Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ συνειδητοποίησε ότι οι νέοι κατευθυνόμενοι πύραυλοι, όπως ο Σοβιετικός ΑΕ-2, απειλούσε τα αργά βομβαρδιστικά της, είχε έρθει η ώρα για μία αλλαγή, μία αλλαγή που θα άλλαζε την πολεμική ιστορία της… Αυστραλίας και άκουγε στο όνομα F-111.
Η σύμβαση ανατέθηκε στην κατασκευάστρια εταιρεία General Dynamics το 1962 και εγένετο το… «γουρούνι» του Πολέμου, το διαβόητο μαχητικό F-111, με τις πτέρυγες μεταβλητού ανοίγματος, το ραντάρ ανάγλυφου εδάφους (TFR), τους στρατιωτικούς στροβιλοκινητήρες διπλής ροής μετάκαυσης και το ανεξάρτητο σύστημα διαφυγής, ήταν μια από τις πιο καινοτόμες τεχνικές σχεδιάσεις που εμφανίστηκαν μεταξύ των στρατιωτικών αεροσκαφών.
Το F-111C (γνωστό χαϊδευτικά ως το «Γουρούνι», λόγω της μακριάς «μουσούδας» του και της ικανότητας ακολούθησης του εδάφους) ήταν μια έκδοση του interdictor μεσαίου βεληνεκούς και τακτικού αεροσκάφους κρούσης F-11 Aardvark που αναπτύχθηκε από την General Dynamics για να καλύπτει τις απαιτήσεις της Αυστραλίας. Ο σχεδιασμός του βασίστηκε στο μοντέλο F-111A αλλά διέθετε μεγαλύτερα φτερά και ενισχυμένο σύστημα προσγείωσης. Το 1963, η αυστραλιανή κυβέρνηση παρήγγειλε 24 F-111C για να εξοπλίσει την αυστραλιανή Βασιλική Πολεμική Αεροπορία (RAAF) αλλά τα αεροσκάφη δεν παραδόθηκαν μέχρι το 1973 λόγω μακροχρόνιων τεχνικών προβλημάτων.
Παρ’ όλα αυτά μετά την είσοδο στην ενεργό υπηρεσία, το F-111, αποδείχθηκε εξαιρετικά επιτυχημένο. Ήταν το ταχύτερο, πολεμικό αεροσκάφος μεγάλου βεληνεκούς στην νοτιοανατολική Ασία. Ο ιστορικός αεροπορίας Άλαν Στιφενς έχει γράψει ότι κατά τη διάρκεια της υπηρεσιακής ζωής τους ήταν «διαπρεπή οπλικά συστήματα στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ασίας» και προσέφεραν στην Αυστραλία «μια μοναδική, ανεξάρτητη ικανότητα κρούσης».
Ο Στιούαρτ Ουίλσον, στο βιβλίο του «Lincoln, Canberra και F-111 in Australian Service», περιέγραψε το F-111C ως μια «απόλυτη επιτυχία…, που προσέφερε στην Αυστραλία την ικανότητα κρούσης με ένα αεροσκάφος το οποίο, ένα τέταρτο του αιώνα μετά την πρώτη του πτήση παρέμεινε μοναδικό.» O πρώην Ινδονήσιος υπουργός άμυνας Μπένι Μουρντάνι είπε στον ομόλογο του Κιμ Βίζλι ότι όταν οι υπόλοιποι θύμωναν με την Αυστραλία κατά τις συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου, ο Μουρντάνι τους έλεγε: «Αντιλαμβάνεστε ότι οι Αυστραλοί διαθέτουν ένα βομβαρδιστικό που μπορεί να βάλει μία βόμβα μέσα από αυτό το παράθυρο πάνω στο τραπέζι εδώ μπροστά μας;»
Το 1979 και 1980 τέσσερα από αυτά τα αεροσκάφη μετατράπηκαν στην αναγνωριστική έκδοση RF-111C. Τέσσερα μεταχειρισμένα F-111A της Πολεμικής Αεροπορίας των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (USAF) αποκτήθηκαν από την Αυστραλία και το 1982 μετατράπηκαν στην έκδοση F-111C για να αντικαταστήσουν τα F-111C που καταστράφηκαν σε ατυχήματα. Η Αυστραλία μεταξύ 1993 και 2007 χρησιμοποιούσε επίσης 15 F-111G, κυρίως ως εκπαιδευτικά.
Όπως εξηγεί ο Πίτερ Ι Ντάβις στο βιβλίο του «F-111 & EF-111 Units in Combat», τα F-111 της RAAF συμμετείχαν σε αρκετές ασκήσεις Red Flag και της περιοχής του Ειρηνικού όπως η Pitch Black, αλλά πέταξαν επίσης σε επιχειρήσεις για μια ενδεχόμενη εχθρική κατάσταση. Το 1999 F-111C και RF-111C μετακινήθηκαν στην αεροπορική βάση Τιντάλ, στη Βόρεια Επικράτεια, σαν οργανικά στοιχεία της 95ης Πτέρυγας Επέμβασης Κρούσης ως αντίδραση των εντάσεων στην ινδονησιακή περιφέρεια του Ανατολικού Τιμόρ κατά την περίοδο των εκεί κοινωνικών αναταραχών.
Η Τιντάλ άνοιξε το 1989 (αντικαθιστώντας την αεροπορική βάση RAAF Ντάργουιν) ως μια από τις διάφορες προκεχωρημένες περιοχές ανάπτυξης μαχητικών κρούσης. Το Ανατολικό Τιμόρ ενσωματώθηκε στην Ινδονησία το 1975 μετα την αποποίηση της Πορτογαλίας από την αποικιακή διοίκηση του και η βίαιη αντιπαράθεση για την καταστολή της ινδονησιακής κυριαρχίας τέλειωσε με την – υπο την αιγίδα του ΟΗΕ- συμφωνία που έδωσε την ανεξαρτησία στο Ανατολικό Τιμόρ το 1999.
Κατόπιν εντολής του ΟΗΕ, η RAAF πέταξε προς υποστήριξη της υπο αυστραλιανής διοίκησης Διεθνούς Δύναμης για το Ανατολικό Τιμόρ (INTERFET), η οποία στάλθηκε το Σεπτέμβριο 1999 για να αποκαταστήσει την τάξη. Αρχικά, η αγορά των F-111 της Αυστραλίας είχε προκληθεί από τις επεκτατικές πολιτικές της Ινδονησίας, που απειλούσαν τις Μαλαισία και Σιγκαπούρη. Η εθνική ασφάλεια απαιτούσε ένα αεροσκάφος κρούσης μεγάλου βεληνεκούς για την αντιμετώπιση αυτής της απειλής.
Η αυστραλιανή κυβέρνηση πραγματοποίησε επίσημο διάβημα προς την ηγεσία της Ινδονησίας ότι η RAAF δεν θα επέτρεπε την πτήση αναγνωριστικών αποστολών στην περιοχή. Ως απάντηση, ο στρατός της Ινδονησίας ανακοίνωσε ότι θα κατέρριπτε όποιο F-111 επιχειρούσε να πετάξει πάνω από το Ανατολικό Τιμόρ. Στην Τιντάλ, μέχρι δέκα F-111C ήταν σε κατάσταση υψηλής ετοιμότητας με LGB διαθέσιμες για την περίπτωση πού απαιτηθούν κρούσεις προς υποστήριξη της INTERFET. Τα αεροσκάφη ήταν σε ετοιμότητα να εκτελέσουν πτήση 1000 μιλίων αποτελούμενη από τέσσερα αεροσκάφη με LGB 1600 λιβρών, οι οποίες, αν απαιτούνταν, θα χρησιμοποιούνταν για την προσβολή των ινδονησιακών κέντρων επικοινωνίας στο Ανατολικό Τιμόρ.
Μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου 1999 ο ινδονησιακός Στρατός είχε εγκαταλείψει τις αξιώσεις του για τη διαφιλονικούμενη περιοχή και αποσύρθηκε από το Ανατολικό Τιμόρ. Οι αναγνωριστικές πτήσεις από δυο RF-111C ξεκίνησαν την 6η Νοεμβρίου και συνεχίστηκαν μέχρι την 9η Δεκεμβρίου, τα αεροσκάφη που συμμετείχαν απέφυγαν την Ινδονησία αλλά παρείχαν πολύτιμά φωτογραφικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη βελτίωση του οδικού δικτύου του Ανατολικού Τιμόρ.
Τον Αύγουστο του 2006 δυο F-111 από την αεροπορική βάση Άμπερλεϊ κλήθηκαν για να βυθίσουν το Πονγκ Σου, ένα βορειοκορεατικό πλοίο 3700 τόνων εμπορευματικών μεταφορών που το 2003 χρησιμοποιήθηκε για την παράνομη διακίνηση 150 κιλών ηρωίνης στην Αυστραλία. Χρησιμοποιώντας δυο LGB GBU-10 Paveway II των 2000 λιβρών, έστειλαν το παραπλέον πλοίο στον βυθό της θάλασσας.
Πάρα το εξαιρετικό υπηρεσιακό ιστορικό του F-111, η αυστραλιανή κυβέρνηση αποφάσισε να παροπλίσει τον τύπο το 2010, δέκα χρόνια πριν από την αρχική ημερομηνία απόσυρσης του και παρά τις σημαντικές δαπάνες σε εφεδρικά αεροσκάφη και ανταλλακτικά για την διατήρηση του στόλου για μια επιπλέον δεκαετία. Εν μέρει, οφείλονταν στις δικαστικές αγωγές σχετικά με τα ζητήματα υγεία που εμπλέκονταν στην χημική διαδικασία «σφράγισης – επανασφράγισης» που απαιτούνταν για την αντικατάσταση των ελαστικών επενδύσεων στις εσωτερικές δεξαμενές καυσίμου του αεροσκάφους. Το F-111 είχε επίσης πολλούς εχθρούς που ανάγονταν πίσω στην εποχή της προβληματικής και πολύ-αναμενόμενης εισαγωγής του στην υπηρεσία της RAAF πριν από 40 χρόνια.