Για πλήρη ετοιμότητα απέναντι σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο ατύχημα στο Αιγαίο, που θα πυροδοτήσει πιθανή ανεξέλεγκτη κλιμάκωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις διαβεβαίωσε ο Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας Δημήτρης Βίτσας.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ανέφερε πως πρέπει να θέτουμε τα προβλήματα στις πραγματικές τους διαστάσεις: “ Τα συμπεράσματα που εξάγουμε πατάνε σε συγκεκριμένα δεδομένα και πολύ περισσότερο η δική μας στάση, είναι σοβαρή και πάνω από όλα αποτελεσματική. Το τι θεωρούν ως σοβαρό οι Τούρκοι αξιωματούχοι, θα πρέπει να το περνάμε από διπλό πρίσμα, το ένα είναι η εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία και το άλλο η κατάσταση στο περίγυρό της».
Για το ενδεχόμενο κλιμάκωσης μια κρίσης με την Τουρκία, ο ΑΝΥΕΘΑ ανέφερε κατηγορηματικά:
«Ένα ατύχημα στο Αιγαίο δεν μπορεί να πυροδοτήσει από μόνο του ανεξέλεγκτη κλιμάκωση, παρά μόνο αν το ατύχημα το επιζητούσαν κάποιοι. Άρα εμείς πρέπει να είμαστε, και είμαστε, έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε οποιοδήποτε σενάριο έντασης, όχι γιατί αυτή θα προκληθεί από ένα ατύχημα αλλά γιατί το όποιο ατύχημα μπορεί να ενταχθεί σε στρατηγική έντασης στο Αιγαίο. Βέβαια, εμείς παίρνουμε τα μέτρα μας, ώστε να μην υπάρχουν ατυχήματα αλλά σε καμία περίπτωση δεν αφήνουμε ακάλυπτα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα σε ξηρά, θάλασσα και αέρα. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι αυτό γίνεται με τον καλύτερο τρόπο και έχει αποτέλεσμα»
Αναφορικά με το ειδικό μισθολόγιο των στρατιωτικών ο κ Βίτσας τόνισε τα εξής:
«Από την πλευρά του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας είμαστε έτοιμοι αλλά το θέμα των ειδικών μισθολογίων είναι ευρύτερο και εντάσσεται σε ρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση στο πλαίσιο της γενικότερες δημοσιονομικής αναπροσαρμογής. Αυτό που μπορώ να σας πω, από τη θέση που βρίσκομαι, είναι ότι όσοι σήμερα υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις δεν θα δουν περαιτέρω μειώσεις. Αντίθετα κάνουμε κάθε προσπάθεια να ενισχύσουμε τις μη μισθολογικές απολαβές των στελεχών, που όμως έχουν θετικό οικονομικό αποτέλεσμα, όπως ο εξορθολογισμός του συστήματος μεταθέσεων, η διεύρυνση των προγραμμάτων στέγασης και διακοπών των στελεχών και των οικογενειών τους».
Στο φλέγον ζήτημα της εξηγυανσης της εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας και το σχεδιασμό για τα ΕΑΣ, την ΕΑΒ, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και Ελευσίνας, ο ΑΝΥΕΘΑ δήλωσε:
«Για εμάς η προσέγγιση του όλου θέματος της αμυντικής βιομηχανίας ξεκινάει από την ανελαστική παραδοχή, ότι δεν μπορεί να υπάρχει επαρκής αμυντική κάλυψη της χώρας χωρίς εγχώρια αμυντική βιομηχανία, είτε αυτή είναι κρατική, είτε υπό κρατικό έλεγχο είτε είναι ιδιωτική. Η αμυντική βιομηχανία αποτελεί παράγοντα της αποτρεπτικής ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων. Πρώτο μας μέλημα, που ήδη το έχουμε πετύχει, είναι η αποτροπή του ξαφνικού θανάτου. Για τα ΕΑΣ εξασφαλίσαμε ανακεφαλαίωση των χρεών ώστε με λυμένα χέρια να βγουν στη διεθνή αγορά. Για την ΕΑΒ εξασφαλίσαμε ενίσχυση του προσωπικού της ώστε να μπορεί να φέρει σε πέρας τις υποχρεώσεις της. Στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, το Πολεμικό Ναυτικό τα κρατάει ζωντανά ώστε να μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, όταν λυθούν τα άλλα ζητήματα. Στα Ναυπηγεία Ελευσίνας επίσης το Πολεμικό Ναυτικό έχει καθοριστική συμβολή στη συνέχιση της λειτουργίας τους. Η ελληνική ναυπηγική βιομηχανία έχει λαμπρές προοπτικές και βλέπω πως τα πράγματα γίνονται όλο και πιο ελπιδοφόρα».
Τέλος αναφορικά με το δημοσιονομικό ζήτημα ο κ. Βίτσας ανέφερε:
«O στόχος μας είναι σαφής. Το 2018 να έχει ολοκληρωθεί το πρόγραμμα, η χώρα να έχει βγει από την επιτροπεία και να υπάρχει για την Ελλάδα ευρωπαϊκή “κανονικότητα”. Σε χρόνο παρόντα αυτό σημαίνει: να κλείσει με επιτυχία η δεύτερη αξιολόγηση, χωρίς νέα επώδυνα μέτρα για τον λαό και με ανοιχτό μονοπάτι για την ρύθμιση-απομείωση του χρέους. ‘Αρα το μεν ΔΝΤ πρέπει να σταματήσει να κωλυσιεργεί και να αποφασίσει αν θα παραμείνει ή όχι στο πρόγραμμα και οι δανειστές από την Ευρώπη ή μέρος των δανειστών που στέκεται αρνητικά, να αποδεχθούν την έως τώρα επιτυχημένη πορεία και να μην σύρουν την Ευρώπη σε μια νέα κρίση. Τα έως τώρα επιχειρήματα που έχω ακούσει, βρίθουν αντιφάσεων και δεν δικαιολογούνται με βάση τα τεχνοοικονομικά δεδομένα. Άρα θεωρώ πως το ζήτημα δεν αφορά «συμπεριφορά» αλλά πολιτικο-οικονομικές στοχεύσεις. Λύση, απάντηση και δικλείδα ασφαλείας σ’ αυτό αποτελεί η παραπομπή του θέματος σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο και αυτό επιδιώκουμε».