«Όχι νέα μέτρα» ,λέει η Ένωση Ελλήνων Επιχειρηματιών

Σε γεύμα με δημοσιογράφους που διοργάνωσε η Ελληνική Ένωση Επιχειρηματιών παρουσιάστηκαν από το Προεδρείο οι θέσεις της ΕΕΝΕ για την Οικονομία.
 
Στην κεντρική παρουσίαση ο Πρόεδρος της Ένωσης Δρ. Βασίλης Αποστολόπουλος ανέπτυξε τα κεντρικά σημεία που, κατά την Ένωση, αποτελούν προϋποθέσεις για την ανάταση της ελληνικής οικονομίας και τη στροφή στην Ανάπτυξη.
 
Η ΕΕΝΕ καταρχήν υιοθετεί το σύνθημα του Πατριωτικού Επιχειρείν που συνοψίζεται στις επιλογές «Μένουμε στην Ελλάδα», «Δημιουργούμε απασχόληση στην Ελλάδα», «Δημιουργούμε πλούτο στην Ελλάδα».
 
Η ΕΕΝΕ δηλώνει κάθετα αντίθετη στην επιβολή νέων μέτρων, που θα οξύνουν την ύφεση, την ανεργία και την κοινωνική ένταση και θα οδηγήσουν σε αδιέξοδες καταστάσεις μέσα από την κοινωνική έκρηξη. Το Κράτος θα πρέπει να δώσει έμφαση στη μείωση της κρατικής σπατάλης και στην προσδοκία εσόδων από νέες επενδύσεις και νέα έσοδα που θα προκύψουν από φορολογικά κυρίως κίνητρα.
 
Κεντρικό αίτημα της ΕΕΝΕ είναι η ανάγκη απλούστευσης του φορολογικού συστήματος, προκειμένου να δημιουργηθεί κατάλληλο επενδυτικό κλίμα, με την επιβολή ενιαίου επίπεδου φόρου 25% για εισοδήματα άνω των 30.000 Ευρώ και η παροχή φορολογικών κινήτρων αντί επιδοτήσεων για την ανάπτυξη. Η ΕΕΝΕ παρουσίασε επίσης πρόταση μεταβατικού φόρου 10% για πρόσθετα κέρδη επιχειρήσεων για ένα μικρό διάστημα με στόχο την άμεση διεύρυνση της φορολογητέας ύλης.
 
Η ΕΕΝΕ υποστηρίζει ότι το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν οφείλεται στο μισθολογικό κόστος και ουδεμία περαιτέρω παρέμβαση πρέπει να γίνει σε αυτό. Η κύρια πηγή του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας είναι το υψηλό μη-μισθολογικό κόστος (φόροι-εισφορές). Τα μέλη της ΕΕΝΕ δεσμεύονται ότι δεν προτίθενται να εφαρμόσουν μειώσεις που προκύπτουν από αναθεώρηση προς τα κάτω του κατώτατου μισθού, που απαξιώνουν το ανθρώπινο κεφάλαιο και οδηγούν την εσωτερική αγορά σε κατάρρευση.
 
Σε γενικές γραμμές η Ένωση αντιτίθεται στη στατική προσέγγιση νέων φόρων που οδηγούν τελικά σε περαιτέρω ύφεση και κατάρρευση των δημοσίων εσόδων, είτε λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών είτε λόγω αδυναμίας των επιχειρήσεων να καταβάλουν φόρους και εισφορές λόγω της κρίσης ρευστότητας.
 
Κεντρική θέση της ΕΕΝΕ αποτελεί επίσης η ανάγκη διεκδίκησης από τις χώρες του Νότου μιας ισοτιμίας του Ευρώ που θα ανταποκρίνεται στα μακροοικονομικά δεδομένα του συνόλου των χωρών της Ευρωζώνης. Ενώ δηλαδή η Ένωση θεωρεί το Ευρώ κεντρικό πυλώνα σταθερότητας της Οικονομίας, καθίσταται ολοένα και πιο φανερό ότι η κλειδωμένη ισοτιμία σε επίπεδα που εξυπηρετούν μόνο τις βόρειες χώρες καθιστά αδιέξοδη κάθε προσπάθεια επέκτασης της εξαγωγικής δραστηριότητας. Χρειάζεται αναθεώρηση της οικονομικής ορθοδοξίας του σκληρού Ευρώ και του παράλογου φόβου για τον πληθωρισμό και στροφή σε χαλαρότερη νομισματιτική πολιτική με κάποιας μορφής ποσοτική χαλάρωση κατά τα πρότυπα της FED.
 
Κεντρικός άξονας αναπτυξιακής πολιτικής θα πρέπει κατά την ΕΕΝΕ να είναι η μείωση της συμμετοχής του Κράτους στην παραγωγική διαδικασία και η έμφαση στις μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν το Κράτος πιο αποτελεσματικό στο ρυθμιστικό του ρόλο μέ έμφαση στην τόνωση της επιχειρηματικότητας, μέσα από απλούστευση των διαδικασιών, μείωση του αριθμού αδειοδοτήσεων κλπ. Υπό αυτή την έννοια είναι απαραίτητη η επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων με αναπτυξιακά και όχι εισπρακτικά κριτήρια.
 
Για την προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφαφυγής, η Ένωση προτείνει μια διαδικασία «Κοινωνικού Συμβολαίου» μέσα από την οποία το Κράτος θα καλέσει ομαδοποιημένα κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες σε μια διαδικασία συναινετικής διαπραγμάτευσης για τη συνεισφορά της κάθε ομάδας στην προσπάθεια αύξησης των φορολογικών εσόδων με έξυπνους τρόπους και να εξετάσει με περισσότερη προσοχή τις κλαδικές προτάσεις αντί να απορρίπτει κάθε καινοτομία υπό το πρόσχημα του Μνημονίου.