Το νέο όραμα-δόγμα του Ισραήλ είναι πολιτισμικό, πολιτικό και κατ’ επέκταση στρατηγικό: Το Ισραήλ ανήκει στην Ασία, αλλά κατοικείται από Ευρωπαίους, οι οποίοι θέλουν να διατηρήσουν τους δεσμούς τους με την Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Πρώτος συνδετικός κρίκος σε αυτή τη σχέση είναι η Κύπρος, ακολουθεί η Ελλάδα, οι Βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία-Ρουμανία) και στη συνέχεια η Ρωσία και οι υπόλοιπες χώρες της Δύσης. Αυτά επεσήμανε ο υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ Άβιγκντορ Λίμπερμαν σε Κύπριους δημοσιογράφους , οι οποίοι προσκλήθηκαν από το Ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών για ενημέρωση, ενόψει της επίσημης επίσκεψης του Προέδρου Χριστόφια 14 Μαρτίου.
Εκτενή εικόνα της ενημέρωσης δίνει σε ανάλυση του ο σύμβουλος έκδοσης της εφημερίδας «Πολίτης» Διονύσης Διονυσίου.
Ο κ. Λίμπερμαν συμμερίζεται, γράφει, το ίδιο όραμα με τον συνάδελφό του υπουργό Εξωτερικών της Κύπρου Μάρκο Κυπριανού. Συναντήθηκαν αρκετές φορές τους τελευταίους μήνες ενώ μιλούν μαζί τηλεφωνικώς μια φορά τη βδομάδα. Το ίδιο συμβαίνει με τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Δημήτρη Δρούτσα. «Το όραμά μας με την Κύπρο και την Ελλάδα εκτείνεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη και έχει πολιτισμικό και οικονομικό υπόβαθρο», τόνισε ο κ. Λίμπερμαν.
Αν και υπογράμμισε ότι αναφέρεται σε μια συνεργασία εφ’ όλης της ύλης με την Κύπρο και την Ελλάδα, ωστόσο το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην από κοινού αξιοποίηση του φυσικού αερίου.
«Η πρότασή μας αφορά την κατασκευή ενός συστήματος αγωγών για την από κοινού μεταφορά του φυσικού αερίου που βρέθηκε στην περιοχή μας στην Ευρώπη. Μέχρι στιγμής φυσικό αέριο μεταφέρεται στην Ευρώπη από αγωγούς στη Ρωσία και την Τουρκία. Εμείς ευελπιστούμε να δώσουμε μια τρίτη επιλογή», δήλωσε ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών.
Ο κ. Λίμπερμαν δεν έκρυψε την ανησυχία του από τις εξελίξεις στην Αίγυπτο, την εμπλοκή των ακραίων σιϊτών ισλαμιστών του Ιράν στον αραβικό κόσμο, αλλά και τη «βάρβαρη ρητορική» του Ταγίπ Ερντογάν εις βάρος του Ισραήλ μετά τα γεγονότα στη Γάζα, όταν Ισραηλινοί κομάντος, την 31/5/2010 κατέλαβαν το τουρκικό πλοίο Μαβί Μαρμαρά με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 9 Τούρκοι πολίτες.
Για το Παλαιστινιακό, ο κ. Λίμπερμαν δεν ήταν τόσο ακραίος όσο τον κατηγορούν. Δήλωσε ωστόσο ευθαρσώς ότι το παλαιστινιακό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί εάν οι Παλαιστίνιοι δεν αναβαθμιστούν οικονομικά. Η Μέση Ανατολή γενικώς, είπε, χρειάζεται ένα νέο σχέδιο για να μπορέσει να μπει στην οδό της ανάπτυξης και του εκδημοκρατισμού.
Μάλιστα, υπέδειξε στους Κύπριους δημοσιογράφους ότι ο Πρόεδρος Χριστόφιας κατά την προσεχή επίσκεψη του δεν θα πρέπει να μπει στη λογική δηλώσεων υπέρ της αναγνώρισης παλαιστινιακού κράτους. «Δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Δεν θα λυθεί το Παλαιστινιακό διά των αναγνωρίσεων», σημείωσε.
Ο πρώην γενικός διευθυντής του ισραηλινού υπουργείου Εξωτεικών, δρ Αλόν Λίελ, δεν είναι αισιόδοξος στην ανάλυσή του ότι μπορεί να υπάρξει εύκολα λύση στο Κυπριακό. «Εμείς στο Ισραήλ έχουμε ένα κράτος και θέλουμε να το χωρίσουμε στα δυο, εσείς στην Κύπρο έχετε δύο κράτη και θέλετε να τα κάνετε ένα».
Ο πρώην πρεσβευτής του Ισραήλ στην Κύπρο τη δεκαετία του 1990, Άαρον Λόπεζ, συγκρίνοντας Παλαιστινιακό και Κυπριακό ανέφερε ότι στο Ισραήλ η κοινή γνώμη έχει κατασταλάξει στη λογική δύο κρατών. Δεν μπορούμε να συνεργαστούμε με τους Παλαιστίνιους, οι οποίοι είναι διχασμένοι. Ας πάρουν το δικό τους κράτος, φτάνει να είναι αποστρατιωτικοποιημένο και μη ελεγχόμενο από τρίτες δυνάμεις στην περιοχή.
Ο δρ Αλόν Λίελ πάντως, εκφράζει έντονο ενδιαφέρον για τις κινητοποιήσεις των Τουρκοκυπρίων στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Στο Ισραήλ είναι σαφές ότι παρακολουθούν το θέμα. Όπως ανέφερε διπλωμάτης στο ισραηλινό υπουργείο Εξωτερικών, είναι ενδιαφέρουσα εξέλιξη τη στιγμή που η Τουρκία προσπαθεί να διεισδύσει στη Μέση Ανατολή και τον αραβικό κόσμο.
Σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, στο Ισραήλ πιστεύουν ότι η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται πραγματικά να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Ερντογάν και το κόμμα του χρησιμοποίησαν το ευρωπαϊκό χαρτί για να αποδυναμώσουν το στρατό και την κεμαλική ελίτ, δηλαδή τους μόνους Τούρκους ευρωπαϊστές που υπάρχουν στη χώρα.
Μετά τις εκλογές στην Τουρκία και εάν ο Ερντογάν αποβεί ολοκληρωτικά νικητής, τότε η Τουρκία θα κάνει τη μεγάλη στροφή σε μια καθαρά μουσουλμανική θεώρηση των πραγμάτων, απομακρυνόμενη κι άλλο από την Ευρώπη. Ίσως αυτή η στάση την απομακρύνει και από τις παραμέτρους που θέτει ο ΟΗΕ για επίλυση του Κυπριακού, σημείωσαν Ισραηλινοί επίσημοι.
Στο Ισραήλ δεν φαίνεται όλοι να συμφωνούν μεταξύ τους. Ο δρ Αλόν Λίελ, πρώην γενικός διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών και επί σειρά ετών πρέσβης του Ισραήλ στην Άγκυρα, αφήνει να νοηθεί ότι η παρούσα πολιτική της Άγκυρας είναι μάλλον περιστασιακή και σχεδιασμένη υπό το βάρος κυρίως των τρεχουσών εξελίξεων στην περιοχή.
Άλλοι διπλωμάτες αναφέρουν ότι τα πράγματα φαίνονται τραγικά λόγω της απώλειας της σχέσης με την Τουρκία, αλλά ο καιρός είναι αυτός που θα βοηθήσει να κατασταλάξουμε σε κάποιες πιο νηφάλιες προσεγγίσεις. Η σχέση με την Αίγυπτο μπορεί να διατηρηθεί αφού εκεί ο στρατός ελέγχει την κατάσταση. Με την Ιορδανία επίσης οι σχέσεις είναι καλές αφού η βασιλική οικογένεια φαίνεται να παραμένει μετριοπαθής. Την ίδια στιγμή, πηγή που δεν θέλησε να κατονομαστεί, αναφέρει ότι η κατάσταση στην περιοχή είναι ακόμα πολύ ρευστή και θα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο ρευστή εάν μετά την αποχώρηση των Αμερικανών από το Ιράκ ανοίξει το κεφάλαιο του Κουρδιστάν. Πρόκειται για ένα θέμα που αφορά το Ιράκ, το Ιράν, τη Συρία και βεβαίως την Τουρκία. Κανείς δεν γνωρίζει πώς τα πράγματα θα εξελιχθούν εν τοιαύτη περιπτώσει.
Τέλος οι σκεπτικιστές, ως προς την στρατηγική Λίμπερμαν, «την οποία θεωρούν ως συμπληρωματική και όχι ως κυρίαρχη» επισημαίνουν ότι το Ισραήλ οφείλει να συνεχίσει τις προσπάθειες επίλυσης του Παλαιστινιακού. Αν αυτό γίνει κατορθωτό τότε το Ισραήλ θα μπορέσει μέσω της τεχνολογίας, της ισχυρής του οικονομίας, των υψηλών ιατρικών υπηρεσιών που μπορεί να παρέχει και των σχέσεών του με την Ευρώπη να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Στο Ισραήλ, μελετητές όπως ο δρ Ελί Γκαρμόν του διεθνούς ινστιτούτου για την αντιτρομοκρατία, οδηγούν την ανάλυσή τους σχεδόν στα άκρα: «Τόσο η Τουρκία όσο και το Ιράν» αναφέρει, έχουν σχηματίσει δύο μπλοκ στον αραβικό κόσμο σε μια προσπάθεια καθηγεμόνευσής του. Φαινομενικά συνεργάζονται στην πραγματικότητα, ωστόσο, εκκολάπτεται μεταξύ τους ένας ανταγωνισμός ο οποίος ίσως οξυνθεί περαιτέρω μετά την αποχώρηση των Αμερικανών από τη Μέση Ανατολή. Ποιος θα καλύψει το κενό εξουσίας που αφήνουν οι Αμερικανοί; Το Ιράν, μέσω των σιϊτικών ομάδων σε όλες σχεδόν τις χώρες της Μέσης Ανατολής, προσπαθεί να «μεταφέρει την επανάστασή» του.
Ακόμα και στην Τουρκία υπάρχει ένα ποσοστό 15-20% σιϊτών (Αλεβίτες) ενώ το ποσοστό στο Ιράκ ανέρχεται στο 60%. Στον Λίβανο, οι σιϊτες ανέρχονται στο 35%, στη Συρία στο 15%, στο Κουβέιτ 30%, στο Κατάρ 24%, στη Σαουδική Αραβία 10-15%, στα Εμιράτα 15%, στο Μπαχρέιν και στην Υεμένη, όπου υπάρχουν εξεγέρσεις πληθυσμών μετά τις αλλαγές καθεστώτων στην Τυνησία και την Αίγυπτο, το ποσοστό αντίστοιχα ανέρχεται σε 70% και 50%. Το Ιράν, παράλληλα, αναπτύσσεται στρατιωτικά φιλοδοξώντας να καταστεί πυρηνική δύναμη (οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες γνωρίζουν ότι αναζητεί ουράνιο στη Ζιμπάμπουε) ενώ σε συμβατικό επίπεδο έχει καταφέρει να αναπτύξει ένα αξιόλογο πυραυλικό σύστημα. Όπως σημειώνει ο σύμβουλος στο υπουργείο Εξωτερικών και πρώην πρεσβευτής του Ισραήλ στην Τουρκία, Αμίρ Μεμόν, «το Ιράν πίσω από μια φαινομενικά έξαλλη ηγεσία, διαθέτει σοβαρούς τεχνοκράτες οι οποίοι έχουν στόχους: Καταρχάς επιδιώκουν μια μόνιμη θέση για το Ιράν στο Συμβούλιο Ασφαλείας ως πυρηνική δύναμη και δεύτερον, χωρίς να παραγνωρίζουν το διεθνές δίκαιο, επιχειρούν να δημιουργήσουν μια σφαίρα επιρροής στη Μέση Ανατολή».
Από την άλλη η Τουρκία, σύμφωνα με τον καθηγητή Έλι Καρμόν, στο χώρο αυτό κινείται μέσω των σουνιτών, προβάλλοντας το λεγόμενο τουρκικό δημοκρατικό μουσουλμανικό μοντέλο. Το μοντέλο αυτό αρχικά μέσω του Κόμματος Έρμπακαν και σήμερα μέσω του AKP του Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται να επιτυγχάνει, παρά τις προσπάθειες της κεμαλικής ελίτ και του στρατού να το ενσωματώσουν στη δεκαετία του 1980. Σήμερα, πρόσθεσε, τόσο η Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο όσο και οι εξεγερμένοι στην Τυνησία το θεωρούν ως μοντέλο που μπορεί να χρησιμεύσει στη διακυβέρνηση και των δικών τους χωρών.-