Την ανάγκη να ενισχυθεί η Ελληνική Αμυντική βιομηχανία, αλλά και στις κινήσεις που έχουν γίνει για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, τονίζει ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Χαρδαλιάς.
Με άρθρο του στην εφημερίδα «Παρόν» ο κ. Χαρδαλιάς αναφέρεται μεταξύ άλλων στα εξοπλιστικά προγράμματα των τελευταίων ετών, όπως την προμήθεια αεροσκαφών Rafale και φρεγατών Belharra, προαναγγέλλει την παραγγελία μιας μοίρας αεροσκαφών πέμπτης γενιάς F-35, αλλά και στην αναβάθμιση των αρμάτων μάχης Leopard 2Α4 και την απόκτηση νέων ερπυστριοφόρων ΤΟΜΑ.
Όπως όμως επισημαίνει ο ΥΦΕΘΑ, «χωρίς μια ισχυρή και εξωστρεφή αμυντική βιομηχανία που να προάγει την καινοτομία και να ενισχύει την αυτάρκεια, οι αμυντικές ανάγκες όχι μόνο δεν μπορούν να καλυφθούν επαρκώς, αλλά δύνανται ακόμα και να μετατραπούν σε τροχοπέδη στην ανάπτυξη της οικονομίας».
Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Χαρδαλιάς κάνει μια ανασκόπηση για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει κατά το πρόσφατο παρελθόν η ελληνική αμυντική βιομηχανία, παραθέτοντας τα βήματα που έχουν γίνει την τελευταία τετραετία, χωρίς ωστόσο «μαξιμαλισμούς», καθώς – όπως επισημαίνει – «… απαιτείται ασφαλώς μια ορθολογική διαχείριση των προσδοκιών μας ως προς τις βραχυπρόθεσμες δυνατότητες της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας».
Ωστόσο ο ΥΦΕΘΑ καταλήγει στο άρθρο του αναφέροντας για την ελληνική αμυντική βιομηχανία πως «ο δημιουργικός της εκσυγχρονισμός, σε συνδυασμό με τη γνωστή κλίση του Έλληνα προς την καινοτομία, μπορούν να τη μετατρέψουν εντός αυτής της δεκαετίας σε έναν υπολογίσιμο πολλαπλασιαστή ισχύος για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά και σε ένα σημαντικό παράγοντα του ευρύτερου δυναμικού της εθνικής μας οικονομίας».
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του ΥΦΕΘΑ, Νίκου Χαρδαλιά:
«Η εντολή για μια ισχυρή μεταρρυθμιστική κυβέρνηση που έδωσε ο ελληνικός λαός στη Νέα Δημοκρατία τον Ιούλιο του 2019 δεν θα μπορούσε ασφαλώς να μην περιλαμβάνει τις Ένοπλες Δυνάμεις. Μετά από μια τραυματική περίοδο «ισχνών αγελάδων», που ήταν απόρροια των δύσκολων οικονομικών δεδομένων της δεκαετίας του 2010, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έλαβε με την έναρξη της θητείας αυτής της κυβέρνησης μια ξεκάθαρη κατεύθυνση από τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη: Οικοδομείστε τις ισχυρότερες Ένοπλες Δυνάμεις στην Ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Στόχος φιλόδοξος και μακροπρόθεσμος, αλλά ταυτόχρονα απολύτως επίκαιρος και αναγκαίος.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι Ένοπλες Δυνάμεις αναβαθμίστηκαν αποφασιστικά εντός της προηγούμενης τετραετίας. Κρίσιμο σκέλος αυτής της προσπάθειας ήταν τα εμβληματικά εξοπλιστικά προγράμματα, όπως η προμήθεια είκοσι τεσσάρων υπερσύγχρονων αεροσκαφών Rafale και τριών φρεγατών Belharra. Μαζί με την επικείμενη παραγγελία μιας μοίρας αεροσκαφών πέμπτης γενιάς F-35, την αναβάθμιση των αρμάτων μάχης Leopard 2Α4, την απόκτηση νέων, υπερσύγχρονων ερπυστριοφόρων ΤΟΜΑ, καθώς και την ολοκλήρωση της αναβάθμισης των αεροσκαφών F-16 στην κορυφαία έκδοση Viper, τα συστήματα αυτά θα επισφραγίσουν την ελληνική στρατιωτική υπεροχή στην ευρύτερη περιφέρεια της χώρας μας για δεκαετίες.
Οι προμήθειες εξελιγμένων οπλικών συστημάτων έχουν όμως περιορισμένη αξία, αν δεν υλοποιούνται υπό το πρίσμα ενός μεθοδικού και ολιστικού πλάνου αναβάθμισης των αμυντικών δυνατοτήτων μιας χώρας. Πιο συγκεκριμένα, χωρίς μια ισχυρή και εξωστρεφή αμυντική βιομηχανία που να προάγει την καινοτομία και να ενισχύει την αυτάρκεια, οι αμυντικές ανάγκες όχι μόνο δεν μπορούν να καλυφθούν επαρκώς, αλλά δύνανται ακόμα και να μετατραπούν σε τροχοπέδη στην ανάπτυξη της οικονομίας. Για αυτό τον λόγο, σε όλα τα φιλόδοξα εξοπλιστικά προγράμματα της τελευταίας τετραετίας, επιδιώχθηκε η συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα ναυπήγησης των φρεγατών Belharra, στο πλαίσιο του οποίου θα δοθεί σημαντικό υποκατασκευαστικό έργο σε ελληνικές εταιρείες.
Τον Ιούλιο του 2019, η ελληνική αμυντική βιομηχανία απείχε πολύ από την αξιοποίηση της πραγματικής δυναμικής της. Τα διαχρονικά αίτια είναι γνωστά, ακόμα και πέραν των «παροικούντων την Ιερουσαλήμ». Επομένως, όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, απαιτούνταν εκ μέρους της κυβέρνησης η ανάληψη αποφασιστικής δράσης, με συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους.
Σήμερα, μετά από τέσσερα σχεδόν έτη διακυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, το τοπίο έχει διαφοροποιηθεί. Οι ελληνικές αμυντικές εταιρείες παρουσιάζουν πλέον τα προϊόντα τους στις κορυφαίες αμυντικές εκθέσεις στον κόσμο, όπως την AUSA στις ΗΠΑ και τη Euronaval στη Γαλλία. Μάλιστα, μεταξύ 9 και 11 Μαΐου, θα διεξαχθεί για δεύτερη φορά η δική μας Διεθνής Έκθεση Άμυνας και Ασφάλειας DEFEA στην Αθήνα, στην οποία έχουν δηλώσει συμμετοχή μέχρι στιγμής 350 κορυφαίες αμυντικές εταιρίες από 27 χώρες, ακολουθούμενες από εκατοντάδες εκπροσώπους της ελληνικής και διεθνούς αμυντικής κοινότητας.
Εναργώς αναδεικνύεται εξάλλου από τους αριθμούς η έμφαση που αποδίδει η κυβέρνησή μας στην καινοτομία: Ελληνικές εταιρείες συμμετείχαν σε 72 προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης με εθνική και ευρωπαϊκή χρηματοδότηση κατά την περίοδο 2019-2022, έναντι κανενός κατά την περίοδο 2015-2019.
Αναγέννηση παρατηρείται και στην αεροπορική και ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία της πατρίδας μας. Χάρη στον εκσυγχρονισμό μέσω της εταιρικής διακυβέρνησης, στην εξαίρεση των υπαλλήλων της εταιρείας από την κινητικότητα στο δημόσιο τομέα και στην ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού, η μέχρι πρόσφατα περιθωριοποιημένη Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) έχει σήμερα αξιόλογη συμμετοχή στο πρόγραμμα αναβάθμισης των αεροσκαφών F-16 στην έκδοση Viper, καθώς και των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας P-3.
Αλλά και τα ναυπηγεία μας βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο της προσοχής της Πολιτείας, όπως αρμόζει σε μια παραδοσιακή ναυτική δύναμη σαν την Ελλάδα. Η εξυγίανση τόσο των Ναυπηγείων Ελευσίνας, όσο και αυτών του Σκαραμαγκά, πέρασε μέσα από την αρμονική συνεργασία του δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα. Η επιλογή αυτή, της οποίας τα αποτελέσματα θα φανούν στα αμέσως επόμενα έτη, είναι ενδεικτική της εμπιστοσύνης αυτής της κυβέρνησης στις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου.
Απαιτείται ασφαλώς μια ορθολογική διαχείριση των προσδοκιών μας ως προς τις βραχυπρόθεσμες δυνατότητες της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Ωστόσο, ο δημιουργικός της εκσυγχρονισμός, σε συνδυασμό με τη γνωστή κλίση του Έλληνα προς την καινοτομία, μπορούν να τη μετατρέψουν εντός αυτής της δεκαετίας σε έναν υπολογίσιμο πολλαπλασιαστή ισχύος για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, αλλά και σε ένα σημαντικό παράγοντα του ευρύτερου δυναμικού της εθνικής μας οικονομίας».