Η ναυμαχία του Τάραντα, όπως έχει μείνει στη διεθνή βιβλιογραφία, είναι αδιαμφισβήτητα μια από από τις πιο σημαντικές και παράλληλα πιο υποτιμημένες συγκρούσεις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς είχε ως αποτέλεσμα ο πανίσχυρος ιταλικός στόλος να παραμείνει περιορισμένος, ως προς τις επιχειρήσεις που εκτελούσε στην Μεσόγειο για την υπόλοιπη διάρκεια του πολέμου.
Όπως έχει υποστηριχθεί από αρκετούς, η ναυμαχία του Τάραντα είναι το «Περλ Χάρμπορ» των Ιταλών, αφενός για την καταστροφικό αποτέλεσμα που είχε για το ιταλικό ναυτικό, αφετέρου διότι οι Ιάπωνες εμπνεύστηκαν και μελέτησαν την συγκεκριμένη σύγκρουση για την δική του επίθεση εναντίον των Αμερικανών.
Το υπόβαθρο της ναυμαχίας
Η Ιταλία λίγες μέρες πριν τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας, κηρύσσει πόλεμο εναντίον της Αγγλίας και εναντίον της Γαλλίας, ενώ στρατεύματά της εισβάλουν στο γαλλικό Νότο.
Ο Μουσολίνι θεωρεί πλέον βέβαιο ότι ο πόλεμος θα είναι υπόθεση λίγων μηνών και δεν θέλει μόνο η Γερμανία να καρπωθεί τη λεία. Ακριβώς γι’αυτό και ενισχύει τις δυνάμεις του στη Λιβύη, που βρίσκεται υπό ιταλικό έλεγχο ήδη από το 1910, με στόχο την εισβολή στην Αίγυπτο και καταλαμβάνει την Αλβανία με στόχο την επίθεση κατά της Ελλάδας.
Πρωταρχικά οι φιλοδοξίες του Ιταλού δικτάτορα στρέφονται στον έλεγχο της Μεσογείου, την οποία βλέπει ως ιταλική θάλασσα (mare nostrum). Η πολεμική ισχύς των αντιπάλων δυνάμεων (1939-1940) στη μεσογειακή αναμέτρηση
Οι δυνάμεις των δύο στόλων
Από τις αρχές του 1940 σημειώνεται μια σοβαρότατη άνοδος της ιταλικής ναυτικής ισχύος, ενώ οι αγγλικές ναυτικές δυνάμεις στη Μεσόγειο τους αντίστοιχους μήνες εμφανίζουν σοβαρά κενά και ελλείψεις.
Με την καθέλκυση δύο θωρηκτών 35000 τόνων, του Littorio και του Vittorio Veneto και την αναμενόμενη συμπλήρωση της κατασκευής άλλων δύο της ίδιας κλάσης, η Ιταλία εξασφαλίζει από πλευράς εκτοπίσματος την ναυτική υπεροπλία στη Μεσόγειο. Ο αγγλικός στόλος της Μεσογείου αντίθετα είχε υποστεί σοβαρές αφαιμάξεις.
Πρώτον, λόγω της αποτυχημένης νορβηγικής επιχείρησης όπου μεταξύ άλλων χάθηκε και το αεροπλανοφόρο Glorious, του οποίου -όπως θα εκτεθεί στα επόμενα- η ιστορία εμπλέκεται στην εξέλιξη γεγονότων, που οδήγησαν στον Τάραντα
Δεύτερον, διότι η αυτοβύθιση ή ο παροπλισμός των γαλλικών πολεμικών πλοίων μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας υποχρέωσε το αγγλικό πολεμικό ναυτικό να αναλάβει όλο το βάρος της ναυτικής αντιμετώπισης των Γερμανών στον Ατλαντικό και τη Βόρειο Θάλασσα.
Τρίτον, έπρεπε να αντιμετωπιστεί ο μεγάλος κίνδυνος από τις καταδρομικές επιχειρήσεις του γερμανικού θωρηκτού τσέπης «Admiral Graf Spee» από τον Ινδικό Ωκεανό ως τις θάλασσες της Νοτίου Αμερικής. Ακριβώς γι’αυτό και μόνο αφού αντιμετωπίστηκε η γερμανική ναυτική απειλή με την βύθιση του «Bismarck» και την αυτοβύθιση του «Graf Spee» στις εκβολές του Rio de la Platta στην Ουρουγουάη, ο επικεφαλής του αγγλικού στόλου της Μεσογείου ναύαρχος Κάνινγκαμ (Cunningham) μπόρεσε να εξασφαλίσει σοβαρές ενισχύσεις σε σκάφη επιφανείας και ειδικότερα και ιδιαίτερα την υπαγωγή στις δυνάμεις του των νεότευκτων αεροπλανοφόρων Illustrious και Eagle.
Με τα δύο αυτά αεροπλανοφόρα ο αγγλικός στόλος της Μεσογείου απέκτησε τη δυνατότητα να καταφέρει πλήγματα κατά των ελλιμενισμένων πολεμικών πλοίων του αντιπάλου, μια δυνατότητα που οι Ιταλοί δεν είχαν, διότι δεν διέθεταν τέτοιου είδους σκάφη.
Ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’20 η Βρετανοί, οι Αμερικανοί και οι Ιάπωνες είχαν αντιληφθεί την σημασία του αεροπλανοφόρου, που σε μεγάλο βαθμό θα παραμέριζε και θα αχρήστευε τον ρόλο των βαρέων σκαφών επιφανείας, των θωρηκτών.
Οι Ιταλοί, απεδείχθει εκ των πραγμάτων, δεν το είχαν αντιληφθεί, γεγονός που απέβη μοιραίο σε βάρος τους. Πέραν τούτου, αρνητικό σε βάρος των Ιταλών ήταν το γεγονός ότι στην Ίταλο-Γερμανική διάσκεψη στο Frid- richshaven το 1939 δεν είχαν προσδιορισθεί κοινοί άξονες στρατιωτικής και ναυτικής συνεργασίας και αλληλοβοήθειας σε περίπτωση πολέμου.
Τέλος, αρνητικό σε βάρος των Ιταλών ήταν ότι με την κήρυξη του Έλληνο-Ιταλικού πολέμου η βάση της Σούδας στην Κρήτη, τα ελληνικά αεροδρόμια και τα ναυτικά ορμητήρια στα Επτάνησα τέθηκαν στην διάθεση των αγγλικών ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων.
Η προετοιμασία για τη ναυμαχία του Τάραντα
Μετά από τρεις αναβολές, που κρίθηκαν αναγκαίες για τεχνικούς και τακτικούς λόγους ως ημερομηνία για την επίθεση ορίστηκε η νύχτα της 11ης προς την 12η Νοεμβρίου.
Στην επιχείρηση έλαβαν τελικά μέρος είκοσι-ένα τορπιλοπλάνα Swordfish από τα είκοσι-τέσσερα τα οποία είχαν αρχικά προβλεφθεί λόγω ζημιών που είχαν προκληθεί στα υπόλοιπα τρία. Όλα τα αεροσκάφη θα ξεκινούσαν από το αεροπλανοφόρο Illustrious διότι το αεροπλανοφόρο Eagle είχε υποστεί σοβαρές βλάβες λόγω πυρκαγιάς.
Ως θέση ελλιμενισμού του Illustrious επελέγη μια θέση έξω από το απώτατο ακρωτήριο της Κεφαλληνίας από την οποία ο λιμένας του Τάραντα απέχει 170 χιλιόμετρα.
Η κίνηση του αεροπλανοφόρου με τα πλοία συνοδείας από την Αλεξάνδρεια προς την προεπιλεγείσα θέση πραγματοποιήθηκε με πλήρη επιτυχία και χωρίς να εντοπισθεί ο τελικός προορισμός της μοίρας, παρά το γεγονός ότι ιταλικά αναγνωριστικά αεροπλάνα είχαν παρακολουθήσει και αναφέρει την έξοδο και κίνηση των αγγλικών πολεμικών πλοίων σε διάφορα σημεία της διαδρομής τους.
Όλα ήταν πλέον έτοιμα για τη διεξαγωγή της επιχείρησης η οποία πήρε το κωδικό όνομα «Κρίση» (Judgement), με στόχο την θέση εκτός μάχης του ιταλικού στόλου.
Από Ιταλικής πλευράς, πέραν των αδυναμιών που ήδη σημειώθηκαν, υπήρξε μια διάχυτη χαλάρωση της επαγρύπνησης και μια σύγχυση όσον αφορά την μεταβίβαση των διαταγών, που οδηγούσε σε ανεπίτρεπτες καθυστερήσεις ενεργοποίησης των προ- σχεδιασμένων αμυντικών μηχανισμών.
Φαίνεται ότι το κλίμα αυτό οφειλόταν στο ότι η ιταλική ναυτική ηγεσία δεν περίμενε σε καμιά περίπτωση ότι θα επιχειρείτο τέτοιας κλίμακας επίθεση στον σημαντικότερο πολεμικό ναύσταθμο της χώρας και αντίθετα κυκλοφορούσε εντονότατα η φήμη, ότι η συγκέντρωση του στόλου στον Τάραντα απέβλεπε στη διεξαγωγή επιθετικής ενέργειας με στόχο την κατάληψη της Κέρκυρας.
Η ναυμαχία του Τάραντα ξεσπά
Στις 20 και 35’ το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου απονηώθηκε από το Illustrious το πρώτο κύμα αποτελούμενο από έξι αεροσκάφη οπλισμένα με τορπίλες και έξι οπλισμένα με βόμβες, που έφτασε πάνω από τον Τάραντα στις 22 και 50’.
Σύντομα, δόθηκε η διαταγή από τον επικεφαλής να εκτοξευτούν φωτοβολίδες με την προκαθορισμένη σειρά και τα αεροσκάφη που έφεραν τορπίλες κατέβηκαν με ανατολική κατεύθυνση, από τα 7000 πόδια στα 750 πόδια και από εκεί με συνεχή βύθιση μέχρι το προκαθορισμένο ύψος άφεσης, όπου άρχισε η εξαπόλυση των τορπιλών, την ώρα που τα αεροσκάφη που έφεραν βόμβες προσέβαλαν στόχους στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν δεξαμενές καυσίμων.
Το αξιοπερίεργο και ανεξήγητο είναι ότι οι Ιταλοί ενώ αντέδρασαν με πυκνότατο φράγμα αντιαεροπορικών πυρών δεν χρησιμοποίησαν παρά ελάχιστα τους προβολείς. Αν τους είχαν χρησιμοποιήσει είναι ζήτημα αν κάποιο από τα τορπιλοπλάνα θα είχε επιτύχει το στόχο και κανένα δεν θα είχε διαφύγει την κατάρριψη.
Ακόμα και η αντίδραση των αντιαεροπορικών συστοιχιών των ιταλικών πολεμικών πλοίων υπήρξε ισχνή και ανεπαρκής.
Το δεύτερο κύμα επίθεσης με ανάλογη σύνθεση με το πρώτο απονηώθηκε στις 21 και 45’ και έφτασε πάνω από τον Τάραντα στον προκαθορισμένο χρόνο με κατεύθυνση από τα βόρεια πλήττοντας ανελέητα τα ιταλικά πολεμικά που είχαν μείνει αλώβητα από την επίθεση του πρώτου κύματος. Τα αποτελέσματα της επιχείρησης ήταν κυριολεκτικά θεαματικά:
Το άνθος του ιταλικού πολεμικού ναυτικού επλήγη θανάσιμα (Conte di Cavour, Andrea Doria, Littorio, Caio Duilio), άλλα σκάφη υπέστησαν λιγό- τερο ή περισσότερο σοβαρές ζημιές, οι εγκαταστάσεις του ναυστάθμου έπαθαν σοβαρότατες ζημιές, δύο ιταλικά αεροσκάφη καταστράφηκαν στο έδαφος και πολυάριθμο προσωπικό φονεύθηκε ή τραυματίστηκε σοβαρά.
Αντίθετα, οι βρετανικές απώλειες υπήρξαν μηδαμινές. Δύο αεροσκάφη κατερρίφθησαν από την ιταλική αεράμυνα, με μόνο το πλήρωμα το ενός να βρίσκει το θάνατο κατά την πτώση του αεροσκάφους του.
Πηγή: Stratiotiki Istoria