Το πρώτο δείγμα της αντιπολιτευτικής τακτικής της ΝΔ στην Εθνική Άμυνα ,επί αρχηγίας Κυριάκου Μητσοτάκη δείχνει συναινετικό. Η εισήγηση του τομεάρχης Άμυνας Γιάννη Κεφαλογιάννη στη Βουλή για το νομοσχέδιο του ΥΠΕΘΑ αυτό δείχνει.
Με αρκετή δόση αυτοκριτικής για τις πελατειακές σχέσεις βουλευτών και πολιτευτών με τους πολίτες που είχαν ως αντικείμενο τις μεταθέσεις οπλιτών αλλά και στελεχών των ΕΔ ο κ.Κεφαλογιάννης αναγνώρισε μεν τις καλές προθέσεις της κυβέρνησης για όσα προβλέπονται στο νομοσχέδιο,εκφράζοντας βέβαια τις επιφυλάξεις και τους προβληματισμούς της ΝΔ για το κατά πόσο ορισμένες διατάξεις του μπορούν να λειτουργήσουν προς τη κατεύθυνση εδραίωσης αισθήματος αξιοκρατείας.
Θα είναι χρήσιμο κυβέρνηση και αντιπολίτευση να συγκρούονται στο τομέα της Άμυνας μέσα σε πλαίσιο ελάχιστης έστω συναίνεσης.
Η εισήγηση του Γιάννη Κεφαλογιάννη στη Βουλή:
“Είναι αλήθεια ότι μέχρι σήμερα η διαδικασία που διέπει τις μεταθέσεις των οπλιτών, των εφέδρων αξιωματικών, των δοκίμων έφεδρων και των πρότακτων, δεν έχει τύχει καμίας νομοθετικής επεξεργασίας.
Οι λόγοι που δεν επέτρεψαν μια παρόμοια πρωτοβουλία δεν είναι πολλοί, το αντίθετο, αν θέλετε τη γνώμη μου, θα μπορούσαν να συνοψιστούν στον εξής έναν: Στη διαχρονική, εκ συστάσεως του, θα τολμούσα να πω, αναγνώριση και παραδοχή από το ελληνικό κράτος ότι η στρατιωτική θητεία μπορεί να αποτελέσει ένα ικανότατο εργαλείο, όχι μόνο για τη αύξηση της ισχύος του στρατεύματος και τη σφυρηλάτηση της εθνικής ταυτότητας αλλά δυστυχώς και για την αναπαραγωγή δεσμών πελατειακού χαρακτήρα ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και τους πολίτες.
Αυτή η δυνατότητα, που διαχρονικά το πολιτικό σύστημα έδινε στον εαυτό του, να ρυθμίζει δηλαδή κυριολεκτικά μέσω της θητείας για ένα σύντομο χρονικό διάστημα τη ζωή και την καθημερινότητα των πολιτών κατά το δοκούν με αντάλλαγμα την εκλογική και πολιτική στήριξη, αποτελεί ακόμη και σήμερα, εν έτει 2016, ένα από τα ελάχιστα «προνόμια» που οι έχοντες κάθε φορά την εξουσία επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους.
Τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής είναι λίγο πολύ σε όλους μας γνωστά. Εδώ και πολύ καιρό ο θεσμός της θητείας έχει χάσει την αξιοπιστία του. Από ένα μεγάλο μέρος των νέων της πατρίδας μας βιώνεται ως μια αναπόφευκτη υποχρέωση, ένα αναγκαίο κακό, χωρίς κανένα ουσιαστικό περιεχόμενο.
Το χρονικό διαστημα της θητείας ενός νεου ανθρώπου γίνεται σημερα αντιληπτό όχι παραγωγικά, όχι δημιουργικά, αλλά σαν μια περιοδος η οποία πρέπει να περάσει όσο πιο ανώδυνα γίνεται, προκειμένου όσοι το υφίστανται να επιστρέψουν το συντομότερο δυνατόν στη κανονική, «φυσιολογική» ζωή ενός πολίτη.
Αυτή την ανάγκη εκμεταλλεύτηκε διαχρονικά το πολιτικό σύστημα, δημιουργώντας σχέσεις εξάρτησης με τους πολίτες μοιράζοντας π.χ. ευνοϊκές μεταθέσεις κοντά στο τόπο προτίμησης των οπλιτών ή απονέμοντας ευνοϊκές ειδικότητες σε ημετέρους.
Πρόκειται για μια νοοτροπία η οποία έχει για τα καλά ριζώσει στην ελληνική κοινωνία, και η οποία έχει εμποτίσει οριζόντια το μεγαλύτερο μέρος της. Μια νοοτροπία η οποία σε αντίθεση με όσα κάποιοι ισχυρίζονται δεν γνωρίζει τις παραδοσιακές διαιρετικές τομές όπως δεξιά ή αριστερά, πλούσιους ή φτωχούς, αστική, μεσαία ή εργατική τάξη.
Η μόνη διαιρετική τομή που την διακρίνει είναι αυτή της πρόσβασης ή μη σε όσους έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν προκειμένου να αλλάξουν την πορεία μιας στρατιωτικής θητείας: βουλευτές, υπουργοί, τοπικοί παράγοντες, στρατιωτικοί, κοινωνικοί φορείς, κομματικές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ο κατάλογος είναι πραγματικά μακρύς.
Για να μείνω στα του οίκου μας νομίζω ότι μόνο απογοήτευση πρέπει να προκαλεί σε πολλούς Βουλευτές το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις το μόνο σημείο επαφής ενός πολιτικού με ένα πολίτη είναι το αίτημα του για μια ευνοϊκή τοποθέτηση ή γενικότερα μια ευνοϊκή μεταχείριση κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
Και μόνο απογοήτευση μπορεί να προκαλεί σε πολλούς από εμάς ότι στο τέλος της ημέρας μπορεί και να κριθούμε από κάποιους πολίτες, θετικά ή αρνητικά, από το γεγονός και μόνο ότι καταφέραμε ή μη να παρέμβουμε και να επηρεάσουμε ή όχι προς το ευνοϊκότερο τη στρατιωτική τους θητεία.
Αυτό το φαύλο κύκλο που αναπαράγει την πελατειακή εξάρτηση, τη μειωμένη αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και την απαξίωση του θεσμού της θητείας πρέπει κάποια στιγμή να το σπάσουμε. Και πρέπει να το κάνουμε, αν μου επιτρέπετε, και για ορισμένους ακόμη λόγους παραπάνω.
Γνωρίζουμε καλά ότι οι δημοσιονομικές δυσκολίες των τελευταίων ετών έχουν κάνει πια για τα καλά την εμφάνιση τους στη δομή και τη λειτουργία του στρατεύματος.
Η στελέχωση των Ενόπλων Δυνάμεων αποτελεί εδώ και αρκετό καιρό ένα υπαρκτό πρόβλημα για τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Εδώ και πολλά χρόνια για παράδειγμα δεν έχει γίνει καμία πρόσληψη επαγγελματιων πολιτών, λόγω των αυστηρών περιορισμών που έχουν τεθεί στις προσλήψεις στο δημοσιο με βάση και τα συμφωνηθέντα που έχει υπογράψει η χώρα μας με τους δανειστές.
Ένας μεγάλος επισης αριθμός στελεχών έχει συνταξιοδοτηθεί ή παραιτηθεί χωρίς η Πολιτεία να έχει προχωρήσει στην ανάλογη αναπλήρωση.
Μια τρίτη αιτία έχει να κάνει με το ίδιο το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Αν μάλιστα αυτό το συνδυάσουμε με τη πολιτική της μείωσης του χρόνου της θητείας πριν από μερικά χρόνια και με το γεγονός ότι η πρόσφατη οικονομική κρίση οδήγησε χιλιάδες νέους να μεταναστεύσουν εκτός Ελλάδος, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί σταδιακά αλλά σταθερά κάθε ΕΣΣΟ παρουσιάζονται όλο και λιγότεροι νεοσύλλεκτοι.
Υπάρχει λοιπόν σαφέστατα ένα ζήτημα μεγιστοποίησης της απόδοσης των κλάσεων.
Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο σκοπεύουμε ως Νέα Δημοκρατία να αξιολογήσουμε το νομοσχέδιο που φέρατε κύριε Υπουργέ προς συζήτηση σήμερα.
Στο αν δηλαδή, υπό την παρούσα δομή του στρατεύματος, η εισαγωγή ενός αντικειμενικού και τυποποιημένου συστήματος μεταθέσεων, όπως ισχυρίζεται ο νομοθέτης, μεγιστοποιεί την δυναμική του, ως προς τους διαθέσιμους υπηρετούντες τη θητεία,
και δεύτερον στο αν επιτυγχάνει να σπάσει αυτό που υπαινίσσεστε τους πελατειακούς δεσμούς που διαχρονικά έχουν αναπτυχθεί γύρω από το σύστημα μεταθέσεων και αποσπάσεων στη θητεία, εισάγοντας μια νέα αντίληψη που αποκαθιστά την αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα στην όλη διαδικασία.
Η γνώμη μας είναι ότι ενώ επί της αρχής η πρόθεση της Κυβέρνησης να θεσπίσει ένα τέτοιο, τυποποιημένο και αντικειμενικό σύστημα είναι σωστή, οι εξαιρέσεις που εισάγει, ο αριθμός των περιπτώσεων που εμπίπτουν σε αυτές, οι ασαφείς διατυπώσεις που υπάρχουν σε πολλά από τα άρθρα του συγκεκριμένου κεφαλαίου είναι τέτοιες που υπονομεύουν εξ αρχής αυτή την προσπάθεια.
Για να το πω καθαρά, έχω την εντύπωση ότι έτσι όπως έχουν δομηθεί οι διατάξεις αυτού του νομοσχεδίου περισσότερο έρχονται να νομιμοποιήσουν μια υφιστάμενη κατάσταση αδιαφάνειας που ενυπάρχει σήμερα γύρω από τις τοποθετήσεις των οπλιτών παρά να την ανατρέψουν.
Δεν ισχυρίζομαι εδώ ότι αυτή είναι η πρόθεση της Κυβέρνησης: Να περιβάλλει δηλαδή με ένα θεσμικό μανδύα τη υφιστάμενη διαδικασία των μεταθέσεων με κάποιες ενδεχομένως αλλαγές προκειμένου να διαιωνιστεί η σημερινή κατάσταση.
Αυτό που προκύπτει από την ανάγνωση του κειμένου είναι περισσότερο μια έλλειψη στόχευσης και μια απουσία ιεράρχησης προτεραιοτήτων.
Ποια είναι για παράδειγμα η κύρια στόχευση από την εισαγωγή ενός αντικειμενικού συστήματος στις μεταθέσεις των οπλιτών; Να καλυφθούν οι επιχειρησιακές ανάγκες του στρατεύματος ή να ελαφρυνθούν από το άγος της θητείας όσοι πληρούν κάποια κοινωνικά κριτήρια;
Αν είναι η πρώτη, τότε ο αριθμός των εξαιρέσεων είναι τέτοιος που σε καμία περίπτωση δεν καλύπτονται οι επιχειρησιακές ανάγκες. Θα πρέπει κατά συνέπεια να επανεξεταστούν, πόσο μάλλον όταν απουσιάζει οποιαδήποτε τεκμηρίωση σε σχέση με τα ποσοτικά δεδομένα αυτών των εξαιρέσεων, πόσους δηλαδή οπλίτες αφορούν, ώστε στη συνέχεια να επιχειρηματολογήσετε ότι καλύπτετε τις υπηρεσιακές ανάγκες.
Αν ο στόχος είναι ο δεύτερος, δηλαδή να εξαιρέσετε κάποιους από το κύριο σύστημα των τοποθετήσεων και των αποσπάσεων που εισάγετε, τότε νομίζω θα πρέπει να το πείτε ξεκάθαρα. Γιατί και αυτό λέει πολλά για την ευρύτερη αντίληψη που έχει αυτή η κυβέρνηση για τη θητεία.
Θα έχουμε την ευκαιρία στη συζήτηση επί των άρθρων να παρουσιάσουμε τις αδυναμίες πολλών από αυτές τις διατάξεις θα ήθελα όμως να αναφερθώ επιδερμικά σε μια μόνο από αυτή σήμερα:
Στην παρ. 2 του άρθρου 1 υπάρχει η πρόβλεψη ότι οι τοποθετήσεις και οι μεταθέσεις αποφασίζονται από τον Υπουργό Εθνικής Αμυνας.
Το ερώτημα που προκύπτει αβίαστα είναι ποια είναι πραγματικά η σκοπιμότητα αυτής της πρόβλεψης; Είναι τόσο σοβαρό το θέμα μιας απλής τοποθέτησης οπλίτη που δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στα χαμηλότερα κλιμάκια και απαιτείται ο έλεγχος από το επίπεδο του Υπουργού ή των «κύκλων» του;
Η γνώμη μας είναι ότι όταν έχεις πειστεί ότι το σύστημα που εισάγεις είναι πραγματικά αντικειμενικό τότε θα πρέπει να το συνοδεύεις και από την έμπρακτη εμπιστοσύνη στο διοικητικό μηχανισμό, εν προκειμένω στα Γενικά Επιτελεία, που θα κλιθούν να το εφαρμόσουν. Κάτι τέτοιο όμως μόνο ως πιθανότητα διαφαίνεται στις υπάρχουσες διατάξεις.
Τώρα, με την εξαίρεση αυτού του κεφαλαίου περί μεταθέσεων οπλιτών, το οποίο αποτελεί και τον κορμό αυτού του σχεδίου νόμου, οι υπόλοιπες διατάξεις εντάσσονται σε αυτό που η Κυβέρνηση ονομάζει κάπως γενικά και αόριστα «μέριμνα προσωπικού και άλλες διατάξεις».
Είναι κατανοητό ότι η απουσία για αρκετό διάστημα κάποιας νομοθετικής πρωτοβουλίας σχετικά με το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων είχε οδηγήσει σε μια συσσώρευση ζητημάτων που επιδέχονται νομοθετικής παρέμβασης.
Καλώς λοιπόν αναλάβατε την πρωτοβουλία να δώσετε λύσεις σε κάποια από αυτά και πολλές μεμονωμένες διατάξεις νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε να τις στηρίξουμε.
Υπάρχουν όμως και πολλές διατάξεις κύριε Υπουργέ με τις οποίες διαφωνούμε ριζικά τόσο ως προς τη διατύπωση όσο και ως προς το περιεχόμενο. Και ως προς αυτές θα ζητήσουμε είτε την αναδιατύπωση τους είτε την απόσυρση τους.
Σταχυολογώ ενδεικτικά ορισμένες από αυτές, το άρθρο 8 με το οποίο στην ουσία καταργείτε την υγειονομική υπηρεσία οπλιτών, το άρθρο 20 σχετικά με τη δημιουργία γραφείων στήριξης οπλιτών και το άρθρο 25 σε συνδυασμό με το άρθρο 29 με το οποίο θεσπίζετε αναδρομική ισχύ στην αλλαγή της κλίμακας βαθμολογίας των Σχολών και των σχολείων των Ενόπλων Δυνάμεων.
Θα μου επιτρέψετε να πω ότι ειδικά για αυτή η τελευταία διάταξη όσο και αν προσπάθησα να βρω μια ουσιαστική αιτιολόγηση που να δικαιολογεί την ύπαρξη της δεν κατάφερα.
Αντίθετα όλα δείχνουν ότι η οποία σκοπιμότητα της αναδρομικής ισχύος της είναι η ικανοποίηση καθαρά πελατειακών αιτημάτων και μάλιστα εις βάρος άλλων στελεχών που ενδεχομένως κόπιασαν παρά πολύ προκειμένου να επιτύχουν βαθμολογίες που θα τους επιτρέψουν μια καλύτερη ανέλιξη στο στράτευμα και τις οποίες έρχεστε τώρα εσείς να ανατρέψετε.
Ως προς το άρθρο 8 και της δυνατότητας που παρέχεται στους γιατρούς να εξαιρεθούν της θητείας τους και να υπηρετήσουν το αγροτικό τους σε άγονες και απομακρυσμένες περιοχές πέρα από ένα σωρό πρακτικά προβλήματα που δημιουργεί στο στράτευμα, ενδεχομένως εδώ να εγείρονται και ζητήματα αντισυνταγματικότητας στο βαθμό που καθιερώνεται ουσιαστικά μια θητεία δυο ταχυτήτων.
Τέλος το άρθρο 20 στην ουσία ανατρέπει όλη την στρατιωτική ιεραρχία με την ίδρυση των γραφείων στήριξης και εφόσον ψηφιστεί και εφαρμοστεί όπως προβλέπεται νομίζω ότι θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα διοικητικά και όχι μόνο από αυτά που καλείται να λύσει.
Συνοψίζοντας η θέση της Νέας Δημοκρατίας θα είναι όσο το δυνατόν πιο εποικοδομητική σε αυτό το νομοσχέδιο. Η δε τελική μας θέση τοσο επί της αρχής όσο και επί συγκεκριμένων άρθρων θα εξαρτηθεί από το βαθμό τον οποίο η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να δεχθεί επαναδιατυπώσεις, νομοτεχνικές βελτιώσεις και αλλαγές με απώτερο στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη λειτουργία των Επιτελείων και των Μονάδων, την κάλυψη των υπηρεσιακών – επιχειρησιακών αναγκών, την αντικειμενικότητα και τη διαφάνεια της διαδικασίας τοποθετήσεων – μεταθέσεων και το σεβασμό της προσωπικότητας και των κοινωνικών αναγκών του κάθε οπλίτη.