Παναγιωτόπουλος: Επιλέξαμε τις φρεγάτες FDI γιατί ήταν καλύτερες και αυτό πρώτοι το παραδέχτηκαν οι ΗΠΑ – Τι είπε για Τουρκία και εξοπλισμούς [vid]

Ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης κ. Νικόλαος Παναγιωτόπουλος παρεχώρησε συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στη στρατιωτική και διπλωματική συντάκτρια κ. Αλεξάνδρα Φωτάκη για την ενότητα “In View” του “in.gr”, λέγοντας ότι η λέξη φόβος δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό μας για ενδεχόμενο θερμό επεισόδιο με την Τουρκία, τονίζοντας το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ μάλιστα απέρριψε τις αιτιάσεις περί ανταγωνισμού εξοπλισμών.

Το πλήρες κείμενο και οπτικοακουστικό υλικό της συνέντευξης:

«Είθισται οι υπουργοί Άμυνας να είναι τα γεράκια, ο τόνος να είναι λίγο πιο άγριος, να εκπροσωπούν τη σιδερένια γροθιά, αν θέλετε, των Ενόπλων Δυνάμεων στις πατρίδες τους υιοθετώντας το ανάλογο ύφος» παραδέχεται ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, Υπουργός Εθνικής Άμυνας και υποψήφιος στην Καβάλα με τη ΝΔ. Σημειώνοντας ωστόσο πως όταν το μοναδικό κανάλι επικοινωνίας στην περίοδο της κρίσης με την Τουρκία είναι αυτό μεταξύ των υπουργών άμυνας των δύο χωρών τότε αυτό πρέπει να κρατηθεί ανοιχτό και υπογραμμίζει ότι «το ζητούμενο δεν είναι το ύφος και η εμφάνιση ή οι εντυπώσεις λόγω του ύφους, αλλά το ουσιαστικό αποτέλεσμα».

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος υπερασπίζεται του προγράμματος των εξοπλιστικών αγορών που ακολούθησε η κυβέρνηση, υποστηρίζει ότι έγιναν βήματα στήριξης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και τάσσεται κατά των «προεκλογικών υπερβολών» – αν και θεωρεί ότι «είναι μέσα στο παιχνίδι» – που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε «εκρήξεις φανατισμού».

Για ένα «θερμό επεισόδιο με την Τουρκία

«Η λέξη φόβος δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό μας. Υπάρχει λέξη, επιφύλαξη και εγρήγορση», σημειώνει ο Παναγιωτόπουλος ερωτηθείς εάν υπάρχει φόβος για ένα θερμό επεισόδιο με την Άγκυρα, μετά και τη διαφαινόμενη επικράτηση Ερντογάν. Όπως λέει για την Ελλάδα έχει σημασία να υπάρχει μία σταθερή και όχι μία αποσταθεροποιημένη Τουρκία και προσθέτει πως η Ελλάδα συνεχίζει το πρόγραμμα της όποιες και αν είναι οι εξελίξεις στη γείτονα. Με επιμονή στο εξοπλιστικό πρόγραμμα της Ελλάδας, την αμυντική διπλωματία και «στα ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας με την άλλη πλευρά, που ακόμα και σε περιόδους εντάσεων πρέπει να παραμένουν ανοιχτά».

Για τους υψηλούς προεκλογικούς τόνους

Ο Παναγιωτόπουλος παραδέχεται ότι οι τόνοι προεκλογικά ανεβαίνουν γιατί «πουλάει» λέγοντας ότι «και η προεκλογική υπερβολή είναι μέσα στο παιχνίδι. Σε κάθε περίπτωση όμως αυτή η υπερβολή δεν πρέπει να οδηγεί σε εκρήξεις φανατισμού ή ακρότητες. Και πολύ φοβούμαι ότι η υπερβολή αυτή σε κάποιο κομμάτι του πληθυσμού είναι το λάδι που ρίχνεται στη φωτιά». Και επιμένει ότι πρέπει να τηρούνται οι ισορροπίες και η ρητορική της γείτονος που κάποιες φορές είναι προσβλητική να μην ξεπερνάει κάποια όρια.

Για υπερπτήσεις και παράθυρο ευκαιρίας

Αναγνωρίζει ότι μετά τους σεισμούς τόσο η ρητορική όσο και η κατάσταση επί του πεδίου είναι πολύ καλύτερη, σημειώνοντας ότι έχουν εκμηδενιστεί οι υπερπτήσεις και «αυτό το στοιχείο και μόνο είναι εντυπωσιακό». Σύμφωνα με τον Παναγιωτόπουλο «η Τουρκία πρέπει να δείξει καλό πρόσωπο στη διεθνή κοινότητα, για να μπορέσει να στηριχθεί να βοηθηθεί και οικονομικά. Σε κάθε περίπτωση όμως αντιμετωπίζουμε τις εξελίξεις όπως αυτές έρχονται και αν θεωρήσουμε ότι κάπου υπάρχει παράθυρο ευκαιρίας νομίζω ότι σκόπιμο είναι να το αναγνωρίσουμε».

Για τις λεπτές ισορροπίες

Ο Παναγιωτόπουλος δεν αρνείται το ρόλο του «σκληρού» σε έναν Yπουργό ;Aμυνας σε περιόδους κρίσης, αναφέρεται όμως ιδιαίτερα και στην ανάγκη διαύλων επικοινωνίας όπως αυτού που είχε ο ίδιος με τον ομόλογο του Χουλουσί Ακάρ και επισημαίνει ότι την περίοδο της έντασης «έπρεπε ταυτόχρονα να τηρήσουμε μία λεπτή ισορροπία και να εκπέμψουμε την αποφασιστικότητα που έπρεπε να εκπέμψουμε για να καταλάβουν όλοι οι παίκτες και οι γείτονες και οι σύμμαχοι και οι εταίροι ότι ήμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε μέχρι κεραίας τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Αλλά από την άλλη να εκπέμψουμε και ένα μήνυμα διαλλακτικότητας ότι δηλαδή παρά την αποφασιστική στάση μας εν τούτοις ποτέ δεν αρνηθήκαμε τον διάλογο με όρους καλής συνεννόησης».

Για τις δυνατότητες των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων έναντι των Τουρκικών

Για τον Παναγιωτόπουλο, οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είχαν πάντα τη δυνατότητα, τα μέσα και το προσωπικό να αντιπαρατεθούν με τις τουρκικές στο πεδίο και να «εκπέμψουν αποτρεπτική ισχύ». Όπως υπογραμμίζει «το ζήτημα δεν είναι στοιχήματα όσον αφορά ποιος θα κερδίσει ένα πόλεμο. Αλλά να υπάρχει έντονο και στοιχείο αποτροπής». Γιατί «η αποτροπή είναι η δημιουργία στον άλλον της πεποίθησης ότι καλύτερα να μην προσπαθήσει, να μην διανοηθεί να τολμήσει οτιδήποτε γιατί το κόστος που θα υποστεί θα είναι πάρα πολύ μεγάλο. Και αυτή η πεποίθηση εδραιώνεται μόνο όταν ξέρεις ότι ο αντίπαλος έχει πολύ ισχυρές και αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις».

Για τις μίζες

Σύμφωνα με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, η Ελλάδα δεν μπήκε σε κούρσα εξοπλιστικών, παρ’ όλα αυτά παραδέχεται ότι με όσα συνέβησαν στο παρελθόν είναι λογικό στον κόσμο να δημιουργούνται σκέψεις για μίζες, όταν ακούει για εξοπλιστικά. Όπως υποστηρίζει δε η πόρτα στις μίζες κλείνει «ενθαρρύνοντας και προωθώντας διακυβερνητικές, δηλαδή government to government, όπως λέγεται, συμφωνίες όπου ο αντισυμβαλλόμενος δεν είναι η εταιρεία αλλά η χώρα. Και αυτό έχει και μία ακόμα ενδιαφέρουσα πτυχή. Αφήνει απέξω, στο περιθώριο, τους διάφορες μεσάζοντες οι οποίοι κατά καιρούς προωθούσαν στη χώρα μας διάφορα οπλικά συστήματα».

Για το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις στα εξοπλιστικά

Απαντώντας αν γίνονται εκπτώσεις στις ανάγκες των Επιτελείων με στόχο να εξυπηρετηθούν συμμαχίες, ο Παναγιωτόπουλος λέει ότι «δεν αποφασίσαμε με βάση ζητήματα διπλωματίας για να γίνουμε αρεστοί σε κάποιους ισχυρούς προκειμένου να στηρίξουν ακόμα περισσότερο τις θέσεις μας. Αυτό ούτως ή άλλως το έκαναν επειδή βγήκαμε με ουσιαστικά επιχειρήματα και με εντατική προσπάθεια και τους φέραμε στα νερά μας, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτή την έκφραση».

Ξεκαθαρίζει δε ότι «επιλέξαμε αυτό που οι στρατιωτικοί μάς είπαν ότι είναι το καλύτερο για τις ανάγκες τους» και φέρνει σαν παράδειγμα την αγορά των φρεγατών που η Αθήνα επέλεξε τις γαλλικές παρότι «και οι Αμερικανοί πίεζαν για τα δικά τους καράβια». «Ρίξαμε» όπως λέει «την αμερικανική επιλογή πολύ απλά διότι η γαλλική ήταν καλύτερη και αυτό πρώτοι από όλους το παραδέχθηκαν οι Αμερικανοί».

Για την ελληνική αμυντική βιομηχανία

Ο Παναγιωτόπουλος απαντώντας στην κριτική περί εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και τη μη συμμετοχή της στα εξοπλιστικά απαντά πως «υπάρχει πολλή κριτική αλλά είναι εντελώς ασόβαρη. Και αστήρικτη. Και δεν καταλαβαίνω γιατί επιμένουν». Αναγνωρίζει ότι δεν υπήρξε συμμετοχή στη σύμβαση για τα Rafale – που έπρεπε να γίνει γρήγορα, ωστόσο όπως λέει «έχουμε ευθεία συμμετοχή της αμυντικής βιομηχανίας σε όλες τις άλλες συμβάσεις».

Υπεραμύνεται δε του εξοπλιστικού προγράμματος, αφού όπως τονίζει σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικής ρευστότητας και αναταραχής, που δεν συνδέεται μόνο με την Τουρκία, μία χώρα πρέπει να έχει αξόμαχες Ένοπλες Δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις. «Κανείς δεν αμφισβήτησε ότι το κόστος είναι πραγματικά δυσβάσταχτο, αλλά και το όφελος και μάλιστα το εθνικό όφελος είναι ανυπολόγιστο» λέει ο Παναγιωτόπουλος.

Για τα όπλα στην Ουκρανία

Ο Παναγιωτόπουλος θεωρεί ότι η Ελλάδα κράτησε μία έντιμη στάση απέναντι στην Ουκρανία, δίνοντας από το περίσσευμα της και όχι στερώντας τις Ένοπλες Δυνάμεις από συστήματα που είχαν ανάγκη. Ενώ αναρωτιέται πώς θα ήταν δυνατόν να λέμε στους συμμάχους «προστατέψτε μας από τον αναθεωρητή εξ’ ανατολών όταν δεν κάνουμε τίποτα για να προστατεύσουμε μία άλλη χώρα από το δικό της αναθεωρητή».

Για τις ισορροπίες στρατιωτικής – πολιτικής ηγεσίας στο ΥΠΑΜ

Σύμφωνα με τον Παναγιωτόπουλο είναι ξεκάθαρο ότι «η στρατιωτική ηγεσία υιοθετεί και ακολουθεί τις κατευθύνσεις που δίνει η πολιτική ηγεσία στα πλαίσια της λειτουργίας του Υπουργείου και της λειτουργίας της Εθνικής Άμυνας».

Μιλάει ακόμα για μία συνεργασία η οποία έδωσε αποτελέσματα, αν και παραδέχεται ότι υπήρξαν τριβές και διαφωνίες. «Όταν όμως άνδρες με ισχυρές προσωπικότητες κάθονται στο τραπέζι με κοινό σκοπό να βρούνε λύσεις για τις Ένοπλες Δυνάμεις και να διαχειριστούνε κρίσεις ίσως πρωτόγνωρες και έντονες παγκόσμιας εμβέλειας προς όφελος της χώρας, τότε νομίζω αυτό είναι το φυσιολογικό» όπως λέει ο ίδιος.

Για τις υποκλοπές

Στο ερώτημα αν υπήρξε θέμα εθνικής ασφάλειας για τις υποκλοπές ο Παναγιωτόπουλος δηλώνει ότι ο ίδιος δεν μπορεί να το ξέρει αυτό. Σημειώνει ωστόσο ότι «είναι ένα ζήτημα που δημιούργησε τριβές και εντάσεις».

Για τη Συμφωνία των Πρεσπών

Ο Παναγιωτόπουλος ερωτηθείς για τη Συμφωνία των Πρεσπών, σημειώνει ότι «έλυσε το ζήτημα της ομαλής εισόδου της βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Επομένως ρύθμισε κάποια ζητήματα στο ευρύτερο πεδίο, γεωπολιτικό πεδίο ασφαλείας στην περιοχή στα Βαλκάνια». Ωστόσο όπως λέει κάποιοι όροι της συμφωνίας είναι προβληματικοί», και σημειώνει ότι και στον ίδιο δεν άρεσε καθόλου η απόλυτη εκχώρηση της μακεδονικής ταυτότητας.

Την ίδια στιγμή σημειώνει και τα οφέλη, όπως τον αναβαθμισμένο ρόλο της Ελλάδας και το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή διεκπεραιώνει την εναέρια επιτήρηση της Βόρειας Μακεδονίας μαζί με την Ιταλία. Για να παρατηρήσει ότι «αν δεν συνέβαινε αυτό θα είχαμε μεγάλη προθυμία εκ μέρους των Τούρκων να αναλάβουν αυτό το έργο και τότε κάνω την πρόβλεψη ότι θα μπορούσαμε ας πούμε σε περιόδους εντάσεων να αντιμετωπίζουμε παραβιάσεις του εναερίου χώρου μας και από βορρά και όχι μόνο εξ ανατολών».

Για την επόμενη των εκλογών

Ο Παναγιωτόπουλος δεν στην ερώτηση αν θα ήθελε να παραμείνει υπουργός Άμυνας, απαντά πως «πρώτα πρέπει να κερδηθούν οι εκλογές, εκεί είναι επικεντρωμένη στο 100% η δική μου προσπάθεια και μετά με το καλό, εφόσον έχουμε θετικές εξελίξεις, για τις οποίες ευελπιστώ, θα δούμε τα της επόμενης μέρας».