκος επιχειρηματίας Μπεσίμ Τιμπούκ, πρόεδρος του ομίλου επιχειρήσεων ΝΕΤ που δραστηριοποιείται στον τομέα του τουρισμού, εξέφρασε ενδιαφέρον για μετατροπή του κτιρίου σε ξενοδοχείο-καζίνο. Στόχος του ήταν να επισκευάσει το κτίριο και να το εκμεταλλευτεί για πενήντα χρόνια. Οι τουρκικές αρχές όμως δεν επέτρεψαν κάτι τέτοιο. Μετά από μερικά χρόνια άρχισε και η διαδικασία για αμφισβήτηση του τίτλου του Πατριαρχείου. Οι τουρκικές αρχές χαρακτήρισαν «κατειλημμένο» το κτίριο του Ορφανοτροφείου. Στη συνέχεια η τουρκική Γενική Διεύθυνση Βακουφίων προσέφυγε στη δικαιοσύνη, εναντίον του Πατριαρχείου. Το αποτέλεσμα ήταν να αφαιρεθεί ο τίτλος ιδιοκτησίας.

    Το 2005 το Πρωτοδικείο Πριγκήπου αποφάσισε ότι το κτίριο δεν ανήκει στο Πατριαρχείο. Ακολούθησε το ίδιο έτος η προσφυγή του Πατριαρχείου στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 

    Έμελλε όμως το θέμα που είχαν προβάλει οι τουρκικές αρχές για να κλείσουν το Ορφανοτροφείο, να είναι ένα από τα σημαντικά σημεία που άνοιξαν το δρόμο για την επιστροφή του κτιρίου στο Πατριαρχείο.

Στις 6 Οκτωβρίου 2003 σημειώθηκε καταστροφική πυρκαγιά σε ένα από τα Πριγκηπόνησα, στην Αντιγόνη. Αμέσως μετά την πυρκαγιά αυτή, το Πατριαρχείο απευθύνθηκε στο Δήμο Πριγκηπονήσων αναφέροντας ότι μπορεί να κινδυνεύσει και το Ορφανοτροφείο σε ενδεχόμενη πυρκαγιά στην Πρίκηπο. Το Φεβρουάριο του 2004 ο Δήμος απάντησε στο Πατριαρχείο δεχόμενος το αίτημα, με αποτέλεσμα το Πατριαρχείο να δημιουργήσει σύστημα πυρασφάλειας στο κτίριο του Ορφανοτροφείου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έλαβε υπόψη του τη σχετική αλληλογραφία, πράγμα που αναφέρεται στην αρχική απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 8 Ιουλίου 2008.

    Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στις 15 Ιουνίου 2010 εξέδωσε την τελική του απόφαση. Η Τουρκία καταδικάστηκε για παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Αποφασίστηκε να επιστραφεί ο τίτλος στο Πατριαρχείο και για καταβολή 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη στο Πατριαρχείο.

Το Δικαστήριο ανέφερε ότι ο τίτλος πρέπει να επιστραφεί εντός τριών μηνών.

    Αμέσως μετά την έκδοση της παραπάνω απόφασης θα έπρεπε να βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο θα γινόταν η αποκατάσταση. Με εισήγηση των δικηγόρων του Πατριαρχείου, ζητήθηκε από το Πρωτοδικείο της Πριγκήπου να γίνει αναψηλάφηση της απόφασης που είχε ληφθεί το 2005. Η αναψηλάφηση έγινε και το Πρωτοδικείο στις 3 Νοεμβρίου διόρθωσε ουσιαστικά την προηγούμενη απόφασή του, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην απόφαση του Πρωτοδικείου αναφερόταν ότι «ο τίτλος του κτιρίου θα επιστραφεί στο Ρωμέϊκο Πατριαρχείο». 

    Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει δηλώσει ότι το κτίριο θα επισκευαστεί και θα λειτουργήσει ως διεθνές οικολογικό κέντρο. Πράγμα για το οποίο έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω του αρμόδιου επιτρόπου. 

   

Η Κεζμάν Χατεμί, δικηγόρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μιλώντας προχτές στο τουρκικό τηλεοπτικό δίκτυο NTV είπε πως «είναι λυπηρό το γεγονός ότι ζητήματα που θα έπρεπε να λύσουμε εμείς, λύνονται μετά από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». Το ίδιο ισχύει, πρόσθεσε και στο θέμα της Οικουμενικότητας του Πατριαρχείου. «Όσο και να λέμε ότι δεν ισχύει, η Οικουμενικότητα είναι κάτι που ισχύει».

    Ο δικηγόρος του Πατριαρχείου και λέκτορας του Πανεπιστημίου Θράκης Γιάννης Κτιστάκις που ήταν αυτός που μετείχε εκ μέρους του Πατριαρχείου στην όλη διαδικασία στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «Είναι η πρώτη φορά που το Οικουμενικό Πατριαρχείο καταφεύγει στην διεθνή δικαιοσύνη. Είναι, επίσης, η πρώτη φορά που το Πατριαρχείο κερδίζει, με ομόφωνη απόφαση του ΕΔΑΔ, στην αντιδικία του με τις Τουρκικές αρχές. Μέχρι τότε ηττείτο ενώπιον των Τουρκικών δικαστηρίων. Τέλος, είναι η πρώτη φορά στη νομολογία του που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διατάσσει την ηττημένη διάδικο Τουρκία να επιστρέψει αυτούσιο το επίδικο ακίνητο στο προσφεύγον Πατριαρχείο. Μέχρι την υπόθεση του Ορφανοτροφείου ο νικήσας στο Στρασβούργο διάδικος μπορούσε να ελπίζει μόνον σε χρηματική αποζημίωση».

   

Ο κ. Κτιστάκις απάντησε σε σειρά ερωτημάτων του ΑΠΕ σχετικά με την προοπτική που ανοίγει η υπόθεση του Ορφανοτροφείου:

    – Πολιτικά ποια είναι η σημασία όλων αυτών, αφού η Άγκυρα δεν αναγνωρίζει νομικό καθεστώς στο Πατριαρχείο;

    «Ως προς το καθεστώς του Πατριαρχείου, όταν ένα κράτος χάνει από τον αντίδικό του ενώπιον ενός ευρωπαϊκού δικαστηρίου, μπορεί, αλήθεια, να συνεχίσει να ισχυρίζεται στους Ευρωπαίους ότι ο αντίδικός του αυτός δεν υφίσταται νομικά; Οι Τουρκικές αρχές ηττήθηκαν ενώπιον της διεθνούς δικαιοσύνης από το Πατριαρχείο του οποίου επί δεκαετίες αρνούνται πεισματικά την νομική προσωπικότητα. Πολύ δε περισσότερο, υποχρεούνται από τη διεθνή δικαιοσύνη να επιστρέψουν στο -ανύπαρκτο κατ’ αυτές- νομικό πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ολόκληρη έκταση στην κορυφή της Πριγκήπου. Όπως έχει δημοσίως επισημάνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης, αν δεν ανοίξει συντόμως η Χάλκη, το Φανάρι ξέρει πλέον τον έντιμο δρόμο για την διεκδίκηση των αιτημάτων του».

    – Πώς βλέπετε την προοπτική των θεμάτων του Πατριαρχείου και της ελληνικής μειονότητας στην Πόλη στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών πλέον δικαστικών πραγμάτων;

    «Όταν η πολιτική αδυνατεί να δώσει λύσει σε ζητήματα που χρονίζουν και άπτονται των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τότε την θέση της παίρνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Υπενθυμίζω, σε άλλο πλαίσιο, την λύση που έδωσε το ίδιο δικαστήριο στην χρονίζουσα υπόθεση της βασιλικής περιουσίας στην Ελλάδα».

    – Πώς θα ορίζατε τη διαδικασία «απεμπλοκής» από το μοντέλο της σκέψης που «προτάσσει τη Συνθήκη της Λωζάννης για τα μειονοτικά δικαιώματα» και εδραίωσης του μοντέλου «Ευρωπαϊκό δίκαιο-ελευθερίες»;

    «Έχω υποστηρίξει ότι Ελλάδα και Τουρκία οφείλουν να κάνουν ένα γενναίο βήμα εμπρός, επικυρώνοντας τη Σύμβαση-πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, το πιο σύγχρονο (1995) και διαδεδομένο (39 ευρωπαϊκά κράτη) κείμενο μειονοτικής προστασίας. Τα άμεσα οφέλη θα είναι πολλά. Πρώτον, η προστασία των μειονοτήτων στην Ελλάδα και στην Τουρκία θα τεθεί υπό την πιο έγκυρη και αξιόπιστη εποπτεία που υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη, εκείνη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Δεύτερον, εξαιτίας της ευρωπαϊκής εποπτείας, απονευρώνεται ο όρος της «αμοιβαιότητας». Κάθε κράτος θα εφαρμόζει τα υποδεικνυόμενα από το Συμβούλιο της Ευρώπης μέτρα, χωρίς να μετρά ισάριθμες ενέργειες, αντιδράσεις από το έτερο κράτος. Τέλος, η Σύμβαση-πλαίσιο θα καταστρώσει, κατά τρόπο συνεκτικό, όλες τις πτυχές μίας σύγχρονης μειονοτικής προστασίας, χωρίς τις συσσωρευμένες στρεβλώσεις της Λωζάννης. Μακροπρόθεσμα το όφελος θα είναι ακόμη σημαντικότερο: θα εμπεδωθεί η ισονομία για όλους Έλληνες και όλους τους Τούρκους και θα εξαλειφθούν οι επιπόλαιες διπλωματικές εντάσεις του παρόντος. Ακόμη κι ένα από τα δύο κράτη επικυρώσει την Σύμβαση, η απεμπλοκή από το αναχρονιστικό πλαίσιο μειονοτικής προστασίας της Λωζάννης θα έχει ουσιαστικά δρομολογηθεί». 

   

ΑΡΗΣ ΑΜΠΑΤΖΗΣ-ΑΠΕ