Γράφει ο Κωνσταντίνος Φίλης
Δ/ντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ έλαβε χώρα σε μία κρίσιμη καμπή για την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται η χώρα μας. Παράλληλα, η εμμονή του Βερολίνου σε μία οικονομική πολιτική που παράγει ύφεση και ανεργία και στρέφει τις κοινωνίες σε βάρος του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, δυσχεραίνει έτι περαιτέρω την κατάσταση.
Η Αθήνα στη σχέση της με την Ουάσιγκτον κινείται εδώ και καιρό στο τρίπτυχο:
Α. Υιοθέτηση από πλευράς ΕΕ (ειδικότερα του Βερολίνου) του αμερικανικού μοντέλου με μεγαλύτερη παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας και τύπωμα χρήματος, επενδύσεις και ανάπτυξη
Β. Στήριξη της Ελλάδας μέσω του ΔΝΤ αφενός ως προς την απρόσκοπτη χρηματοδότηση και αφετέρου για τη χαλάρωση ενός ασφυκτικού και αναποτελεσματικού προγράμματος (αν κριθεί αναγκαίο)
Γ. Αναγνώριση του σταθεροποιητικού ρόλου της χώρας μας σε μία εύθραστη περιφέρεια.
Ως προς τα Α και Β, το ζητούμενο είναι αν και κατά πόσο οι ΗΠΑ μπορούν να διαφοροποιήσουν τις γερμανικές θέσεις. Πάντως, δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες: για όσο δεν διακυβεύονται τα αμερικανικά συμφέροντα, η Ουάσιγκτον δεν θα πλήξει τις σχέσεις της με τη χώρα που θεωρεί ότι εν πολλοίς διαφεντεύει τις τύχες της Ευρώπης. Θα το πράξει μόνο όταν η ευρωπαϊκή ύφεση αγγίξει τις προσπάθειες των ΗΠΑ να ανακάμψουν οικονομικά. Πάντως, η δημόσια δήλωση του αμερικανού προέδρου για την ανάγκη να υπερβούμε την εμμονή με τη λιτότητα ήταν, τηρουμένων των αναλογιών (εφόσον έπονται σε λίγες εβδομάδες οι γερμανικές εκλογές), μία πολύ θετική τοποθέτηση με συγκεκριμένους αποδέκτες.
Σε ότι αφορά το Γ οφείλουμε πρωτίστως να δούμε τα πεδία που μπορούμε να καταστούμε χρήσιμοι για τους ισχυρούς δρώντες (εντός και εκτός περιοχής), προκειμένου να «δέσουμε» τις σχέσεις μας υπό το κοινό συμφέρον, που ποικίλει ανάλογα την περίπτωση. Το γεγονός ότι η Τουρκία συνομιλεί με σχεδόν όλες τις μεγάλες δυνάμεις τόσο για διεθνή όσο και περιφερειακά ζητήματα, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που πιθανόν να θελήσει να εξαργυρώσει τις υπηρεσίες της σε ανταλλάγματα στο Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά, πρέπει να μας διατηρεί σε μόνιμη επαγρύπνηση.
Ναι μεν η χρησιμότητα της Άγκυρας είναι αδιαμφισβήτητα μεγαλύτερη της δικής μας στις ευρύτερες ανακατατάξεις που συντελούνται στη Μέση Ανατολή (Συρία, Ιράκ και Ιράν), εντούτοις, στο ενεργειακό (και τις προεκτάσεις του) η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει λόγο και ρόλο.
Ενόψει της ελληνικής προεδρίας, μπορούμε να αναλάβουμε πρωτοβουλίες με ευρωπαϊκό πρόσημο, καταδεικνύοντας αφενός την προσήλωση μας στις ανάγκες της Ένωσης, αφετέρου την ικανότητα μας να συν-διαμορφώνουμε τις περιφερειακές εξελίξεις προς όφελος της ΕΕ. Εντός του εν λόγω πλαισίου θα πρέπει να αναδείξουμε τη σημασία της Ανατολικής Μεσογείου για την ασφάλεια τροφοδοσίας της Ευρώπης και να «κουμπώσουμε» σε αυτή την προοπτική τον καθοριστικό ρόλο Κύπρου και Ελλάδας, τόσο χάριν ωριμότητας επιχειρηματικών σχεδίων όσο και της ευρωπαϊκής τους ταυτότητας.
Η προχωρημένη συνεργασία ενός κράτους-μέλους, όπως η Κύπρος, σε πρώτη φάση με το Ισραήλ, και ακολούθως με άλλα κράτη της περιοχής την καθιστά ένα ελκυστικό προμηθευτή, ενώ η «προβλέψιμη» Ελλάδα αποδυναμώνει αισθητά τον μονοπωλιακό ρόλο της Τουρκίας ως κόμβου μεταφοράς για όλα τα μη ρωσικά σχέδια του νότιου ευρωπαϊκού ενεργειακού διαδρόμου, δημιουργώντας μία περισσότερο αξιόπιστη εναλλακτική για τη διαμετακόμιση αερίου.
Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να κινηθούμε υπερβατικά και πέρα από αποκλεισμούς ώστε να μη δώσουμε άλλοθι σε όποιους επιθυμούν να αυτοαποκλειστούν, να το πράξουν επιχειρηματολογώντας σε βάρος μας. Εδώ, όμως, χρειαζόμαστε μία ξεκάθαρη απάντηση (που δεν έχουμε λάβει) στο ερώτημα πώς οραματίζονται οι ΗΠΑ την εξισορρόπηση των διαφορών προκειμένου να αποφύγουν κλυδωνισμούς που θα θέσουν σε αμφισβήτηση την ικανότητα τους να ορίζουν τα δρώμενα.
Και το Κυπριακό ενδεχομένως να αποτελέσει το μοντέλο/υπόδειγμα. Θα επιλεγεί η αναγκαστική συνεννόηση με πρόφαση την ανάγκη επίλυσης ώστε να απολαύσουν αναλογικά οι δύο κοινότητες τα οφέλη του ενεργειακού πλούτου ή προϋπόθεση για τα επόμενα βήματα είναι η υιοθέτηση μίας πιο υπεύθυνης και μακρυά από απειλές και αμφισβητήσεις ατζέντας από πλευράς Τουρκίας; Διότι οι συνθήκες για να επανεκκινήσει η διαπραγμάτευση Ελληνοκυπρίων-Τουρκοκυπρίων, ενώ η Άγκυρα προβαίνει συνεχώς σε επιθετικές ενέργειες, υπονομεύουν τις επικείμενες συνομιλίες. Στην προτροπή Ομπάμα η Ελλάδα να αποδείξει το σταθεροποιητικό της ρόλο υποβοηθώντας στη λύση του Κυπριακού εμπεριέχεται μία παγίδα: εμείς για να είμαστε αρεστοί και «υπεύθυνη» δύναμη στην περιοχή να συνδέσουμε την επιτυχή έκβαση του Κυπριακού με την αποτελεσματικότητα της ελληνικής κυβέρνησης να επηρεάσει δραστικά θετικά τη Λευκωσία, ενώ η Τουρκία, αρκούμενη στον ειδικό ρόλο που της έχουν προσδώσει οι ΗΠΑ, χάριν του οποίου απολαμβάνει μεγαλύτερης ασυλίας, να συνεχίζει να τορπιλίζει το κλίμα, πιέζοντας τεχνηέντως την Κυπριακή Δημοκρατία να αποδεχθεί λύσεις, διαφορετικά θα βρεθεί αντιμέτωπη με το φάσμα της αποσταθεροποίησης.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη της αμερικανικής στήριξης, η οποία, μάλιστα, κατά το παρελθόν έχει τουλάχιστον δύο φορές αποδειχθεί καθοριστική. Οι Αμερικανοί με την ευελιξία τους και την ευρεία αντίληψη των γεωπολιτικών κινδύνων έχουν παρέμβει για να αποτρέψουν δυσμενείς εξελίξεις όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για το σύνολο της Ευρώπης. Ωστόσο, δεδομένων και των περιορισμών στην εξωτερική μας πολιτική, λόγω της εγχώριας κρίσης, η αμερικανική βοήθεια δεν πρέπει να συνδεθεί με τις «καλές υπηρεσίας» μας σε εθνικά θέματα αλλά με την αναγνώριση του ρόλου της Αθήνας ως ενός αξιόπιστου, προβλέψιμου, και εν τέλει χρήσιμου εταίρου έναντι των αβεβαιοτήτων της περιοχής αλλά και αντιπαραβολικά με άλλα κράτη, των οποίων η ατζέντα δυσκολεύει αισθητά τις όποιες προσπάθειες εμπέδωσης ενός κλίματος σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.