Πέντε ολόκληρα χρόνια διήρκησε η δικαστική «μάχη» μεταξύ της ελληνικής δικαιοσύνης και του κουμπάρου του Γιάννου Παπαντωνίου για το άνοιγμα ή μη των τραπεζικών του λογαριασμών, μέσα από τους οποίους πέρασε το 2000 το ποσό των 1,3 εκατ. ευρώ, με προορισμό την σύζυγο του πρώην υπουργού, κ. Σ. Κουράκου.
Εάν και η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία της Βέρνης είχε δώσει το πράσινο φως από το Νοέμβριο του 2017 για την αποστολή των στοιχείων στην Ελλάδα, και την ικανοποίηση δύο αιτημάτων δικαστικής συνδρομής των ελληνικών δικαστικών αρχών, τελικά το ανώτατο ελβετικό δικαστήριο επικύρωσε πριν από λίγες μέρες την πρωτόδικη απόφαση του Ομοσπονδιακού Ποινικού δικαστηρίου, η οποία «επανέφερε» στο προσκήνιο εγκύκλιο του ελβετικού Υπουργείου Δικαιοσύνης του 2014 προς τις εισαγγελικές αρχές της χώρας, σύμφωνα με την οποία, αιτήματα, τα οποία βασίζονται σε τραπεζικά δεδομένα που είναι προϊόντα υποκλοπής δεν ικανοποιούνται, γιατί παραβιάζουν την λεγόμενη «αρχή της εμπιστοσύνης» μεταξύ των κρατών.
Πράγματι, οι επίμαχοι λογαριασμοί στην HSBC της Γενεύης του κουμπάρου του Γιάννου Παπαντωνίου και το ποσό του 1,3 εκ. ευρώ προέκυψαν, όταν έφθασε στη χώρα μας η λίστα Λαγκάρντ με τον πλέον επίσημο τρόπο από την Γαλλία, προκαλώντας «σεισμό», αλλά και την παραπομπή του πρώην υπουργού Οικονομικών, Γ. Παπακωνσταντίνου. Ωστόσο, από ελβετικής πλευράς παρέμεναν προϊόν υποκλοπής, δηλαδή προϊόν εγκλήματος, αφού εκλάπησαν από τον τραπεζικό υπάλληλο Φαλτσιανί, ο οποίος στο μεσοδιάστημα έχει καταδικαστεί αμετάκλητα από την ελβετική δικαιοσύνη για την κλοπή αυτή.
Τι είπαν εν ολίγοις τα ελβετικά δικαστήρια; Ότι η παραβίαση της αρχής της εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών παραβιάζεται, ακόμη και εάν ένα κράτος δεν έχει πάρει τα τραπεζικά δεδομένα απευθείας από τον δράστη της υποκλοπής αλλά τα έχει λάβει νόμιμα από άλλο κράτος, εφόσον το κράτος που υποβάλλει το αίτημα συνδρομής στην Ελβετία γνώριζε ότι τα στοιχεία αυτά έχουν κλαπεί.
Όφελος από αυτήν την απόφαση δεν έχει μόνο ο Γιάννος Παπαντωνίου (σ.σ. για τον οποίο ωστόσο ακόμη και εάν προέκυπταν ενδείξεις για ξέπλυμα χρήματος, το αδίκημα έχει παραγραφεί αφού τα εμβάσματα από τον κουμπάρο του έμπαιναν στους λογαριασμούς του το 2000) αλλά και όσοι Έλληνες καταθέτες περιλαμβάνονταν στην επίμαχη λίστα και ζητείται από τις ελληνικές δικαστικές αρχές το άνοιγμα των λογαριασμών τους σε τράπεζες, τα στοιχεία των οποίων έχουν γίνει αντικείμενο υποκλοπής.
Το ίδιο ισχύει και για την διοικητική συνδρομή, όταν δηλαδή ζητούνται στοιχεία από τις ελληνικές φορολογικές αρχές για την διερεύνηση αδικημάτων φοροδιαφυγής. Αιτήματα που απευθύνονται στην Ελβετία και σχετίζονται με την τράπεζα HSBC δεν ικανοποιούνται για τους ίδιους λόγους. Ωστόσο, νομικές πηγές εκτιμούν ότι το καθεστώς σε αυτή την περίπτωση θα γίνει μελλοντικά πιο ελαστικό, σύμφωνα με την τάση που διαγράφεται στην ελβετική νομολογία.
O δικηγόρος που χειρίστηκε την υπόθεση στα ελβετικά δικαστήρια για λογαριασμό του φιλικού προσώπου του Γ. Παπαντωνίου, κ. Ηλίας Σ. Μπίσιας, κάνει λόγο για μια σημαντική απόφαση και ένα δεδικασμένο που δύσκολα ανατρέπεται.
«Η απόφαση του Ομοσπονδιακού Ποινικού δικαστηρίου αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική κρίση για τη μελλοντική αντιμετώπιση συναφών αιτημάτων διεθνούς δικαστικής συνδρομής που σχετίζονται με το άνοιγμα λογαριασμών, τα στοιχεία των οποίων αποκτήθηκαν μέσω αξιοποίνων πράξεων. Είναι η πρώτη φορά που η ελβετική δικαιοσύνη αποφαίνεται επί του ζητήματος της χρήσης παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων στη διεθνή δικαστική συνδρομή.
Το δικαστήριο ασχολήθηκε αποκλειστικά με το ζήτημα της υποκλοπής των τραπεζικών δεδομένων υπό το πρίσμα της παραβίασης της λεγόμενης αρχής της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης που διέπει τις διακρατικές σχέσεις, το οποίο και αναδείξαμε στην προσφυγή μας. Επιβεβαίωσε με σαφήνεια ότι αιτήματα που βασίζονται – εν γνώσει του αιτούντος κράτους- σε στοιχεία που έχουν υποκλαπεί κατά κανόνα δεν ικανοποιούνται.
Με την απόφαση αυτή ακυρώθηκε αμετάκλητα η απόφαση της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας, με την οποία είχε διαταχθεί τον Νοέμβριο του 2017 η άρση του τραπεζικού απορρήτου του λογαριασμού του εντολέα μου και η διαβίβαση των σχετικών πληροφοριών στις ελληνικές αρχές. Κατά την άποψη μου, αιτήματα συνδρομής που στηρίζονται σε στοιχεία υποκλοπής μπορεί να τύχουν μελλοντικά άλλης αντιμετώπισης σε περίπτωση αντίθετης νομοθετικής ρύθμισης ή ενδεχόμενης αλλαγής της νομολογίας».