Για την ανάγκη κοινής πολιτικής στο θέμα των εξοπλισμών η οποία θα μπορούσε να έχει «σημαντικές ωφέλειες» για όλο το βιομηχανικό τομέα έκανε λόγο ο Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας Δημήτρης Βίτσας.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε συνέντευξη στο μηνιαίο ιταλικό περιοδικό Espansione, ο ΑΝΥΕΘΑ τόνισε ότι κοινή πολιτική στους εξοπλισμούς θα ενισχύσει την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, η οποία στη βάση ενός καταμερισμού ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, θα συμβάλει στη διάχυση μιας αμοιβαία επωφελούς ανάπτυξης.
Η συνέντευξη δημοσιεύεται με τον τίτλο «Κοινή Άμυνα για όλη την ΕΕ» προαναγγέλλεται στο εξώφυλλο του περιοδικού με τον τίτλο «Από την Ελλάδα άνοιγμα σε κοινές πολιτικές».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του δημοσιεύματος
Εισαγωγή: «Ιταλία και Ελλάδα είναι δύο κράτη με πολλά κοινά χαρακτηριστικά: ιστορικά, και οι δύο αποτέλεσαν το λίκνο πολιτισμών επί των οποίων βασίζεται ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός, γεωγραφικά και οι δύο βρέχονται από τρεις πλευρές από τη Μεσόγειο Θάλασσα, και, επιπλέον, είναι μέλη των ίδιων διεθνών οργανισμών όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Στις τρέχουσες διεθνείς συγκυρίες οι δύο χώρες πρέπει να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις, είτε ανθρωπιστικού χαρακτήρα είτε εσωτερικής ασφάλειας, που προκύπτουν από την αστάθεια που συνταράσσει τις χώρες στην άλλη όχθη της Μεσογείου, οι οποίες, προοπτικά, θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις και σε μελλοντικά γεωπολιτικά στοιχεία. Για τα θέματα αυτά, και όχι μόνο, το περιοδικό Espansione συνομίλησε με τον Έλληνα Αναπληρωτή Υπουργό Άμυνας Δ. Βίτσα».
ΕΡ.: Σχετικά με το θέμα της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας γίνεται λόγος ολοένα και συχνότερα για τη σκοπιμότητα να δρομολογηθούν μείζονες συνέργειες μεταξύ των χωρών, για τη δημιουργία ενός ενιαίου γενικού στρατηγείου σε επίπεδο ΕΕ για τον προγραμματισμό των στρατιωτικών και πολιτικών αποστολών στο εξωτερικό, καθώς επίσης για την ανάγκη να γίνουν κινήσεις για μια κοινή πολιτική εξοπλισμών. Ποια είναι στο εν λόγω θέμα η θέση της Ελλάδας;
ΑΠ.: Η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα περιλαμβάνεται, εκ των πραγμάτων, στις διαδικασίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και συνεπώς ακολουθεί την πορεία ανάπτυξης του όλου οικοδομήματος. Παράλληλα, δεν μπορεί να μην λαμβάνονται υπόψη, στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού αμυντικού σχεδιασμού, οι υπάρχουσες δομές άμυνας και ασφάλειας, οι οποίες λειτουργούν εντός του ευρωατλαντικού συστήματος ασφάλειας και άμυνας.
Επιπλέον, στο βαθμό που τα στρατιωτικά μέσα, η στρατιωτική ισχύς, είναι η συνέχεια των διπλωματικών μέσων και της διπλωματικής ισχύος, οι όποιοι σχεδιασμοί για συνεργασίες που θα οδηγήσουν σε ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, θα πρέπει να είναι σε αυτό το πλαίσιο. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ, ένα ενιαίο γενικό στρατηγείο σε επίπεδο ΕΕ με αντίστοιχη στελέχωση για στρατιωτικές και πολιτικές αποστολές στο εξωτερικό, χωρίς αυτό να εδράζεται σε μια κοινή αντίληψη και μια κοινή πολιτική πάνω στα ζητήματα που ενδεχομένως θα διαχειριστεί αυτό το κοινό στρατηγείο. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε, ότι ήδη λειτουργεί η Στρατιωτική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι ο χώρος εντός του οποίου μπορούμε να ενεργοποιήσουμε συνεργασίες που θα μας οδηγήσουν ένα βήμα παραπέρα.
Ένας πολύ σημαντικός τομέας, ο οποίος με τη δυναμική του μπορεί να βάλει σε μια τροχιά ανάπτυξης και διεύρυνσης την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας και άμυνας, είναι οι συνεργασίες στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας. Μια κοινή πολιτική στους εξοπλισμούς θα ενισχύσει την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, η οποία στη βάση ενός καταμερισμού ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, θα συμβάλει στη διάχυση μιας αμοιβαία επωφελούς ανάπτυξης.
ΕΡ.: Κατά την άποψή σας, ποιες είναι σε επίπεδο ΚΕΠΑΑ οι χρηματοδοτικές και επιχειρησιακές επιπτώσεις από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση;
ΑΠ.: Το ζήτημα της αποχώρησης από την ΕΕ του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, που θ’ απασχολήσει για μακρό χρόνο την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανά της. Σε κάθε περίπτωση ενδεχόμενες επιπτώσεις δεν θα αφορούν κατά κύριο λόγο την ΚΕΠΑΑ, καθώς αυτή είναι ακόμα σε διαδικασία ανάπτυξης και συνεπώς είναι πιο ευέλικτη σε προσαρμογές. Πιστεύω πως σοβαρότερες θα είναι οι έμμεσες επιπτώσεις στην ΚΕΠΑΑ, αυτές που θα προέρχονται από την αλλαγή συσχετισμών και κέντρου βάρους του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και όχι τόσο οι άμεσες χρηματοδοτικές και επιχειρησιακές επιπτώσεις.
Ο κίνδυνος αποσύνθεσης της ΕΕ προέρχεται από την λαϊκή δυσαρέσκεια, η οποία εξαπλώνεται στους λαούς της ΕΕ και η οποία πηγάζει από τις πολιτικές λιτότητας και διεύρυνσης των ανισοτήτων, πολιτικές που έχουν ταυτιστεί στα μάτια των λαών με την ίδια την ΕΕ και έχουν εκτοπίσει το κοινό ευρωπαϊκό όραμα. Οι πολιτικές αυτές έχουν στρώσει το έδαφος σε ακροδεξιές αντιλήψεις και σε κάθε είδους ρατσισμούς, που οδηγούν όλη την Ευρώπη στην οπισθοδρόμηση.
Αυτό είναι που με φοβίζει περισσότερο παρά οι όποιες επιπτώσεις από την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας.
ΕΡ.: Τα κράτη μέλη της ΕΕ, ιδιαίτερα εκείνα του νότιου τμήματός της, δοκιμάζονται από τη μεταναστευτική κρίση. Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν εν προκειμένω ότι η μετανάστευση, εάν δεν γίνει αντικείμενο διαχείρισης, πέραν του να επιφέρει συνέπειες στο ανθρώπινο επίπεδο, μπορεί να αποβεί και σοβαρή απειλή για την ασφάλεια των πολιτών. Πώς αντιμετωπίζει η Ελλάδα το μεταναστευτικό ρεύμα; Θεωρείτε ότι μπορεί να αποτελέσει απειλή για την ασφάλεια της χώρας και της ΕΕ γενικότερα; Ποια είναι η συμμετοχή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στο θέμα;
ΑΠ.: Η Ελλάδα και η Ιταλία, λόγω γεωγραφικής θέσης, είναι στην πρώτη γραμμή της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης. Πρόκειται για ένα ζήτημα ευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Δυστυχώς κάποιοι από τους Ευρωπαίους εταίρους μας κάνουν ότι δεν το βλέπουν και το χαρακτηρίζουν, είτε ως ελληνικό, είτε ως ιταλικό πρόβλημα. Δεν είναι η Ελλάδα και η Ιταλία που αποτελούν τον κύριο προορισμό προσφύγων και μεταναστών αλλά η Ευρώπη σαν σύνολο. Επίσης, κάποιοι από τους Ευρωπαίους γείτονες μας, που δεν γνωρίζουν τα θαλάσσια θέματα, μας ασκούν κριτική για δήθεν μη επαρκείς ελέγχους.
Αυτοί θα ήθελαν να «σηκώσουμε τείχη» στα θαλάσσια σύνορά μας, όπως αυτοί κλείνουν τα χερσαία τους σύνορα και σηκώνουν συρματοπλέγματα. Αυτό για το οποίο στην ουσία μας κατηγορούν είναι γιατί δεν αφήνουμε να πνιγούν στη θάλασσα ανήμποροι και απελπισμένοι άνθρωποι. Εμείς είμαστε ξεκάθαροι: οι προσφυγικές και οι μεταναστευτικές ροές αποτελούν ευρωπαϊκό ζήτημα και η διαχείριση τους είναι υπόθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εμείς ενεργούμε με βάση τον ανθρωπισμό και την τήρηση του Διεθνούς Δικαίου, που προβλέπει συγκεκριμένα πράγματα για την προστασία των προσφύγων και τους μετανάστες. Δεν θεωρούμε ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες αποτελούν απειλή για την ασφάλεια της Ευρώπης.
Η πραγματική απειλή προέρχεται από την αποσταθεροποίηση στον περίγυρό μας, από όπου προσπαθούν να ξεφύγουν οι πρόσφυγες, και από την φτώχεια σε περιοχές της Αφρικής που γεννάει τη μετανάστευση. Επίσης, εμπεριέχει κινδύνους η απειλή χρήσης των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, ως όπλο κατά της Ευρώπης από γείτονες χώρες. Μια τέτοια απειλή εάν υλοποιηθεί θα αποτελέσει εχθρική ενέργεια για την Ευρώπη. Εδώ ακριβώς προκύπτει και η ανάγκη η Ευρώπη, οι χώρες της ΕΕ, να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις, τις οποίες έχουν αναλάβει στο πλαίσιο της εφαρμογής της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας. Υπάρχει θέμα, με το κατά πόσο έχουν τηρηθεί αυτές οι δεσμεύσεις.
Δηλαδή εάν έχουν αποστείλει το προσωπικό για να εξετάζει τα αιτήματα ασύλου, καθώς επίσης και με τις μετεγκαστάσεις προσφύγων, που δικαιούνται προστασίας, σε χώρες της ΕΕ. Και στα δύο αυτά ζητήματα η ανταπόκριση, μετά από 8 μήνες εφαρμογής της συμφωνίας, είναι κάτω του 10%. Η Ελλάδα, ως κυβέρνηση, ως κρατικοί θεσμοί και ως κοινωνία, ανταποκρινόμαστε στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Διαχειριστήκαμε καταστάσεις στις όποιες άλλες μεγαλύτερες και ισχυρότερες οικονομικά χώρες, δεν έχουν καταφέρει να ανταποκριθούν. Πέρασαν από τα ελληνικά νησιά και στη συνέχεια από την ηπειρωτική Ελλάδα, έως τον Μάρτιο του 2016, οπότε τέθηκε σε εφαρμογή η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Ένας μεγάλος αριθμός αυτών διασώθηκαν στη θάλασσα από τις ελληνικές δυνάμεις.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, παρά την οικονομική κρίση και τα προβλήματα που έχει ο ελληνικός λαός, έτυχαν αξιοπρεπούς μεταχείρισης στην διάρκεια της διέλευσής τους από τη χώρα μας. Μετά το κλείσιμο της «βαλκανικής οδού» και την έναρξη εφαρμογής της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, γύρω στους 62.000 ανθρώπους εγκλωβίστηκαν στη χώρα μας, στους οποίους έχουμε εξασφαλίσει στέγη, τροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αλλά και εκπαίδευση για τα προσφυγόπουλα.
Από αυτούς γύρω στις 11.000 είναι εγκλωβισμένοι στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, εξαιτίας των καθυστερήσεων εφαρμογής της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, από την πλευρά κυρίως των Ευρωπαίων εταίρων μας. Σε όλη αυτή την προσπάθεια, οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, ανέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της εξασφάλισης των χώρων φιλοξενίας και της σίτισης των προσφύγων, ενώ πολύ σημαντικός είναι και ο ρόλος της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος.
ΕΡ.: Πώς κρίνετε την κατάσταση των σχέσεων μεταξύ των χωρών μας στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας και ποιές μελλοντικές εξελίξεις θεωρείτε δυνατές;
ΑΠ.: Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών μας είναι ιδιαίτερες. Στηρίζονται στα βάθρα ενός κοινού πολιτισμού που αναπτύχθηκε στις πατρίδες μας, ο οποίος αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του σύγχρονου δυτικού, και όχι μόνο, πολιτισμού.
Η Ελλάδα και η Ιταλία, είναι σταθεροί εταίροι και σύμμαχοι, με στενούς οικονομικούς αλλά και πολιτικούς δεσμούς, που δυναμώνουν στις σημερινές συνθήκες, με την συμπόρευση των χωρών μας στην προσπάθεια εξόδου της ευρωζώνης από την κρίση με θετικό κοινωνικό πρόσημο. Αντιμετωπίζουμε, παράλληλα, κοινές προκλήσεις: από τη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού, καθώς οι δύο χώρες μας είναι στην πρώτη γραμμή της κρίσης, ως την προσπάθεια, που καταβάλλεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για βάθεμα της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής και της κοινής δράσης στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της αποσταθεροποίησης στην ευρύτερη περιοχή που μας περιβάλλει. Που αποτελεί την γενεσιουργό αιτία, για τις προσφυγικές ροές αλλά και για τα φαινόμενα τρομοκρατίας.