Με μία κυρία που θα τοποθετηθεί σε εκλόγιμη θέση στα ψηφοδέλτιά του, “στοχεύει” στον χώρο των ΕΔ ο ΣΥΡΙΖΑ. Η Μαρία Γιαννακάκη που είχε εκλεγεί βουλευτής με τη ΔΗΜΑΡ, θα είναι υποψήφια σ΄ αυτές τις εκλογές με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η Μ.Γιαννακάκη είχε κατά την διάρκεια της βουλευτικής της θητείας ασχοληθεί με τα θέματα της Εθνικής Άμυνας. Και δείχνει διατεθειμένη να συνεχίσει αν κρίνουμε από πρόσφατο εκτενές άρθρο της για τα ζητήματα των Ενόπλων Δυνάμεων.
Οι απόψεις που εκφράζει είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Βέβαια από απόψεις οι οποίες ήταν σωστές ποτέ δεν είχαμε πρόβλημα. Τα προβλήματά μας ξεκινούσαν πάντα όταν κάποιος προσπαθούσε και να τις εφαρμόσει.
Όλο το άρθρο της κυρίας Γιαννακάκη όπως το δημοσίευσε το tvsx. Έχει ενδιαφέρον και σίγουρα θα προκαλέσει και συζητήσεις με κάποιες από τις προτάσεις της όπως τπ κλείσιμο της ΣΣΑΣ και της ΣΑΝ:
“Η συζήτηση για την εφαρμογή των μέτρων της νέας συμφωνίας έχει αρχίσει, και εν όψει εκλογών, να ξεδιπλώνεται σε όλες της τις εκφάνσεις και τους τομείς. Ένας εξ αυτών, οι περικοπές στον τομέα της Άμυνας, ζήτημα πάνω στο οποίο θα επιχειρήσω να αναπτύξω σύντομα κάποιες εύλογες σκέψεις και προτάσεις, που προφανώς δε θεωρώ καινοφανείς, αλλά πιστεύω πως πλέον, έστω και τώρα με τις αναγκαστικές συνθήκες ένδειας πόρων, μπορούν να αποτελέσουν κομμάτι της λύσης στο ζήτημα αφ’ ενός, του τι Ένοπλες Δυνάμεις θέλουμε και αφ΄ ετέρου, στο τι Ένοπλες Δυνάμεις μπορούμε να συντηρούμε, αποβάλλοντας επιτέλους μαξιμαλιστικές και παρωχημένες νοοτροπίες, που φυσικά και δεν αποτελούν ίδιον του συγκεκριμένου χώρου αποκλειστικά.
Από την αρχή των μνημονίων παρακολουθώ και αδυνατώ να ακολουθήσω το σκεπτικό με το οποίο η ρητορική του πολιτικού προσωπικού που ασχολείται με τα θέματα Άμυνας, για καθαρά μικροπολιτικούς λόγους και όταν για δεκαετίες υπήρχαν οι δυνατότητες και τα χρονικά περιθώρια να αντιμετωπιστούν σοβαρότατα οργανωτικά και λειτουργικά προβλήματα στο χώρο των ΕΔ, περιορίζεται στα θέματα διαφθοράς των εξοπλιστικών – που έχουν ήδη πάρει το δρόμο της Δικαιοσύνης- και στον αλαλάζοντα αφορισμό των απολύσεων στις ΕΔ. Σε καμιά περίπτωση δεν υποστηρίζω τις απολύσεις προσωπικού οποιουδήποτε τομέα εν είδει έκτακτων περικοπών δαπανών –και έχω τοποθετηθεί πολλάκις επί αυτού και όχι προσφάτως μόνο-, αλλά βρίσκω άκρως υποκριτικό να χρησιμοποιούνται βερμπαλισμοί και κραυγές εθνικής υπερηφάνειας, όταν υπάρχουν οργανωτικές και λειτουργικές αλλαγές που θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν γίνει, με όποιο πολιτικό κόστος κι αν επιφέρουν, πριν καν φτάσουμε στο σημείο σήμερα να μιλάμε για απολύσεις. Και εξηγούμαι, θέτοντας επιγραμματικά κάποια παραδείγματα:
Καταρχήν και κυριότερα: Πρέπει να διασφαλιστεί θεσμικά και οριστικά, ο κοινωνικός έλεγχος των ΕΔ. Αυτό μπορεί και επιβάλλεται να γίνει σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία δια της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής. Κάθε δομικό, μείζον οικονομικό και λειτουργικό κομμάτι των ΕΔ είναι αδήριτη ανάγκη να περνά από τη Βουλή των Ελλήνων, ώστε και το πολιτικό προσωπικό να αναλαμβάνει τις ευθύνες που του αναλογούν χωρίς μικροπολιτικές σκοπιμότητες από «απόσταση ασφαλείας».
Επί παραδείγματι, διαδικασία όπως οι κρίσεις των αρχηγών των Γενικών Επιτελείων και του Α/ΓΕΕΘΑ είναι απαράδεκτο και προκλητικό να γίνεται πίσω από κλειστές πόρτες, με τη βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης να επιβάλλεται ως διελκυστίνδα ισχύος και με άκρως λαφυραγωγικό τρόπο αντιμετώπισης ενός χώρου ο οποίος συντηρείται από τους πολίτες και υπάρχει για τους πολίτες. Η επόμενη κυβέρνηση οφείλει να προχωρήσει άμεσα σε θεσμοθέτηση διαφανών διαδικασιών που να αυξάνουν το ρόλο της βουλής και του κοινωνικού ελέγχου, και να τονίζουν παράλληλα και την ευθύνη που τα μέλη της φέρουν, ως προς την αξιοκρατική και διαφανή επιλογή των αξιότερων κατόπιν εισήγησης και πρότασης τελικών επιλογών από την ηγεσία του ΥΠΕΘΑ, των με αντικειμενικά και επίσης θεσμοθετημένα κριτήρια καταλληλότερων για ανώτατες θέσεις ευθύνης στο στράτευμα, με χρονικά καθορισμένη θητεία στις θέσεις τους, ώστε και επισήμως να σταματήσει η μάστιγα των μικροπολιτικών παιχνιδιών, προσεταιρισμών και εκδουλεύσεων, που οι ανώτατοι στρατιωτικοί και με δική τους ευθύνη συντηρούν επί σειρά δεκαετιών.
Συνευθύνη και συναπόφαση, λοιπόν, ώστε τέτοιες εξόφθαλμες καταστάσεις που θυμίζουν αλήστου μνήμης εποχές σε άλλους τομείς του δημοσίου να εκμηδενιστούν σε έναν τόσο νευραλγικό τομέα άπαξ και δια παντός, ώστε να μπορούμε να μιλούμε για χώρο με διαφάνεια, αξιοκρατία και για επί της ουσίας διαχωρισμό αρμοδιοτήτων πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας και να βγούμε οριστικά και αμετάκλητα από τη γνωστή saga του μαραθωνίου τηλεφωνημάτων, παρασκηνιακών διαδικασιών και λοιπών δαιμονίων. Και φυσικά, για να συντελεστεί αυτό, οφείλουμε πρωτύτερα να έχουμε προχωρήσει σε μια ειλικρινή μεταρρύθμιση του συστήματος αξιολόγησης των στελεχών εν γένει και ορισμό των ιδιαζουσών ικανοτήτων που κάθε θέση ευθύνης θα προϋποθέτει, χωρίς αστερίσκους και ad hoc προσθήκες που να μην έχουν να κάνουν αμιγώς με τις επιχειρησιακές ανάγκες.
Επίσης: Πρέπει να σταματήσει οριστικά η αντιμετώπιση της λειτουργίας των στρατιωτικών μονάδων, όπως αναλόγως συμβαίνει και με τις σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ως εκλογικό όπλο και μέσο. Δεν είναι δυνατόν να συντηρείται ένας υπέρογκος αριθμός στρατιωτικών μονάδων με πρωταθλητή τον Στρατό Ξηράς, και δη πανάκριβων για τις δημοσιονομικές συνθήκες Κέντρων Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων, αποκλειστικά για να μην αναληφθεί το πολιτικό κόστος κλεισίματος ή συγχώνευσής τους. Δε θα αναφερθώ σε συγκεκριμένα παραδείγματα, νομίζω όλοι γνωρίζουμε. Πρέπει άμεσα να μειωθεί ο εξωπραγματικός αριθμός μονάδων που υπάρχει, κατάλοιπο ξεπερασμένης νοοτροπίας και αριθμολαγνείας άλλων εποχών. Μονάδες, ακόμη και Μείζονες Σχηματισμοί που αφ΄ ενός δεν έχουν επαρκή δύναμη για να διατελέσουν τον επιχειρησιακό ρόλο τους (αν αυτός πραγματικά υφίσταται) αποτελεσματικά κι όχι τύποις, και αφ΄ ετέρου διατηρούνται αποκλειστικά και μόνο μετά από τις κάθε λογής αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών, των θρησκευτικών αρχών και με «σωτήριες» πολιτικές παρεμβάσεις, ενώ έχουν γίνει ουκ ολίγες εισηγήσεις και μελέτες πως απλά δεν υφίσταται σοβαρός επιχειρησιακός λόγος να συντηρούνται, πρέπει να κλείσουν ή να συγχωνευθούν άμεσα σε πολυδύναμους, αποτελεσματικούς και οικονομικά βιώσιμους σχηματισμούς, μειώνοντας έτσι και την οροφή του αριθμού ανωτάτων. Και όχι με μια απλή μεταφορά προσωπικού της μορφής «από εδώ, εκεί», αλλά με πρότερη αξιολόγηση των πραγματικών αναγκών ενός σύγχρονου διακλαδικού οικοδομήματος. Το κλείσιμο στρατοπέδων λοιπόν, μια ιστορία που κρατάει χρόνια, πρέπει να λήξει οριστικά για τον Στρατό Ξηράς, άλλωστε υπάρχουν και ουκ ολίγες εισηγήσεις επ΄ αυτού ήδη, που απλά «κολλούν» στα εμπόδια που ανέφερα και δεν έχουν πλέον καμία ουσιαστική συνεισφορά στον Αντικειμενικό Σκοπό των ΕΔ.
Συνεχίζοντας το θέμα της διακλαδικότητας: Όχι μόνο κατ΄ όνομα και επιδερμική όπως στην παρούσα της μορφή υφίσταται, αλλά στην πράξη. Συγκρότηση διακλαδικών πολυδύναμων δομών, στρατηγικού και επιχειρησιακού χαρακτήρα, όπως και παρέμβαση σε υπάρχουσες επιτελικές θέσεις, αφήνοντας στην άκρη, εν ανάγκη επιβάλλοντας, την «τακτοποίηση» του ήδη υπέρογκου αριθμού ανωτάτων, ήτοι, δομή δυνάμεων με επιχειρησιακό προσανατολισμό και επικέντρωση, κλείσιμο «μαγαζιών» που δεν προσφέρουν κάτι, παρά διοικητικές καρέκλες, αλληλοεπικαλύψεις αρμοδιοτήτων και προβλήματα στην επιθυμητή συνεργασία μεταξύ των Κλάδων των ΕΔ και δεν προάγουν παρά μόνον τις προσωπικές φιλοδοξίες στελεχών και την κομματική τακτοποίηση «ημετέρων». Ιδιαιτέρως, επαναλαμβάνω, του ΣΞ.
Καταπολέμηση της γραφειοκρατίας στον στρατό: το πλέον μακροβιότερο ανέκδοτο, πάνω στο οποίο κάθε νέα ηγεσία, πολιτική και στρατιωτική, συντάσσει κι από ένα ευχολόγιο. Δεν μπορεί να συντηρούνται και να αποτελούν ένδειξη έργου τα βουνά από φακέλους στα Επιτελικά Γραφεία της ιεραρχίας, μόνο και μόνο για τη δόξα του να ακούγονται οι βηματισμοί των διακινητών στους διαδρόμους του ΥΠΕΘΑ. Να αξιοποιηθεί άμεσα και κυρίως, πλήρως, το ηλεκτρονικό δίκτυο διακίνησης αλληλογραφίας, έγκρισης και υπογραφής εγγράφων, που μέχρι τώρα εν πολλοίς μένει ανεκμετάλλευτο, παρά την εξαιρετική δουλειά των αρμοδίων έρευνας και πληροφορικής στη δημιουργία του. Ενώ στο παρελθόν είχαν εκδοθεί διαταγές ως προς την αρχικά πιλοτική και κατ΄ επέκτασιν υποχρεωτική του χρήση, παρατηρείται το σύνηθες φαινόμενο της αθέτησής τους, με προφορικές διαταγές ή με επίκληση ζητημάτων «ασφάλειας» (ακόμη και για μη διαβαθμισμένα έγγραφα) για να επιστρέφουμε στην παραδοσιακή διακίνηση φακέλων ανά τους ορόφους, την παραδοσιακή προσωπική επαφή για αναζήτηση διευκρινίσεων επί διαφόρων θεμάτων εγγράφων και ενημερώσεων, δαπάνη για αναλώσιμα, χαμένες εργατοώρες και μείωση παραγωγικότητας.
Η σχεδόν παλαιολιθική νοοτροπία καθημερινής λειτουργίας εντός των επιτελείων, με κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις, δε νομίζω πως είναι μια «παράδοση» που πρέπει να κρατήσουμε, σε έναν χώρο όπου και το κατάλληλο προσωπικό υπάρχει και η καινοτομία επιβάλλεται. Προφανώς, για την αδικαιολόγητη κωλυσιεργία στην εκτεταμένη χρησιμοποίηση σύγχρονων πληροφοριακών μέσων, πάντα με τις απαραίτητες δικλείδες ασφαλείας, δεν ευθύνεται η έλλειψη ικανοτήτων χειρισμού του προσωπικού αλλά ούτε και η έλλειψη εκπαίδευσης σε νέο λογισμικό, αφού αυτή γίνεται σε τακτική βάση. Η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά μέρος της εκάστοτε και επιμέρους διοίκησης και συντηρεί μια εικόνα οργανωμένου χάους, που δυσχεραίνει τη διακλαδική συνεργασία, δημιουργεί αλληλοεπικαλύψεις και έλλειψη συντονισμού μεταξύ του ΓΕΕΘΑ και των ΓΕ. Παράλληλα, λοιπόν, με την υποχρεωτική εκμετάλλευση των νέων τεχνολογιών, απαιτείται εξορθολογισμός και ελαχιστοποίηση της διοικητικής γραφειοκρατίας, προώθηση της διακλαδικότητας και της τυποποίησης, μείωση του μεγέθους της επιτελικής διοίκησης. Οι νοοτροπίες αλλάζουν πιο αργά από τα δεδομένα, και όταν οι συνθήκες είναι τόσο πιεστικές, νοοτροπίες τέτοιου είδους δεν μπορούν παρά να εκλείπουν. Η εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας, και η έννοια της διαφανούς διακίνησης και χειρισμού ζητημάτων, είναι καταλυτική για την επίτευξη διαφάνειας, μείωσης δομών και εξορθολογισμού δαπανών, όσο κι αν αυτό πλήττει κατεστημένες και παρωχημένες συνθήκες. Σύγχρονος στρατός χωρίς χρήση σύγχρονων μεθόδων διοίκησης και λειτουργίας, δεν μπορεί να υπάρξει.
Στρατιωτική δικαιοσύνη: Απούσα εκεί που ήταν απαραίτητη, με αρμοδιότητες που προκλητικά υπερβαίνουν το δέον. Χρήζει άμεσου περιορισμού του ρόλου και της δομής της, κάτι που θα επιφέρει όχι μόνον εξοικονόμηση πόρων και εξορθολογισμό δομών, αλλά και ένα τέλος σε μια εικόνα «άβατου» που ορισμένοι, πολλές φορές και κακοπροαίρετα, θέλουν να αποδίδουν εν είδει κοινωνικού αυτοματισμού, στα στελέχη των ΕΔ. Πάραυτα περιορισμός των αρμοδιοτήτων της σε θέματα που άπτονται αμιγώς στρατιωτικής υφής και όχι του κοινού ποινικού δικαίου.
Εκπαίδευση στις ΕΔ: Ζήτημα τεράστιο, που θα πρέπει να απασχολήσει πολύ σοβαρά και να αντιμετωπιστεί με μεγάλη ειλικρίνεια, καθώς αφορά στο τι Ένοπλες Δυνάμεις θέλουμε και τι επιχειρησιακούς και κοινωνικούς στόχους οφείλουν να φέρουν εις πέρας.
Οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν μπορεί και δε χρειάζεται, να παράγουν στελέχη όπως νοσηλευτές, νομικούς, ιατρούς κλπ και να συντηρούν σχολές όπως η ΣΣΑΣ και η ΣΑΝ. Οι θέσεις αυτές μπορούν να καλυφθούν από την αγορά εργασίας και πρέπει να ξεπεραστούν άμεσα αγκυλώσεις που έχουν να κάνουν με «ύπαρξη στρατιωτικής νοοτροπίας» κλπ. Επιπλέον, θα οδηγήσει σε μετρήσιμη μείωση της διοικητικής γραφειοκρατίας σε επίπεδο δομών και άμεση μείωση δαπανών που απλά δεν υφίσταται ανάγκη να υπάρχουν.
Περαιτέρω, γενικώς το θέμα εκπαίδευση πρέπει να αντιμετωπιστεί ολιστικά, από τη στιγμή ένταξης στις ΕΔ μέσω των ΑΣΕΙ – ΑΣΣΥ έως τα σχολεία Όπλων – Σωμάτων, τις σχολές επιτελών, τη ΣΕΘΑ και τα μεταπτυχιακά προγράμματα που προωθούνται με στρατιωτικό αντικείμενο. Είναι επιτακτική η ανάγκη να γίνει μια πλήρης μελέτη και όχι αποσπασματικές παρεμβάσεις που αφορούν κάθε φορά επιδερμικά στο πρόβλημα. Οι αυξομειώσεις των εισαγόμενων σε στρατιωτικές σχολές κάθε χρόνο, ανάλογα με το τι επιτάσσει το εκάστοτε μνημόνιο και οι διαθέσιμοι πόροι δεν αποτελούν σοβαρή παρέμβαση, όταν δε γίνονται με ένα σαφές μακροπρόθεσμο σχέδιο, που να λαμβάνει υπόψιν όλες τις παραμέτρους κόστους-οφέλους, υφιστάμενων παθογενειών και ελλείψεων, υπάρχοντων και μελλοντικών επιχειρησιακών αναγκών, πρόβλεψης, εξειδίκευσης και συνεχούς μετέπειτα αξιολόγησης και ποιοτικής και σύγχρονης μετεκπαίδευσης. Με συνολική αναβάθμιση και επέκταση του ρόλου του ΓΕΕΘΑ, ώστε να διευκολύνεται και η σε κάθε έκφανση ουσιαστική συνεργασία μεταξύ των Κλάδων και να προάγεται μια διακλαδική νοοτροπία από την «πηγή». Επίσης, αναδιαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, ιδιαίτερη έμφαση σε νέες τεχνολογίες και σύγχρονες μεθόδους παραγωγής στελεχών – τεχνοκρατών, και όχι μια αλυσίδα αναπαραγωγής νοοτροπιών στείρου εθνικού φρονήματος, με έλλειψη εξειδίκευσης και παροχή παρωχημένων γνώσεων και νοοτροπιών. Η δεξαμενή νέων που επιλέγει τις ΕΔ ως επαγγελματική πορεία είναι αξιολογότατη, οφείλουμε να την αντιμετωπίσουμε και δεόντως, ως μια επένδυση ανθρώπινου κεφαλαίου υψηλής αξίας και όχι να καθίστανται κοινωνοί μιας νοοτροπίας «άβατου», σε απόσταση από τη σύγχρονη κοινωνία και τις παραγωγικές απαιτήσεις της.
Τα παραπάνω δεν αποτελούν παρά μονάχα κάποιες σκέψεις που μπορούν άμεσα να εφαρμοστούν. Το μείζον ζήτημα της αναδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων και της Δομής Δυνάμεων, βέβαια, είναι ως γνωστόν ένα γεφύρι της Άρτας, που ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν. Αποσπασματικές απόπειρες για εκσυγχρονισμό και ορθολογισμό δεν ευοδώθηκαν, είτε λόγω πολιτικού κόστους είτε λόγω αγκυλώσεων της εκάστοτε στρατιωτικής ηγεσίας. Στη συγκυρία που βρισκόμαστε, με την πλάτη στον τοίχο, με ένα μνημόνιο που έχει σαφείς και καθορισμένες μειώσεις δαπανών, όπως και σε κάθε άλλο τομέα του κράτους που απαιτεί μεταρρυθμίσεις, έτσι και στις ΕΔ, μπορούμε είτε να καταφύγουμε σε οριζόντια μέτρα, είτε να κάνουμε αυτό που από καιρό έπρεπε να έχουμε κάνει. Δομικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες οφείλαμε σαν κράτος να έχουμε προχωρήσει προ πολλού και που δεν έχουν να κάνουν ούτε με μισθολογικά, συνδικαλιστικά ή εξοπλιστικά ζητήματα τα οποία άπτονται διαφορετικών αναλύσεων.
Έστω και υπό την πίεση της έξωθεν περικοπής δαπανών, υπάρχουν τομείς που μπορούν να αναδιαρθρωθούν άμεσα και που θα καταστήσουν τις ΕΔ πιο σύγχρονες, πιο οικονομικές, πιο ευέλικτες, πιο αποτελεσματικές, πιο διαφανείς. Και κυριότερα, πολλές από αυτές τις αλλαγές μπορούν να υλοποιηθούν άμεσα και έχουν τεθεί ως ζητήματα προ πολλού και αποτελούν μέρος της λύσης στο πρόβλημα των απελπιστικά περιορισμένων πόρων.
Η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία πρέπει, και υποχρεούται πλέον χωρίς αναβολή, με ειλικρίνεια να αντιμετωπίσει υπαρκτές παθογένειες δεκαετιών. Η μεν να αποβάλλει συντεχνιακές και προσωπικές φιλοδοξίες και να γιατρέψει κακοφορμισμένες πληγές στα σπλάχνα της, η δε να αψηφήσει τα μικροπολιτικά παιχνίδια και να επωμιστεί το πολιτικό κόστος. Το διακύβευμα είναι μεγάλο και κρίσιμο, και χωρίς τη σύμπραξη και των δύο μερών, ενδεχόμενες προσπάθειες θα πέσουν στο κενό”.