Πολωνία, 13 Δεκεμβρίου 1981. Ήταν μία κρύα, αλλά ηλιόλουστη μέρα στη Βαρσοβία, ιδανική για μία βόλτα με τα παιδιά στο παγοδρόμιο ή για τον εκκλησιασμό, λίγες εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα.
Όσοι κατέβηκαν στους χιονισμένους δρόμους για να πάρουν το λεωφορείο, τρόμαξαν και γύρισαν πίσω, για να κλειδωθούν στα σπίτια τους.
Αντί για λεωφορεία, είχαν εμφανιστεί τεθωρακισμένα του πολωνικού στρατού. Ένοπλοι φρουροί τοποθετήθηκαν σε κυβερνητικά κτίρια και άλλα στρατηγικά σημεία.
Τηλεοπτικό διάγγελμα του Γιαρουζέλσκι
Όσοι προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με συγγενείς και φίλους για να μάθουν τι συμβαίνει, απογοητεύθηκαν γρήγορα. Οι τηλεφωνικές γραμμές στην Πολωνία είχαν κοπεί. Κάποιοι άνοιξαν την τηλεόραση για να μάθουν τα νεότερα. Είδαν έναν στρατηγό, τον «επικεφαλής του κόμματος και της κυβέρνησης» Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι, να ανακοινώνει την επιβολή στρατιωτικού νόμου.
«Η πατρίδα μας βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Ώρες και όχι ημέρες μας χώριζαν από μία εθνική καταστροφή», ανέφερε ο συνοφρυωμένος στρατηγός, επιρρίπτοντας στο αντιπολιτευόμενο συνδικάτο «Αλληλεγγύη» την ευθύνη για την επαπειλούμενη κατάρρευση της Πολωνίας.
Υπό την ηγεσία του Λεχ Βαλέσα το συνδικάτο είχε αρχίσει την απεργιακή του δράση στα ναυπηγεία της Βαλτικής, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Αναγνωρίστηκε από τις πολωνικές αρχές, με αποτέλεσμα να επικρατήσει μία δυαρχία στην Πολωνία. Από τη μία πλευρά ένα συνδικάτο με εμφανή αντικομμουνιστικό χαρακτήρα, που γρήγορα εξελίχθηκε σε πανεθνικό κίνημα με περισσότερα από δέκα εκατομμύρια μέλη, επεκτείνοντας συνεχώς τις κινητοποιήσεις του. Για ένα «Καρναβάλι της Ελευθερίας» έκαναν λόγο οι σχολιαστές της εποχής.
Από την άλλη πλευρά ένα αδύναμο κυβερνών κόμμα, το Ενωμένο Εργατικό Κόμμα της Πολωνίας (PVAP) που μόνο ενωμένο δεν ήταν, αλλά δεν ήθελε να μοιραστεί – πόσο μάλλον να αποκηρύξει – το μονοπώλιο της εξουσίας. Η οικονομία είχε καταρρεύσει. Τρόφιμα διανέμονταν με το δελτίο, όπως στον πόλεμο. Τραγικές εικόνες της εποχής ήταν τα άδεια ράφια στα καταστήματα και τα χαμόγελα των ανθρώπων που «κατάφερναν» να γυρίσουν στο σπίτι με ένα χαρτί υγείας ή άλλα είδη πρώτης ανάγκης.
Ο ρόλος και οι πιέσεις της Μόσχας
Στη Μόσχα οι «σύντροφοι» ήταν δυσαρεστημένοι με τις εξελίξεις στην Πολωνία. Κοινά στρατιωτικά γυμνάσια του Συμφώνου της Βαρσοβίας τον Δεκέμβριο του 1980, αλλά και την άνοιξη του 1981, θύμιζαν τις προετοιμασίες για εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία το 1968 και μάλλον αυτή ήταν η πρόθεση της Μόσχας.
«Πρέπει να ασκούμε συνεχώς πιέσεις» έλεγε ο τότε Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ), σύμφωνα με τα πρακτικά συνεδρίασης του Πολιτικού Γραφείου στις 16 Απριλίου 1981. Μέχρι σήμερα οι απόψεις των ιστορικών διίστανται για το αν πράγματι οι Σοβιετικοί προετοίμαζαν στρατιωτική εισβολή ή απλώς ήθελαν να εκφοβίσουν τους Πολωνούς «συντρόφους».
Καθώς το κομμουνιστικό καθεστώς δεν μπορούσε πλέον να ελέγξει την «Αλληλεγγύη», σήμανε η ώρα του στρατού. 70.000 στρατιώτες και 1.750 τεθωρακισμένα βρέθηκαν στους δρόμους τα ξημερώματα της 13ης Δεκεμβρίου 1981.
Αρχικά ο Γιαρουζέλσκι ορίστηκε «πρόεδρος της κυβερνήσεως», στη συνέχεια ανέλαβε τα ηνία του κόμματος και τελικά συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στα χέρια του, διορίζοντας παντού ένστολους και έμπιστους συνεργάτες. Οι στρατιωτικοί επέβαλαν νυχτερινή απαγόρευση της κυκλοφορίας, ενώ απαγόρευσαν διαδηλώσεις και πολιτικές συναθροίσεις.
Μέσα σε λίγες ώρες από την κήρυξη στρατιωτικού νόμου συνελήφθησαν 3.000 ακτιβιστές της «Αλληλεγγύης», μεταξύ αυτών ο Λεχ Βαλέσα και όλα τα υπόλοιπα ηγετικά στελέχη. Η «Αλληλεγγύη» απαγορεύθηκε και στη συνέχεια διαλύθηκε. Ωστόσο, για κάποιο διάστημα συνέχισε να κινητοποιεί ομάδες δράσεις σε εργοστάσια και ορυχεία, που προέβαλαν αντίσταση στη στρατιωτική χούντα.
Οι πιο σφοδρές συγκρούσεις έγιναν τον Δεκέμβριο του 1981 στο ανθρακωρυχείο Βούγιεκ κοντά στο Κάτοβιτς, με τις δυνάμεις ασφαλείας να πυροβολούν εν ψυχρώ εννέα διαδηλωτές.
Η «πύρρειος νίκη» των στρατιωτικών
Σε σύντομο χρονικό διάστημα η χούντα κατάφερε να αποκαταστήσει την εξουσία του «παλαιού συστήματος». Μέχρι τα τέλη του 1982 σχεδόν 10.000 άνθρωποι είχαν τεθεί υπό κράτηση. Τον Ιούλιο του 1983 το καθεστώς αποφάσισε την άρση του στρατιωτικού νόμου. Αλλά η Πολωνία είχε περιέλθει σε οικονομική και κοινωνική παράλυση. Το κρατικό χρέος έφτανε το ασύλληπτο για την εποχή ποσό των 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, ιδιαίτερα οι πιο νέοι, εκμεταλλεύθηκαν κάθε δυνατή ευκαιρία για να φύγουν στο εξωτερικό, με κύριο προορισμό τη Δυτική Γερμανία.
Μία σειρά από δολοφονίες με πολιτικά κίνητρα, όπως εκείνη του ιερέα Γιέρζι Ποπιελούσκο, τον οποίο σκότωσαν πράκτορες του υπουργείου Εσωτερικών, συγκλόνισαν την κοινή γνώμη.
Έπρεπε να αλλάξουν οι διεθνείς ισορροπίες, για να ανθήσει πάλι η ελπίδα στην Πολωνία. Το 1985 ανέλαβε τα ηνία του Κρεμλίνου ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Η πολιτική της Περεστρόϊκα («Ανασυγκρότηση») και της Γκλασνόστ («Διαφάνεια») που ακολούθησε, έδωσε περιθώρια ελιγμών και στην πολωνική αντιπολίτευση. Δύο νέα κύματα απεργιακών κινητοποιήσεων το 1988 απέδειξαν ότι η «Αλληλεγγύη» μπορεί να ήταν λαβωμένη, αλλά παρέμενε ζωντανή. Ένα ιστορικό βήμα έγινε το 1989: Το καθεστώς αποδέχθηκε την «Αλληλεγγύη» και κάθισε μαζί της σε ένα «Στρογγυλό Τραπέζι» για να δρομολογήσει τις πρώτες ημι-ελεύθερες βουλευτικές εκλογές σε ολόκληρο το ανατολικό μπλοκ. Οκτώ χρόνια μετά τη φυλάκισή του ο σύμβουλος της «Αλληλεγγύης» Ταντέους Μαζοβιέτσκι εξελέγη πρωθυπουργός. Έναν χρόνο αργότερα ο Λεχ Βαλέσα αναδείχθηκε πρόεδρος της Πολωνίας.
Προδότης ή ήρωας;
Μέχρι τον θάνατο του Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι, το 2014, οι διαφωνίες για τον ρόλο του στη ζοφερή δεκαετία του ’80 δεν έλεγαν να κοπάσουν. Για πολλούς ήταν ένας προδότης, που δεν δίστασε να κατεβάσει στους δρόμους τα τανκς απέναντι στον ίδιο τον λαό του, για να διασώσει την παντοδυναμία του κόμματος. Για άλλους όμως ήταν ένας ήρωας, καθώς απέτρεψε μία σοβιετική εισβολή, που θα προκαλούσε λουτρό αίματος στην Πολωνία.
Το 2011 ο Βαλέσα επισκέφθηκε τον βαριά άρρωστο Γιαρουζέλσκι στο νοσοκομείο και του έδωσε το χέρι. Σε συνέντευξή του προς την Deutsche Welle ο Βαλέσα δηλώνει ότι και ο στρατηγός ήταν πατριώτης, αλλά με τον δικό του τρόπο. «Δεν πολεμούσα τον Γιαρουζέλσκι, πολεμούσα το σύστημα», λέει ο ηγέτης της «Αλληλεγγύης». Όσο για τον ίδιο τον Γιαρουζέλσκι, αποφάσισε να ζητήσει γραπτώς συγγνώμη από τον πολωνικό λαό. Στο τελευταίο βιβλίο του έγραψε: «Παρακαλώ να με συγχωρήσετε για τις καθοριστικές συνέπειες που είχε ο στρατιωτικός νόμος. Ήταν η μοναδική διέξοδος και αποδείχθηκε ότι είχε νόημα. Ήταν το μη χείρον. Αλλά ακόμη και αυτό ήταν κακό».
Πηγή: DW / Γιάτσεκ Λέπιαζ