Το σκάνδαλο, γνωστό ως Irangate, έλαβε χώρα το 1985. Εκείνο το χρόνο, επτά Αμερικανοί κρατούνταν όμηροι στο Λίβανο, από μια οργάνωση υπέρ του Ιράν, τον Στρατό των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης. Το Ιράν είχε τεθεί υπό αυστηρούς όρους και εμπορικά εμπάργκο – τα οποία απαγόρευαν μεταξύ άλλων την πώληση όπλων προς την χώρα.
Την ίδια περίοδο, σε μια χώρα μακρινή από το Ιράν – αλλά όχι τόσο από τις ΗΠΑ – μια άλλη διαμάχη είναι σε εξέλιξη: Στην Νικαράγουα, οι δεξιοί αντάρτες, Κόντρας, αντιμάχονται το καθεστώς των Σαντινίστας. Οι ΗΠΑ υπό τον Ρήγκαν στηρίζουν οικονομικά τους Κόντρας στον αντικομουνιστικό τους αγώνα. Παρόλα αυτά, και εδώ μια απόφαση της Γερουσίας, της Συνθήκης Μπόλαντ, του 1984 απαγορεύει στην αμερικανική κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει περαιτέρω τους αντάρτες στην Νικαράγουα.
Η αμερικανική «λύση»
Για να σωθούν οι επτά όμηροι Αμερικανοί η μέση λύση που βρέθηκε ήταν η ανταλλαγή τους με μια μεγάλη συστοιχία πυραύλων (περίπου 2600 αντιαρματικοί, με έξτρα ανταλλακτικά). Η ανταλλαγή θα έπρεπε να γίνει κρυφά, βέβαια, καθώς υπήρχε το εμπάργκο για αυτό και χρησιμοποιήθηκε ως μεσάζοντας ο Ιρανός έμπορος όπλων Μανουχέρ Γκορμπανιφάρ, και το Ισραήλ.
Τελικώς δεν χρησιμοποιήθηκε το Ισραήλ και η πώληση έγινε απευθείας. Αυτό γιατί το Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ, κατόπιν της σχετικής εισήγησης του ταγματάρχη, Όλιβερ Νορθ, αποφάσισε να δώσει μέρος των εσόδων από την πώληση στους Κόντρας της Νικαράγουας. Και αυτή η συναλλαγή ήταν φυσικά παράνομη και έπρεπε να παραμείνει μυστική.
Μετά την παράδοση των όπλων, στις 20 Αυγούστου του 1985, οι όμηροι σιγά-σιγά αφήνονται ελεύθεροι. Τον Οκτώβριο του 1986 άλλοι τρεις Αμερικανοί πιάνονται όμηροι. Ο επικεφαλής της CIA, Γουίλιαμ Κέισι, προτείνει την αποστολή όπλων «για να καλοπιάσουν» τους Λιβανέζους. Δύο από τους ομήρους δεν αφέθηκαν ποτέ ελεύθεροι.
Το 1987, ο Κέισι είπε στον δημοσιογράφο Μπομπ Γουντγουορντ της Washigton Post, ότι ήξερε πως τα χρήματα από τις πωλήσεις όπλων στο Ιράν κατέληγαν μέσω του Νόρθ στους Κοντρας.
Τα ναρκοδολάρια
‘Οταν το 1984 εφαρμόστηκε η Συνθήκη Μπόλαντ, αναφορές άρχισαν να φτάνουν στην δημοσιότητα, οι οποίες υποστήριζαν πως οι Κόντρας χρηματοδοτούνται με ναρκοδολάρια. Οι Κόντρας διακινούσαν ναρκωτικά στον Παναμά, στην Κολομβία και στην Κόστα Ρίκα. Από εκεί μέσω πτήσεων αρκετές φορές έφταναν στο Μαϊάμι. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες οι αμερικανικές αρχές είχαν επίγνωση των συναλλαγών.
Το 1985 το Associated Press παρουσίασε μια έρευνα που υποστήριζε ότι μέλη της Δίωξης Ναρκωτικών, Τελωνιακοί, του FBI και του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης της Κόστα Ρίκα, συνεργάζονταν με τους Κόντρας. Μάλιστα, την σύνδεση επιβεβαίωσαν σύμφωνα με την έρευνα και πέντε Αμερικανοί υποστηρικτές των ανταρτών της Νικαράγουα, οι οποίοι επίσης είπαν πως δυο άλλοι Αμερικανοί, που συμμετείχαν και στην επιχείρηση εναντίον του Φιντέλ Κάστρο, το 1961 στον Κόλπο των Χοίρων, χρησιμοποιούσαν αντάρτες για την φύλαξη αποθηκών με κοκαΐνη στην Κόστα Ρίκα.
Ο Χούλιο Ζαβάλα, καταδικασμένος έμπορος ναρκωτικών, είχε δηλώσει το 1986 στην εφημερίδα, San Fransisco Examiner, ότι είχε «δώσει 500.000$ στα στρατόπεδα των Κόντρας στην Κόστα Ρίκα. Αυτά τα χρήματα ήρθαν από την δραστηριότητα (εμπόριο ναρκωτικών)στο Σαν Φρανσίσκο, το Μαϊάμι και την Νέα Ορλεάνη».
Το ίδιο έτος ο νυν υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και τότε Γερουσιαστής, Τζον Κέρι, μαζί με τον συνάδελφό του Κριστοφερ Ντοντ, καταθέτουν πρόταση για εξεταστική επιτροπή για τις κατηγορίες που συνδέουν τους Κόντρας με εμπόριο ναρκωτικών. Το πόρισμα της επιτροπής το 1989 έλεγε: «Οι σύνδεσμοι των Κόντρας με το εμπόριο ναρκωτικών περιλαμβάνουν και πληρωμές από τις αρχές των ΗΠΑ προς εμπόρους. Τα κεφάλαια αυτά προέρχονταν από κονδύλια του Κογκρέσου για την ανθρωπιστική βοήθεια στους Κόντρας. Πολλές φορές οι έμποροι είχαν συλληφθεί από τις αρχές ή βρίσκονταν υπό παρακολούθηση». Σύμφωνα με το πόρισμα, οι ΗΠΑ πλήρωσαν σε γνωστούς εμπόρους ναρκωτικών περισσότερα από 800.000$ με σκοπό τα χρήματα αυτά να φτάσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στους Κόντρας.
Η «αποκάλυψη» του σκανδάλου
Όλα βγήκαν στην δημοσιότητα όταν τον Νοέμβριο του 1986 το λιβανέζικο περιοδικό Ash-Shiraa, επικαλούμενο ιρανική πηγή, αποκάλυψε την συμφωνία για την «αντάλλαγή όπλων – ομήρων».
Ο Ρήγκαν επέμεινε σε δηλώσεις του ότι η μόνη του έγνοια ήταν οι όμηροι. Αρχικά είχε πει πως όλα έγιναν εν αγνοία του – παρά το γεγονός ότι το Ισραήλ είχε ζητήσει την έγκριση από την ανώτατη αρχή των ΗΠΑ και της πληθώρας εγγράφων που τον εμφανίζουν να γνώριζε. Δεν παραδέχτηκε ποτέ πως ήξερε για την σύνδεση της υπόθεσης με τους Κόντρας.
Μια δεκαετία αργότερα, η εφημερίδα San Jose Mercury News δημοσιεύει την έρευνα του δημοσιογράφου Γκάρι Γουεμπ*, που στην ουσία καθιστούσε υπεύθυνη για την «επιδημία του κρακ» της δεκαετίας του 1980 την CIA.
Μετά τα άρθρα του Γουέμπ, ο Εισαγγελέας, Φρέντερικ Χιτζ, κατέθεσε ότι η έρευνά του έδειξε πως η CIA εργάστηκε με «μια ποικιλία ανθρώπων» προκειμένου να βοηθήσει τους δεξιούς αντάρτες. «Σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει ότι η CIA απέρριψε συνεργασία με εμπόρους ναρκωτικών», είπε ο Χιτζ.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο Γουέμπ, κάτοχος Πούλιτζερ, βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στις 20 Δεκεμβρίου του 2004. Η πρώην σύζυγός του δήλωσε πως είχε κατάθλιψη και αυτοκτόνησε. Ο Μανουχερ Γκορμπανιφάρ, το 2003 βρέθηκε στο Πεντάγωνο ως «ειδικός σύμβουλος» για την επέμβαση στο Ιράκ.
Το «μάθημα» και το «πάθημα»
Σύμφωνα με μια μελέτη του Κρις Λιούις, διδακτορικού φοιτητή του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, το σκάνδαλο του Watergate, που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης του Ρίτσαρντ Νίξον, έγινε «μάθημα» για τους μετέχοντες του Irangate: Κατέστρεψαν όλα τα στοιχεία που θα συνέδεαν τον Λευκό Οίκο με μια ευρύτερη συνωμοσία με εγκληματικές προεκτάσεις και ποινικές ευθύνες. Βρήκαν άλλοθι για τους υψηλά ιστάμενους – «Ο Πρόεδρος δεν ήξερε». Αρνήθηκαν ότι ενεπλάκησαν σε εγκλήματα, που «δεν ήταν εγκλήματα». Ομολόγησαν ότι διέπραξαν εγκληματικές πράξεις που «δεν ήταν εγκλήματα αλλά πολιτική παρεξήγηση».
Αν και η Ειδική Εξεταστική Επιτροπή του Κογκρέσου για το Irangate είχε αρκετά στοιχεία για την καθαίρεση του Ρήγκαν θεωρήθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν έπρεπε να γίνει για να μην προκύψει μια «δεύτερη αποτυχημένη Προεδρία μετά τον Νίξον και το Watergate». Στην κοινή γνώμη έμεινε η εντύπωση ότι ο Ρήγκαν ήταν υπεύθυνος για το σκάνδαλο αλλά κατάφερε να υποβαθμίσει τις ευθύνες του σε αντίθεση με τον Νίξον.
Παρόλα αυτά, οι Ρεπουμπλικάνοι δεν φαίνεται να συγχώρεσαν στους Δημοκρατικούς ότι μέχρι τελευταίας στιγμής «χτυπούσαν» αυτές τις ευθύνες – κάτι που θεωρούσαν αιτία της ήττας στις εκλογές του 1992 του Τζωρτζ Μπους από τον Μπιλ Κλίντον. Έτσι από την πρώτη κιόλας ημέρα της Προεδρίας του, Ρεπουμπλικάνοι ερευνούσαν τον Κλίντον για τυχόν «ατασθαλίες» στα οικονομικά της προεκλογικής του εκστρατείας. Ανήμποροι να το καταφέρουν, έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στην παράνομη σχέση του με την Μόνικα Λεβίνσκι – κάτι που έμεινε να ονομάζεται στους κύκλους τους ως «Monica-gate».