Η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων αποτελεί αδιαμφισβήτητα συστατικό στοιχείο της ιστορίας, της παράδοσης, του Πολεμικού Ναυτικού, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και θα συνεχίζεται αδιάκοπα στο μέλλον, έχοντας στις «πλάτες της» έναν μεγάλο αριθμό σπουδαίων προσωπικοτήτων και γενναίων Αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού.
Σαν σήμερα, στις 24 Νοεμβρίου του 1845, με απόφαση του Ναυάρχου Κανάρη, «ιδρύεται» η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και έκτοτε, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά παραμένει το κύτταρο της συστηματικής εκπαίδευσης (θεωρητικής και πρακτικής) των υποψηφίων Αξιωματικών του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
Πρώτη περίοδος ίδρυσης και λειτουργίας της Σχολής (1845-1854)
Οι απαρχές της λειτουργίας της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων ανάγονται στις πρώτες δεκαετίες μετά την Εθνική Παλιγγενεσία: την 24 Νοεμβρίου 1845 επί της κορβέτας «ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ» κατόπιν Αποφάσεως του Ήρωα-Ναυμάχου του 1821, Ναυάρχου Κωνσταντίνου Κανάρη, τότε Υπουργού των Ναυτικών.
Ατυχώς, εξ αρχής ανέκυψαν τριβές μεταξύ του Κυβερνήτη, Πλοιάρχου Ραφαήλ, και του Υπάρχου, Υποπλοιάρχου Παλάσκα, λόγω διαφοράς νοοτροπίας των δύο εκείνων (σπουδαίων κατά τα λοιπά) Αξιωματικών.
Το Υπουργείο, όταν πληροφορείται τα σχετικά, αναζητεί οδό επίλυσης του ζητήματος, αποστέλλοντας Κατευθυντήριες Διαταγές στον Κυβερνήτη και προβαίνοντας στην σύσταση «Ναυτικού Παιδευτηρίου», υπό την διεύθυνση του Υποπλοιάρχου Παλάσκα, αλλά μάταια. Ο τελευταίος αιτείται μετάθεση, γεγονός που οδηγεί στην κατ’ ουσίαν διάλυση της Σχολής το 1854.
Η Σχολή στην «ΑΘΗΝΑ», στο «ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ» και στον «AΡΗ» (1862-1884)
Η Προσωρινή Κυβέρνηση, η οποία εγκαθιδρύθηκε μετά την ανώμαλη πολιτική κατάσταση που επακολούθησε μετά την έκπτωση και έξωση του Βασιλέως Όθωνος, αποφάσισε, τον Νοέμβριο του 1862, να συγκροτήσει, εκ των ενόντων, Ναυτικό Σπουδαστήριο επί του ατμοδρόμωνα «ΕΛΛΑΣ».
Ως Διευθυντής διορίσθηκε ο Πλωτάρχης Κουμελάς, που υπηρετούσε στον Ναύσταθμο. Εν τούτοις, η λειτουργία του Ναυτικού Σπουδαστηρίου ματαιώθηκε λόγω διοικητικών προβλημάτων που ανέκυψαν. Επτά μήνες αργότερα αποφασίσθηκε και πάλι η λειτουργία του Σπουδαστηρίου, αυτήν την φορά στον πάρωνα «ΑΘΗΝΑ».
Ωστόσο, η εν λόγω χρονική περίοδος χαρακτηρίζεται από σοβαρά οργανωτικά ελλείμματα, όχι άσχετα, άλλωστε, προς την γενικότερη περιρρέουσα διοικητική, θεσμική και οργανωτική αταξία της ελληνικής κοινωνίας της εποχής εκείνης.
Εν μέσω όλων αυτών, η Σχολή μεταφέρεται στο «ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ», όπως είχε, εν τω μεταξύ, μετονομασθεί ο «ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ», χωρίς, εν τούτοις, να επέλθει ουσιαστική βελτίωση στην οργάνωση και την διοίκηση, για να παύσει κατ’ ουσίαν να λειτουργεί, τον Σεπτέμβριο του 1871, καίτοι δεν υπήρξε επίσημη Πράξη κατάργησής της.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1882, συστήνεται εκ νέου Ναυτική Σχολή, αυτήν την φορά με έδρα τον «ΑΡΗ», διαλύθηκε όμως τον Δεκέμβριο του 1884 λόγω της ενάρξεως λειτουργίας, πλέον, της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, επί του ατμοδρόμωνα «ΕΛΛΑΣ».
Η «Σχολή των Ναυτικών Δοκίμων» έως το 1905 (1884-1905)
Η ίδρυση-ή επανίδρυση-της ΣΝΔ, υπό την σημερινή της ονομασία και μορφή, έλαβε χώρα επί Πρωθυπουργίας Χαριλάου Τρικούπη, η διακυβέρνηση του οποίου υπήρξε περίοδος αληθινής αναγεννήσεως για το Ναυτικό, όπως άλλωστε και για το σύνολο των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και την Δημόσια Διοίκηση εν γένει.
Την περίοδο εκείνη ανατέθηκε στον Πλωτάρχη Κανελλόπουλο η σύνταξη των απαιτουμένων Οργανισμών και Κανονισμών Λειτουργίας της Σχολής. Αφού ρυθμίσθηκε το νομοθετικό πλαίσιο, ακολούθησε η συγκρότηση της Σχολής κατά τα οριζόμενα και προβλεπόμενα.
Τον Αύγουστο του 1884 έλαβαν χώρα τα επίσημα εγκαίνια της Σχολής. Φαινόμενα προχειρότητας και αταξίας, όπως εκείνα που είχαν παρατηρηθεί κατά την διάρκεια των προηγουμένων ετών, εξέλιπαν, και η Σχολή έφθασε σε αξιόλογα επίπεδα οργάνωσης και λειτουργίας.
Τον επόμενο χρόνο η έδρα της μεταφέρθηκε στην ξηρά. Το 1888 ονομάσθηκαν Σημαιοφόροι οι πρώτοι απόφοιτοι της Σχολής, οι οποίοι διακρίθηκαν έκτοτε για την υψηλή στάθμη της εκπαίδευσής τους. Το Μάιο του 1892 η έδρα της Σχολής επανήλθε στον ατμοδρόμωνα «ΕΛΛΑΣ», όπου και παρέμεινε επί δεκατρία (13) έτη.
Η Σχολή στην μόνιμη έδρα της (1905-1911)
Η μετεγκατάσταση της Σχολής, από τα πλοία στην ξηρά, κατέστη δυνατή το 1891, χάρις στο κληροδότημα που κατέλειπε ο μέγας εθνικός ευεργέτης Πανταζής Βασσάνης. Με αυτήν την πολύτιμη επικουρία εξευρέθη ο κατάλληλος χώρος για την ανέγερση των τριών κτιρίων της Σχολής: του κεντρικού, που εξυπηρετούσε τους Δοκίμους, του οικήματος Διοικητού / Υποδιοικητού και του θεραπευτηρίου.
Τα τρία προαναφερθέντα κτίρια, με τις αναγκαίες μετατροπές που επήλθαν με την πάροσο του χρόνου, διατηρούν την αρχική τους μορφή ακόμα και σήμερα. Προς τιμήν του εθνικού ευεργέτη, η Σχολή απεκαλείτο τότε και «Βασσάνειον Ίδρυμα».
Η Σχολή κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913)
Μετά την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (Οκτώβριος 1912) οι τριτοετείς Δόκιμοι ονομάσθηκαν Αρχικελευστές, τοποθετήθηκαν στον Στόλο και έλαβαν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις. Με τη λήξη του πολέμου επέστρεψαν όλοι στην Σχολή τους, εκτός από τον ήρωα Ιωάννη Παστρικάκη, ο οποίος έπεσε υπέρ Πατρίδος κατά την απελευθέρωση της νήσου Χίου από τον τουρκικό ζυγό.
Περίοδος 1913-1922
Κατά την περίοδο αυτή επεκτείνονται οι εγκαταστάσεις της Σχολής και αυξάνεται ο αριθμός των εκπαιδευομένων Δοκίμων. Μία απόπειρα διοικήσεως της Σχολής από Αξιωματικό του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού (που έφερε τον βαθμό του Πλοιάρχου), ειδικού επί θεμάτων εκπαιδεύσεως, δεν έμελλε να ευοδωθεί (στο πλαίσιο και της διαπλοκής ζητημάτων, όπως οι ξένες Στρατιωτικές και Ναυτικές Αποστολές, με τις στρατηγικές και πολιτικοδιπλωματικές επιλογές αντιτιθεμένων πολιτικών παρατάξεων της εποχής).
Η Σχολή κατά τον Μεσοπόλεμο (1923-1940)
Κατά την περίοδο της ανασυγκρότησης του κράτους και της κοινωνίας που επακολούθησε μετά την (ασύλληπτων ιστορικών, πολιτικών, γεωστρατηγικών, γεωοικονομικών και πολιτισμικών) διαστάσεων τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής, η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στράφηκε με ζήλο στην ποιοτική βελτίωση της οργάνωσης και της εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα την εισαγωγή νέων ειδικοτήτων, όπως των Μηχανικών, των Οικονομικών, των Λιμενικών, των Ναυπηγών, ενώ τότε άρχισε και η παροχή εκπαίδευσης σε αλλοδαπούς – υποψηφίους Αξιωματικούς των Πολεμικών Ναυτικών των χωρών τους. Σημαντικό γεγονός για τον βίο και την λειτουργία της Σχολής υπήρξε η ναυπήγηση του ιστιοφόρου «AΡΗΣ» ως εκπαιδευτικού πλοίου.
Η Σχολή κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, οι τεταρτοετείς και οι οικονομικοί Δόκιμοι ονομάσθηκαν Σημαιοφόροι, οι τριτοετείς Αρχικελευστές, οι λιμενικοί αποσπάσθηκαν στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και οι υπόλοιποι εστάλησαν σε άδεια αορίστου χρόνου. Λίγες ημέρες αργότερα ανακλήθηκαν οι Ν. Δόκιμοι και η Σχολή επαναλειτούργησε ομαλά, για να αναστείλει πάλι την λειτουργία της μόλις κηρύχθηκε ο Ελληνογερμανικός Πόλεμος.
Κατά την διάρκεια της Τριπλής Κατοχής οι εγκαταστάσεις της Σχολής χρησιμοποιήθηκαν από την Γερμανική Ναυτική Διοίκηση Νοτίου Αιγαίου. Στις αρχές του 1942 διαφεύγουν όλοι οι δόκιμοι-περίπου 30-στην Μέση Ανατολή. Η Σχολή επαναλειτουργεί επί του θρυλικού θωρηκτού «ΑΒΕΡΩΦ» στις 17/5/1942 και εν συνεχεία, στις 29/10/1942, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μέχρι τέλους του πολέμου.
Η Σχολή στα μεταπολεμικά χρόνια
Στις εγκαταστάσεις της Σχολής, κατά τα Δεκεμβριανά, έδρευε το Αρχηγείο Στόλου το οποίο απέκρουσε την εναντίον του επίθεση καταβάλλοντας βαρύ φόρο αίματος. Η ομαλή λειτουργία της Σχολής άρχισε πάλι στις 5 Νοεμβρίου 1945, με πολλές, βεβαίως, ελλείψεις – εκπαιδευτικές, κτιριακές κ.α., οι οποίες καλύφθηκαν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό μέχρι το 1948.
Το 1962 ανέλαβε και πάλι το πρόσθετο καθήκον της εκπαιδεύσεως αλλοδαπών Δοκίμων. Τo 1967 της απονεμήθηκε το «Χρυσούν Μετάλλιον» της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1968 αναγορεύθηκε σε Ανωτάτη Σχολή και το 2003/2005 εκσυγχρονίστηκε το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της. Από τότε και μέχρι σήμερα συνεχίζει να εκπαιδεύει τους μελλοντικούς ηγήτορες Αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού μας, συντηρώντας άσβεστες και μεταδίδοντας αναλλοίωτες τις ευγενείς παραδόσεις του Π.Ν. και του Ελληνικού Έθνους.
Πηγή: ΣΝΔ