Οι Αιγύπτιοι άρχισαν δειλά σήμερα να επιστρέφουν στους δρόμους, την επομένη της πιο πολύνεκρης ημέρας στην πρόσφατη ιστορία της χώρας κατά την οποία σκοτώθηκαν περισσότεροι από 525 άνθρωποι, κυρίως στις επιχειρήσεις διάλυσης των συγκεντρώσεων πολιτών που διαδήλωναν υπέρ του Μόρσι στο Κάιρο.
Αφού τα βίαια επεισόδια επεκτάθηκαν γρήγορα σε όλη τη χώρα, κηρύχθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας στη διάρκεια της νύκτας στο ήμισυ της χώρας ενώ κηρύχθηκε επίσης για ένα μήνα κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η άρση της οποίας ήταν ένα από τα κεκτημένα της λαϊκής εξέγερσης του 2011.
Κανένα επεισόδιο δεν σημειώθηκε στη διάρκεια της νύκτας και η κυκλοφορία είχε αρχίσει σιγά-σιγά να αποκαθίσταται το πρωί –αν και απέχει πολύ από τη συνηθισμένη κίνηση της αιγυπτιακής μεγαλούπολης–, αλλά οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, από τους οποίους προέρχεται ο ανατραπείς ισλαμιστής πρόεδρος Μοχάμεντ Μόρσι, ζήτησαν να συνεχιστεί η κινητοποίηση με αποτέλεσμα να εκφράζονται φόβοι για νέα αναζωπύρωση της βίας.
Οι προσωρινές αρχές, οι οποίες τοποθετήθηκαν από τους στρατιωτικούς μετά την καθαίρεση και τη σύλληψη στις 3 Ιουλίου του ισλαμιστή πρώην αρχηγού του κράτους, προειδοποίησαν πως δεν θα ανεχθουν καμιά νέα καθιστική διαμαρτυρία ή νέα βίαια επεισόδια, αφού χαιρέτισαν «την πολύ μεγάλη αυτοσυγκράτηση» της αστυνομίας.
Σε απόδειξη της αποφασιστικότητάς τους, εικόνες από ψηλά έδειξαν τον καταυλισμό των οπαδών του Μόρσι στην πλατεία Ραμπάα αλ-Ανταουίγια να καίγεται — μια σκηνή εντυπωσιακή και πρωτοφανής στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα.
Σήμερα το πρωί, το τέμενος Ραμπάα, επίκεντρο της αμφισβήτησης και γενικό επιτελείο των τελευταίων στελεχών των Αδελφών Μουσουλμάνων που δεν έχουν ακόμη συλληφθεί από τις αρχές, ήταν καμένο σε μεγάλο μέρος του, διαπίστωσε φωτογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου.
Η επέμβαση των δυνάμεων της τάξης προκάλεσε πάντως αγανάκτηση σε όλο τον κόσμο και η διεθνής κοινότητα, η οποία είχε επιχειρήσει μια μεσολάβηση για να αποφευχθεί αυτή η αιματοχυσία, την καταδίκασε κάνοντας λόγο για «σφαγή» και για μια «θλιβερή» προσφυγή στη βία.
Στον επίσημο απολογισμό αναφέρονται 464 νεκροί –421 άμαχοι και 43 αστυνομικοί– και 3.572 τραυματίες σε όλη τη χώρα, αλλά ο αριθμός των θυμάτων μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος διότι μόνο στην πλατεία Ραμπάα αλ-Ανταουίγια, το κύριο σημείο συγκέντρωσης των οπαδών του Μόρσι στο Κάιρο, ένας δημοσιογράφος του Γαλλικού Πρακτορείου καταμέτρησε 124 πτώματα, τα περισσότερα με τραύματα από σφαίρες. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι κάνουν λόγο για 2.200 νεκρούς και περισσότερους από 10.000 τραυματίες.
Πάντως στη χώρα, όπου στα τέλη Ιουλίου οι Αιγύπτιοι είχαν κατέβει μαζικά στους δρόμουος για να «δώσουν εντολή» στον πανίσχυρο στρατό να τελειώνει με την «τρομοκρατία», αναφερόμενοι στους χιλιάδες διαδηλωτές υπέρ του Μόρσι που επί ενάμισυ μήνα είχαν καταλάβει δύο πλατείες του Καΐρου, πολλές σημαντικές φυσιογνωμίες αποστασιοποιήθηκαν από τη φονική επιχείρηση.
Ο αντιπρόεδρος Μοχάμεντ ΕλΜπαραντέι, νομπελίστας της ειρήνης ο οποίος είχε εγκρίνει την επέμβαση των στρατιωτικών, παραιτήθηκε λέγοντας πως αρνείται «να υποστεί τις συνέπειες αποφάσεων με τις οποίες δεν συμφωνεί». Πριν απ’ αυτόν, ο ιμάμης του Αλ-Άζχαρ, της ανώτατης αρχής του σουνιτικού ισλάμ, είχε καταδικάσει τις βιαιότητες εξηγώντας πως δεν γνώριζε τις μεθόδους που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν οι δυνάμεις της τάξης.
Ο Τύπος, που σε μεγάλο βαθμό υποστηρίζει το στρατό, χαιρετίζει εντούτοις, όπως η κυβερνητική εφημερίδα «Αλ-Άκμπαρ», «Το τέλος του εφιάλτη Αδελφοί Μουσουλμάνοι», ενώ η ανεξάρτητη εφημερίδα «Αλ Σουρούκ» κάνει λόγο για την «τελευταία μάχη των Αδελφών», δίπλα σε φωτογραφίες που εικονίζουν ένοπλους διαδηλωτές.
Στο εξωτερικό, ο τούρκος πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να συνεδριάσει «γρήγορα» για να συζητήσει το ζήτημα της Αιγύπτου και επέκρινε την «υποκρισία» της Δύσης μπροστά σ’ αυτή την «πολύ σοβαρή σφαγή». Στο Παρίσι ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ κάλεσε τον αιγύπτιο πρεσβευτή.
Άλλο ζήτημα το οποίο προκαλεί ανησυχία στο εξωτερικό είναι οι επιθέσεις που έγιναν χθες Τετάρτη εναντίον πολλών εκκλησιών. Αντίπαλοι του Μόρσι κατηγορούν τους υποστηρικτές του ότι διεξάγουν «ένα πόλεμο αντιποίνων» εναντίον των κοπτών, ο πατριάρχης των οποίων είχε κι αυτός υποστηρίξει την απόφαση του στρατού να καθαιρέσει τον Μόρσι.
Την επομένη της διάλυσης των καταυλισμών των διαδηλωτών στο Κάιρο, οι αρχές ανακοίνωσαν εξάλλου ότι έκλεισαν επ’ αόριστον το πέρασμα προς τη Γάζα.