Η γεωστρατηγική αξία της Ελλάδας, οι παραδοσιακές της διεθνείς σχέσεις, η πολυδιάστατη διπλωματία της όπως αυτή θεμελιώθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, σε συνδυασμό με τη σημερινή αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, και με την πύκνωση του ενδιαφέροντος για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια, δημιουργούν σειρά γεωπολιτικών ευκαιριών και δυνατοτήτων που οφείλει να αξιοποιήσει η χώρα.
Στο περιβάλλον αυτό θα πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί ότι η Τουρκία έχοντας εισέλθει σε μια περίοδο αποδυτικοποίησης εξελίσσεται σε έναν απρόβλεπτο και, τελικά, αβέβαιο σύμμαχο για τη Δύση.
Σε αυτήν ακριβώς τη γεωπολιτική συγκυρία, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, σταθερά θεμελιωμένες σε κοινές αξίες και ευρύτερα συγκλίνοντα συμφέροντα, αποκτούν νέα δυναμική και περιεχόμενο.
Εδώ και χρόνια, στην Αθήνα και την Ουάσιγκτον, όλο και συχνότερα γίνονται επίσημες και ανεπίσημες αναφορές στον στρατηγικό χαρακτήρα των σχέσεων Ελλάδας και ΗΠΑ. Δηλαδή σε σχέσεις που είναι ιστορικές και στέρεες, που ξεπερνούν την εκάστοτε συγκυρία, έχουν βάθος χρόνου, εύρος περιεχομένου και ανοικτό ορίζοντα στο μέλλον.
Πιστεύω στον στρατηγικό χαρακτήρα αυτών των σχέσεων, η διάσταση των οποίων αναδείχθηκε συμβολικά και ουσιαστικά τον περασμένο Σεπτέμβριο στην πολύ επιτυχημένη ΔΕΘ με τιμώμενη χώρα τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Θεωρώ ότι αυτές οι σχέσεις οφείλουν να είναι θεμελιωμένες σε τρεις βασικές παραδοχές: τις κοινές αξίες, τον αμοιβαίο σεβασμό, και το αμοιβαίο όφελος .
Η ενισχυμένη στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας και ΗΠΑ στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, οι συμπράξεις σε επιχειρησιακό επίπεδο, οι κοινές εκπαιδεύσεις και ο συμβατός εξοπλισμός δημιουργούν ένα σημαντικό πεδίο στο οποίο μπορούν να στηριχθούν οι διμερείς σχέσεις για να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο.
Εξάλλου η κοινή αντίληψη που έχει διαμορφωθεί μεταξύ ελλήνων και αμερικανών αξιωματικών αποτελούν έναν λειτουργικό πυρήνα συνεργασίας που πολλαπλασιάζει τις λειτουργικές συνέργειες μεταξύ των δύο χωρών.
Επίσης, η αξιοποίηση των ευκαιριών που δίνει στην αμυντική συνεργασία η βάση της Σούδας, μπορεί να γίνει με ανανεώσεις μεγαλύτερης διάρκειας από τη συνηθισμένη ετήσια, προκειμένου έτσι να υπάρξει και ουσιαστικότερος σχεδιασμός στρατιωτικός και πολιτικός.
Καθοριστικό υποστηρικτικό παράγοντα διαδραματίζει και η ελληνική ομογένεια στις ΗΠΑ. Την οποία και τα δύο κράτη οφείλουν να αξιοποιήσουν περεταίρω και πιο δημιουργικά ως ισχυρό παράγοντα ώθησης κοινών επιδιώξεων και αντιλήψεων, έτσι ώστε να διευρύνεται και να εμβαθύνεται διαρκώς η επικοινωνία των δύο χωρών και λαών.
Όμως για να αποκτήσουν οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις στρατηγικό ειδικό βάρος, χρειάζεται να αποκτήσουν μεγαλύτερο εύρος και βάθος.
Χρειάζεται να γίνουν συγκεκριμένα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση προκειμένου το θετικό κλίμα να εξελιχθεί σε απτά βήματα.
Ένα τέτοιο βήμα θα μπορούσε να είναι η σύσταση Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας- ΗΠΑ, κατά το πρότυπο και αντιστοίχων που έχει θεσμοθετήσει η Ελλάδα με άλλες χώρες, όπως το Ισραήλ, η Σερβία, η Βουλγαρία, ακόμα και η Τουρκία.
Αυτό σημαίνει ότι σε τακτά χρονικά διαστήματα, δύο φορές τον χρόνο, μία φορά στην Ουάσιγκτον και μία στην Αθήνα, θα πραγματοποιούνται συναντήσεις μελών της κυβέρνησης και των τεχνοκρατών των δύο χωρών. Η εκπροσώπηση από διάφορα υπουργεία και η ευρεία συζήτηση μεταξύ τους θα καταλήγει στον καθορισμό συγκεκριμένων, μετρήσιμων και πραγματοποιήσιμων στόχων, ώστε η συνεργασία αυτή να προχωρήσει ουσιαστικά και παραγωγικά.
Στόχος είναι να καλύψει πεδία όπως η οικονομία -με έμφαση στις επενδύσεις, η ενέργεια και η υψηλή τεχνολογία, η ασφάλεια, η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, η κυβερνοασφάλεια, καθώς και οι παραδοσιακές απειλές, οι οποίες παραμένουν στον ορίζοντα.
Η σύσταση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας υπηρετεί αυτόν ακριβώς το στόχο. Αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για να υλοποιηθούν οι ιδέες και να μετουσιωθούν σε γεωπολιτική προστιθέμενη αξία και συγκεκριμένα οφέλη και για τις δύο χώρες.
Τη συγκεκριμένη πρόταση, έκανα δημοσίως, από το βήμα του Thessaloniki Summit και έτυχε θερμής και θετικής ανταπόκρισης από τον Πρέσβη των ΗΠΑ κ. Geoffrey R. Pyatt, ο οποίος αναγνώρισε την ουσιαστική και αμοιβαίου ενδιαφέροντος συμβολή που μπορεί να έχει το προτεινόμενο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας.
Για την υλοποίησή του δεσμεύεται να εργαστεί η Νέα Δημοκρατία, ως η επόμενη κυβέρνηση της χώρας, με κεντρικό άξονα την υπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων και την μέγιστη αξιοποίηση της γεωπολιτικής ισχύος της χώρας μας.
Γιώργος Κουμουτσάκος
Βουλευτής Β’ Αθηνών
Τομεάρχης Εξωτερικών Νέας Δημοκρατίας