Η Αλεξανδρούπολη γιορτάζει την απελευθέρωση της επισήμως στις 14 Μαΐου, μετά την λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου που για την Ελλάδα επικυρώθηκε με τις Συνθήκες του Νεϊγύ και των Σεβρών.
Ωστόσο, η ιστορία έχει «άλλη άποψη» καθώς η πρώτη φορά που απελευθερώθηκε η Αλεξανδρούπολη από τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις χρονολογείται στις 12 Ιουλίου του 1913, με πρωταγωνιστή το Πολεμικό Ναυτικό υπό την ηγεσία του εμβληματικού Κουντουριώτη.
Τι είχε προηγηθεί
Με την έναρξη του Β‘ Βαλκανικού Πολέμου , ο Στόλος με Αρχηγό τον Υποναύαρχο Γεώργιο Κουντουριώτη έχει αναπτυχθεί στο Βόρειο Αιγαίο.
Στις 25 Ιουνίου και ενώ το Θ/Κ ΑΒΕΡΩΦ ήταν αγκυροβολημένο στη Θάσο, ήρθε η πληροφορία ότι το Βουλγαρικό πολεμικό σκάφος ΜΠΕΛΟΜΟΡΕΤΣ αγνώστων λοιπών στοιχείων, βρισκόταν στον λιμένα Δεδέαγατς, οπότε διατάχθηκε το Επίτακτο Οπλιταγωγό ΜΥΚΑΛΗ να πλεύσει εκεί και να το συλλάβει. Όταν αυτό κατέπλευσε στα πρόσγεια του Δεδέαγατς ζήτησε πλοηγό για να προκαλέσει την έξοδό του ΜΠΕΛΟΜΟΡΕΤΣ.
Το δε Α/Τ ΣΦΕΝΔΟΝΗ προσπάθησε να προσεγγίσει στα 2.5 νμ αλλά δέχθηκε πυρά άνευ όμως αποτελέσματος οπότε και απομακρύνθηκε. Η ΜΥΚΑΛΗ παρέμεινε στην περιοχή περιπολώντας ώστε να εντοπιστεί έγκαιρα η πιθανολογούμενη υποχώρηση των Βουλγάρων από το Δεδέαγατς.
Στις 26 Ιουνίου και ενώ περιπολούσε μαζί με το Θ/Κ ΨΑΡΑ τα δύο πλοία δέχθηκαν βολές πυροβόλου . Όμως δεν απάντησαν στα πυρά για να μην πλήξουν άμαχο Ελληνικό πληθυσμό.
Η προετοιμασία για την απελευθέρωση
Στις 3 Ιουλίου 1913 ο Κωνσταντίνος διατάζει τον Κουντουριώτη να γίνει αναγνώριση ακτών ώστε να βρεθεί κατάλληλο σημείο για απόβαση με σκοπό την κατάληψη του Δεδέαγατς.
Η αποστολή ανατέθηκε στο Α/Τ ΛΟΓΧΗ το οποίο αν και δέχθηκε βολές πυροβόλων ξηράς από την περιοχή την Μαρώνειας μπόρεσε να την ολοκληρώσει επιτυχώς, εντοπίζοντας ως καταλληλότερη ακτή αυτή της Αγ. Παρασκευής.
Στις 9 Ιουλίου 1913 πάλι έρχονται πληροφορίες στο Επιτελείο του Κουντουριώτη ενώ είναι αγκυροβολημένοι με τον ΑΒΕΡΩΦ στην Καβάλα, ότι οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν το Δεδέαγατς.
Αποστέλλεται το Α/Τ ΙΕΡΑΞ να πλεύσει το δυνατόν πλησιέστερα στις ακτές της πόλης ώστε να επιβεβαιώσει το γεγονός. Στις 10 Ιουλίου 1913 ο ΙΕΡΑΞ απάντησε αρνητικά οπότε διατάχθηκε και την επομένη να περιπλεύσει τις ακτές από Μάκρη έως Δεδέαγατς σε απόσταση 1 νμ .
Κατά την περιπολία του της 11 Ιουλίου στις 03:00 μία λέμβος πλησίασε τον ΙΕΡΑΚΑ και έδωσε την πληροφορία ότι οι Βούλγαροι είχαν εγκαταλείψει την πόλη. Με νεώτερο τηλεγράφημά του ο ΙΕΡΑΞ αναφέρει ότι κατά την αποχώρησή τους οι Βούλγαροι έβαλαν φωτιά σε αποθήκες και κινδύνευε η πόλη.
Η διαταγή για την απελευθέρωση
Ο Κουντουριώτης ραδιοτηλεγραφεί στον Κωνσταντίνο για τις εξελίξεις, διατάζει τα Θωρηκτά ΣΠΕΤΣΑΙ και ΥΔΡΑ καθώς και το Α/Τ ΑΣΠΙΣ να πλεύσουν και να αγκυροβολήσουν μαζί με την ΙΕΡΑΚΑ έξωθεν του λιμένος Δεδέαγατς και ταυτόχρονα αποπλέει στις 13:00 της 11ης Ιουλίου με τον ΑΒΕΡΩΦ , και τα Αντιτορπιλλικό ΘΥΕΛΛΑ και ΝΕΑ ΓΕΝΕΑ.
Κατά τον πλου του ΑΒΕΡΩΦ προς το Δεδέαγατς ο Αβέρωφ εισήλθε στο ναρκοπέδιο που είχαν ποντίσει οι Βούλγαροι και παραλίγο να προσκρούσει σε νάρκη, όταν πέρασε μόλις 5μ πλησίον αυτής . Την 19:30 της ίδια μέρας η μοίρα του ΑΒΕΡΩΦ αγκυροβόλησε στον όρμο Δεδέαγατς μαζί με τα ήδη αγκυροβολημένα Θ/Κ ΣΠΕΤΣΑΙ, ΥΔΡΑ και Α/Τ ΙΕΡΑΞ και ΑΣΠΙΣ.
Στις 21:00 μία ατμάκατος του ΑΒΕΡΩΦ έφερε στο πλοίο τον Μητροπολίτη Αίνου Ιωακείμ καθώς ήταν η μόνη αρχή στην περιοχή ώστε να ληφθούν πληροφορίες και να γίνουν οι απαραίτητες συνεννοήσεις .
Έτσι φτάνουμε στην πολυπόθητη απελευθέρωση, όταν στις 05.00 π.μ. της 12ής Ιουλίου αγήματα από τα πλοία του Στόλου αποβιβάζονται και παρελαύνουν στους δρόμους της πόλης.
Έπειτα κατάκλυσαν στους στρατώνες όπου τους προσφέρθηκαν τρόφιμα και μπύρα. Στρατιωτικός Διοικητής ανέλαβε ο Πλωτάρχης Στυλιανός Μαυρομιχάλης ΒΝ και υποδιοικητής ο Ανθυποπλοίαρχος Παναγιώτης Βανδώρος ΒΝ.
Οι πρώτες εντυπώσεις και αντιδράσεις
Όπως περιγράφει ο ίδιος : “Μας έκαμε μεγάλην εντύπωσιν ότι κατά την υπό των Βουλγάρων κατοχήν της πόλεως –ελληνικής πλην μερικών οικιών εις την βορείαν συνοικίαν όπου εξηκολούθουν να κατοικούν ολίγαι βουλγαρικαί οικογένειαι– είχον αντικατασταθή οι επιγραφαί των καταστημάτων διά βουλγαρικών και δη με βουλγαρικάς καταλήξεις, επληροφορήθημεν δε ότι είχον αρχίσει να αποξέουν και τας επιγραφάς των επιτυμβίων πλακών προς αντικατάστασιν των διά βουλγαροκαταλήκτων.”
Με την αποβίβαση του Αγήματος, εντοπίστηκε και το μοναδικό Βουλγαρικό πλοίο στο Αιγαίο το ΜΠΕΛΟΜΟΡΕΤΣ το οποίο αποδείχθηκε ότι ήταν ένα μικρό ρυμουλκό λιμένος αγορασμένο από έναν Εβραίο επιχειρηματία στη Θεσσαλονίκη, το οποίο μάλιστα είχε επικαθήσει στο λιμάνι και είχε τεθεί εκτός.
Το προσωπικό της μηχανής των πλοίων επισκεύασε τις ζημιές που είχαν προκληθεί στο σιδηροδρομικό υλικό της περιοχής (Μηχανές, βαγόνια γραμμές, κλειδιά). Μάλιστα βρέθηκε και ο πολυτελής συρμός που είχε δωρίσει ο Αυτοκράτορας της Γαλλίας Ναπολέων ο ΙΙΙ στον σουλτάνο Μουράτ. Σήμερα μπορεί κανείς να τον δει στο Σιδηροδρομικό Μουσείο στην Αθήνα.
Παράλληλα ένα άγημα από το Α/Τ ΑΕΤΟΣ αποβιβάστηκε στην Μάκρη όπου και από εκεί είχαν αποχωρήσει οι Βούλγαροι. Οι δε υποπρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων επιβιβάστηκαν στον ΑΒΕΡΩΦ όπου επισκέφτηκαν τον Αρχηγό Στόλου.
Πηγή: thrakipress