«Με σταθερή τη θέση μας ότι η απαράδεκτη κράτηση των δύο στρατιωτικών στελεχών μας δεν συμψηφίζεται ούτε ανταλλάσσεται με αποφάσεις της ανεξάρτητης ελληνικής Δικαιοσύνης διεκδικούμε την επιστροφή τους στην πατρίδα μας», δηλώνει για τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς ο Φώτης Κουβέλης σε συνέντευξή του στο «Έθνος της Κυριακής».
Τονίζει ότι «η Ελλάδα είναι χώρα της ειρήνης και αυτή θέλει να προάγεται στην περιοχή» και πως «ταυτόχρονα όμως ξέρει και μπορεί, σε κάθε στιγμή, με επάρκεια και με ικανή αποτρεπτική δύναμη να προστατεύει τα κυριαρχικά εθνικά δικαιώματά της».
Αναλυτικά η συνέντευξη του Αναπληρωτή Υπουργού Εθνικής Άμυνας Φώτη Κουβέλη στην εφημερίδα «ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», η οποία δημοσιεύεται υπό τον τίτλο «Η Κεντροαριστερά να μην γίνει Πόντιος Πιλάτος»:
-Ο κ. Γιουνκέρ είχε ζητήσει από τον Τούρκο Πρόεδρο να επιστρέψουν στα σπίτια τους οι δύο Έλληνες στρατιωτικοί πριν από το Ορθόδοξο Πάσχα. Ωστόσο οι εξελίξεις γενικότερα, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Ο Ερντογάν πώς αντιμετωπίζει την υπόθεση;
-Η σύλληψη και η κράτηση των δύο στρατιωτικών στελεχών μας αφορά σε ένα περιστατικό διασυνοριακού χαρακτήρα. Θα μπορούσε και έπρεπε να αντιμετωπισθεί με μια απλή συνεννόηση μεταξύ των δύο πλευρών, όπως αντιμετωπίζονταν τέτοια περιστατικά στο πρόσφατο όσο και στο πιο μακρινό παρελθόν. Εμείς, από την πρώτη στιγμή, έτσι θελήσαμε να αντιμετωπισθεί. Η Τουρκία όμως δεν ανταποκρίθηκε και ενέταξε το περιστατικό στην κλιμακούμενη ένταση. Είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι για ένα και πλέον μήνα κρατούνται στις φυλακές οι στρατιωτικοί μας. Με σταθερή τη θέση μας ότι η απαράδεκτη κράτηση των δύο στρατιωτικών στελεχών μας δεν συμψηφίζεται ούτε ανταλλάσσεται με αποφάσεις της ανεξάρτητης ελληνικής δικαιοσύνης διεκδικούμε την επιστροφή τους στην πατρίδα τους. Η δραστηριότητα της εξωτερικής μας πολιτικής και συστηματική και επίμονη είναι για την αποφυλάκιση των αξιωματικών. Στο πλαίσιο αυτό βρίσκονται οι ενέργειες και οι δηλώσεις του κ. Γιουνκέρ.
-Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι “δεν φοβόμαστε” από την τουρκική επιθετικότητα κι ότι η Ελλάδα έχει ισχυρή αποτρεπτική δύναμη. Έχει σημάνει ήδη συναγερμός; Και τι σημαίνει αυτό για το Αιγαίο;
-Η απάντηση στην επιθετική ρητορική της Τουρκίας είναι ότι δεν υπάρχουν «γκρίζες» ζώνες. Το διεθνές δίκαιο με τις διεθνείς συνθήκες με σαφή τρόπο ορίζουν τα κυριαρχικά δικαιώματά μας. Η Ελλάδα είναι χώρα της ειρήνης και αυτή θέλει να προάγεται στην περιοχή. Ταυτόχρονα όμως ξέρει και μπορεί, σε κάθε στιγμή, με επάρκεια και με ικανή αποτρεπτική δύναμη να προστατεύει τα κυριαρχικά εθνικά δικαιώματά της. Δεν υπάρχει κανένας συναγερμός.
-Για το Σκοπιανό είχατε πει ότι μπορεί να βρεθεί λύση με μια Διεθνή Σύμβαση που υπερισχύει του Συντάγματος. Τι εννοείτε;
-Η λύση του λεγόμενου «Μακεδονικού ζητήματος» είναι συμφέρουσα και για την Ελλάδα, με προϋποθέσεις που αφορούν τους αλυτρωτισμούς, την εγγύηση των συνόρων και με σύνθετη ονομασία, με χρήση έναντι όλων (erga omnes). Η χώρα μας μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στη σταθερότητα της περιοχής και να αναδειχθεί παράγοντας αυτής της σταθερότητας. Μια περιοχή με προβληματική σχέση των πληθυσμιακών ομάδων που τη συναποτελούν. Μια «διεθνής συνθήκη», με καταγεγραμμένες τις δεσμεύσεις σχετικά με τον αλυτρωτισμό, στις πολλές εκφάνσεις του, τη μη αμφισβήτηση των συνόρων, την ονομασία, υπερισχύει του υπάρχοντος ή μελλοντικού Συντάγματος. Βέβαια, η αναθεώρηση του Συντάγματος της ΠΓΔΜ και η ταυτόχρονη εναρμόνισή του με τους όρους της «διεθνούς συνθήκης» θα αποτελεί υποχρέωσή της έναντι του διεθνούς δικαίου. Η «μη λύση», εξάλλου, τροφοδοτεί τις επεκτατικού χαρακτήρα επιλογές της Τουρκίας, η οποία επιδεικνύει το «ενδιαφέρον» της για τους τουρκικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς της περιοχής για να αναπτύξει το δικό της τόξο επιρροής. Να συνυπολογίσουμε ακόμα και την αναδεικνυόμενη, από πολιτικές δυνάμεις της περιοχής, διάθεση για τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας».
-Κύριε υπουργέ, μιλάτε σε κάθε ευκαιρία για την ανάγκη οικοδόμησης ενός ισχυρού προοδευτικού πόλου. Και ενός μοντέλου προοδευτικής διακυβέρνησης;
-Στη χώρα διαμορφώνονται δύο πολιτικοί πόλοι: ο ένας βαθύτατα νεοφιλελεύθερος και συντηρητικός και ο άλλος προοδευτικός. Οι πολιτικές δυνάμεις του λεγόμενου ενδιάμεσου χώρου – είτε αναφέρονται ως «κεντροαριστερά» είτε ως «σοσιαλδημοκρατικές» – δεν μπορούν να νίπτουν τας χείρας τους. Δικαιώνοντας τον αυτοπροσδιορισμό τους, πρέπει να αναζητήσουν συγκλίσεις με την αριστερά και να κλείσουν επί της ουσίας το κεφάλαιο της συμπόρευσης με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Οι προοδευτικές δυνάμεις εάν θέλουν να είναι πράγματι προοδευτικές δεν μπορεί να είναι ουδέτεροι παρατηρητές της σύγκρουσης μεταξύ της προοδευτικής και συντηρητικής πολιτικής και να μένουν ανενεργές σε ό,τι αφορά τις συμμαχίες τους. Η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα και η δυσκολία του εγχειρήματος της προοδευτικής διακυβέρνησης, υπαγορεύει τις ευρείες κοινωνικές και πολιτικές προοδευτικές συνεργασίες και συμπλεύσεις.
Η ομαλοποίηση των σχέσεών της Κεντροαριστεράς με την Αριστερά δεν αντιστρατεύεται την προσπάθεια του αυτοπροσδιορισμού της ούτε οδηγεί στον ετεροκαθορισμό της από το ΣΥΡΙΖΑ. Η αντιπαράθεσή της στη νεοφιλελεύθερη πολιτική, στους φθοροποιούς τακτικισμούς και στην καταστροφολογική αντιπολίτευση της Ν.Δ. θα μπορούσε στρατηγικά να διαμορφώσει στοιχεία και προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός προοδευτικού πόλου. Η αντίθεση προοδευτικών και συντηρητικών δυνάμεων εξακολουθεί να είναι παρούσα.
– Η πρωτοβουλία της κυρίας Γεννηματά για την εκκίνηση της διαδικασίας αναθεώρησης μπορεί να οδηγήσει σε πλειοψηφία των 180 βουλευτών;
-Θεωρώ θετική τη θέση της κ. Γεννηματά να ανταποκριθεί στην ανάγκη να εκκινήσει η διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος και αναδεικνύει την πολιτική στάση να δημιουργηθεί ευρεία, κατά το δυνατό, συναίνεση για συνταγματικές αλλαγές. Η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί δυνατότητα να υπάρξουν οι θεσμικές αλλαγές που θα αναζωογονούν τη λειτουργία της δημοκρατίας. Η αναθεώρηση είναι δυνατότητα και ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί υποταγμένη σε βραχυπρόθεσμες κομματικές σκοπιμότητες και ανάγκες. Πρέπει δε να εξασφαλίσει τη διεύρυνση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου και προοδευτικές τομές της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Και βεβαίως να καταργήσει την απαράδεκτη διάταξη για την ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης.
-Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αρνήθηκε να “συζητήσει” με την παρούσα κυβέρνηση για το «Μακεδονικό» και το Σύνταγμα. Πώς το σχολιάζετε;
-Η άρνηση του κ. Μητσοτάκη να αποδεχθεί την εκκίνηση της αναθεωρητικής διαδικασίας κρίνει επί της ουσίας τις εξαγγελίες και τις υποσχέσεις του για εκσυγχρονισμούς και νέα πολιτική. Αναδεικνύουν την υποταγή στη στείρα αντιπολιτευτική τακτική που ασκεί στην Κυβέρνηση σε πολλά και πολλαπλά επίπεδα, με την προσδοκία και την εκτίμηση ότι έτσι θα την αποδομήσει. Αποδομεί όμως έτσι όχι την Κυβέρνηση αλλά τα συμφέροντα της χώρας. Και τούτο, σε πλήρη αναντιστοιχία με τα όσα έλεγε για το Σύνταγμα και με όσα η παράταξή του υποστήριζε για την «εθνική γραμμή» στην επίλυση του λεγόμενου «μακεδονικού ζητήματος».