«Ιστορική ευκαιρία για επαναπροσδιορισμό των σχέσεων Αθήνας-Μόσχας»

Γράφει ο
Ηλίας Ηλιόπουλος*

Ακαριαία υπήρξε η αντίδραση του νεοεκλεγέντος Πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα – καθώς και του μόλις διορισθέντος Υπουργού Εξωτερικών κ. Νίκου Κοτζιά – στο τελευταίο (μέχρι τούδε!) ατόπημα της Ε.Ε.

Σημειωτέον, μάλιστα, ότι το διαπραχθέν ατόπημα της (αυτονομηθείσης από τους Κυριάρχους Λαούς) Υπερεθνικής Γραφειοκρατικής Ελίτ των Βρυξελλών υπήρξε διττό:
– τόσον επί της αρχής, καθώς εμφάνιζε, ψευδώς και παραπλανητικώς, μίαν ανακοίνωση του υπερεθνικού τεχνογραφειοκρατικού «apparatus» των Βρυξελλών ως δήθεν «δήλωση Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων» της Ε.Ε. (τουτέστιν …«καραμπινάτη» πλαστογραφία του αισχίστου είδους, για να συνεννοούμεθα!),
– όσον και επί της ουσίας, καθώς, για μιαν ακόμη φορά, το υπερεθνικό υβριδικό κρατικό μόρφωμα των Βρυξελλών έσπευσε να ευθυγραμμισθεί κατά κεραίαν με την Ηγεμονεύουσα Πλανητική Δύναμη (και) στην νέα φάση κλιμακώσεως του οικονομικού, διπλωματικού, ψυχολογικού και ανορθοδόξου πολέμου, τον οποίον έχει εξαπολύσει η Ουάσιγκτων κατά της Μόσχας.

Προσέτι, η αντίδραση της Ελληνικής Κυβερνήσεως υπήρξε όχι μόνον άμεση αλλά και η απολύτως προσήκουσα, καθ’ ο μέτρον ο Πρωθυπουργός, διά στόματος Γενικού Γραμμματέως της Κυβερνήσεως, κατέστησε απολύτως σαφές ότι η δήθεν «δήλωση Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Ε.Ε.» κυκλοφόρησε «χωρίς να έχει ακολουθηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία για την εξασφάλιση συναίνεσης των κρατών-μελών και ειδικότερα χωρίς να εξασφαλισθεί η συναίνεση της Ελλάδας».

Η προαναφερθείσα αντίδραση του Πρωθυπουργού είναι πολλαπλώς σημαντική: Κατ’ αρχάς, έρχεται να υπενθυμίσει (μετά από πολύν καιρό, φευ!) ότι ουδείς (ούτε η Υπερεθνική Ελίτ των Βρυξελλών) επιτρέπεται να «παίζει εν ου παικτοίς» – και δη να παίζει με την εθνική αξιοπρέπεια και τα κυριαρχικά δικαιώματα των Λαών (στην περίπτωση του Ελληνικού Λαού, αμφότερα έχουν τρωθεί βαναύσως και κατά συρροήν τα τελευταία χρόνια).
Εις τα καθ’ ημάς, εξ άλλου, οφείλουμε να συνεκτιμήσουμε ότι η απελθούσα Κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου φέρει την ιστορική ευθύνη μιας πρωτοφανούς ρήξεως των σχέσεων Ελλάδος-Ρωσσίας. Οι κ.κ. Σαμαράς και Βενιζέλος βαρύνονται με πλειάδα αστοχιών και εσφαλμένων αποφάσεων σε μείζονος γεωπολιτικής-γεωοικονομικής-γεωστρατηγικής σημασίας ζητήματα, όπως:

α) η διαρκής και συστηματική υπονόμευση ή υποτίμηση της ενεργειακής συζεύξεως Ελλάδος-Ρωσσίας, σε συνέχεια της αναλόγου πολιτικής, που είχε εφαρμόσει ο κ. Γιώργος Παπανδρέου,

β) ο τορπιλλισμός της αμυντικοπολιτικής και αμυντικοτεχνικής συνεργασίας Ελλάδος-Ρωσσίας και η ακύρωση των όποιων βημάτων είχαν σημειωθεί στον τομέα αυτό, κυρίως επί Κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή (του νεωτέρου),

γ) η σπουδή του τότε Υπουργού Εξωτερικών κ. Βενιζέλου να νομιμοποιήσει πολιτικώς το «μετα-μοντέρνο» πραξικόπημα του Κιέβου και να αναγνωρίσει διπλωματικώς την εγκληματική συμμορία, η οποία υφήρπασε εξ εφόδου την εξουσία,

δ) ομοίως, η σπουδή του τότε Υπουργού Εξωτερικών – και συνεπώς, εν τέλει, του τότε Πρωθυπουργού – να ευθυγραμμισθεί προς τις διεθνοδικαιϊκώς παράνομες και πολιτικώς βλακώδεις (καθ’ ότι άκρως επιζήμιες για τα εθνικά αλλά και τα καλώς νοούμενα «ευρωπαϊκά» συμφέροντα) μονομερείς οικονομικές και λοιπές κυρώσεις της Υπερεθνικής Γραφειοκρατικής Ελίτ των Βρυξελλών εις βάρος της Ρωσσίας.

Επειδή, όμως, όποιος διαθέτει επίγνωση των γεωπολιτικών δεδομένων και ιστορική μνήμη, γνωρίζει ότι το (εναγωνίως αναζητούν λόγον υπάρξεως!) ΝΑΤΟ όχι μόνον αρνήθηκε σθεναρώς επί μισόν αιώνα να μας παράσχει την (διακαώς αναμενομένη εκ μέρους μας) αμυντική κάλυψη αλλά, τουναντίον, κατέστη το κατ’ εξοχήν εργαλείο υποσκάψεως των ελληνικών εθνικών συμφερόντων κατά τον 50ετή «Ακήρυκτο Πόλεμο» Ελλάδος-Τουρκίας (Πτέραρχος Ν. Κουρής) – για να μη μιλήσουμε, βεβαίως, για το στρατηγικώς ανύπαρκτο μόρφωμα που με επηρμένη αυταρέσκεια αυτοαποκαλείται, καταχρηστικώς, «Ευρωπαϊκή Ένωση» –,
διά ταύτα επιβάλλεται όπως επειγόντως η Αθήνα ανακρούσει πρύμναν και πράξει τα δέοντα, μήπως και καταφέρει να περισωθεί ό,τι δύναται ακόμη να περισωθεί εκ της ιστορικής σχέσεως Ελλάδος-Ρωσσίας.

Διότι ο εν λόγω δεσμός έρχεται από πολύ μακριά, επέδειξε δε αξιοθαύμαστη γεωπολιτική αντοχή στο διάβα των αιώνων εις πείσμα των συγκυριακών ιδεολογημάτων (αρκεί να αναλογισθεί κανείς την εγκαθίδρυση αρίστων διμερών σχέσεων το 1960, εν μέσω κλιμακώσεως του Ψυχρού Πολέμου παγκοσμίως – και επί Κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή του αρχαιοτέρου εν Ελλάδι, όταν το κλεινόν άστυ γέμισε …τρόλλεϋ εν μια νυκτί!).

Ο εν λόγω δεσμός των δύο εθνών υπέστη βλάβη παρ’ ολίγον ανήκεστη τα τελευταία έτη, εξ αιτίας της ασύγγνωστης στρατηγικής μυωπίας και των συνδρόμων υποτελείας που χαρακτήριζαν τις πολιτικές ανθυπομετριότητες, οι οποίες κατοικοέδρευαν, έως την παρελθούσα Δευτέρα, στο Μέγαρο Μαξίμου και επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας.

Η νέα Ελληνική Κυβέρνηση διαθέτει την ιστορική ευκαιρία να προβεί στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων Ελλάδος-Ρωσσίας με αποκλειστικό κριτήριο το εθνικό συμφέρον και στο πλαίσιο μιας ανεξάρτητης, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, απηλλαγμένης από σύνδρομα υποτελείας έναντι των πάλαι ποτέ «Προστατίδων Δυνάμεων». Αναντιλέκτως δε σε αυτό θα έχει την ομόθυμη υποστήριξη του Ελληνικού Λαού.

*Διδάκτωρ Ιστορίας Ανατολικής Ευρώπης του Πανεπιστημίου Μονάχου, τ. Διευθυντής του Τμήματος Πολιτικών και Στρατηγικών Σπουδών και τ. Καθηγητής της Έδρας Πολιτικών και Στρατηγικών Σπουδών της Διεθνούς Σχολής Πολέμου Βαλτικής (Tartu Εσθονίας).