Μετά από το ταξίδι στις ΗΠΑ ο ΥΕΘΑ Δημήτρης Αβραμόπουλος και το επιτελείο του εμφανίζονταν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι από τα αποτελέσματα. Η ανακοίνωση του Πενταγώνου με τις ευχαριστίες προς την Ελλάδα ήταν μία από τις αιτίες αλλά όχι η μόνη.
Στις συζητήσεις που έγιναν με τον αμερικανό υπουργό Άμυνας Τσακ Χέϊγκελ ,είχε γίνει σαφές ότι η γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας είναι σημαντική και όπως έχουν τα πράγματα στην περιοχή είναι και αναβαθμισμένη.
‘Ολα αυτά αναλύει σε άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής ο Δημήτρης Αβραμόπουλος ο οποίος γράφει:
Παρά την παρατεταμένη διάρκεια της κρίσης στην Ευρωζώνη, η χώρα μας επανέρχεται στο γεωπολιτικό της περιβάλλον, διεκδικώντας με αξιώσεις και πειστικά επιχειρήματα νέο ρόλο, αφήνοντας πίσω την απομόνωση στην οποία τα τελευταία χρόνια την οδήγησε η εσωστρέφεια και η ιδιαίτερα αρνητική της ψυχολογία.
Ο επαναπροσδιορισμός της στρατηγικής σχέσης της χώρας μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αποτέλεσμα πρωτοβουλίας της ελληνικής διπλωματίας τον χρόνο που πέρασε, έρχεται να ενισχύσει τη στρατηγική της Ελλάδας και να της ανοίξει και πάλι τον διεθνή της ορίζοντα.
Η νέα εποχή στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις συμπίπτει με τη δύσκολη, αλλά αναγκαία αναζήτηση κοινής γραμμής πλεύσης, ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ε.Ε., όχι μόνο για την ταχύτερη έξοδο από την οικονομική κρίση, αλλά και για την κοινή αντιμετώπιση όλων των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Δύση. Σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η αναζωογόνηση της διατλαντικής σχέσης προβάλλει ως μονόδρομη επιλογή και για τις δύο πλευρές.
Τόσο στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας, όσο και της Ευρώπης, η χώρα μας αποτελούσε πάντοτε προγεφύρωμα των χωρών της νοτιοανατολικής Ευρώπης προς την Ευρώπη, συνάμα και έναν ισχυρό πόλο σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Διαδραμάτιζε δε σταθεροποιητικό περιφερειακό ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου ανάμεσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, έχοντας αποκτήσει ακόμα πιο ενισχυμένη παρουσία με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια εποχή, κρατούσε ζωντανές τις σχέσεις της με όλες τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και σε αρκετές περιπτώσεις ανελάμβανε πρωτοβουλίες, με σκοπό την προσέγγιση κρατών σε αντιπαράθεση μεταξύ τους.
Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι γειτονικές χώρες έβλεπαν την Ελλάδα ως την πόρτα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και ως υπόδειγμα σύγχρονης δημοκρατίας, ανάπτυξης και προόδου.
Η εμφάνιση του ζητήματος των Σκοπίων και σειρά εξελίξεων που δεν έφεραν αποτέλεσμα, όπως και η στάση της χώρας μας την περίοδο της κατάρρευσης της Γιουγκοσλαβίας, αποδυνάμωσαν την επιρροή μας στην περιοχή.
Θετικά, ωστόσο, αξιολογείται η προσέγγιση με τη γειτονική Τουρκία, με την οποία, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε ουσιαστική πρόοδος στις διπλωματικές και πολιτικές σχέσεις μαζί της, το κλίμα έχει βελτιωθεί. Ένα μίνιμουμ κλίμα εμπιστοσύνης, ανάμεσα στην Αθήνα και στην Άγκυρα μειώνει τον κίνδυνο απρόβλεπτων περιπλοκών.
Η κυβέρνηση Σαμαρά ξαναδίνει στη χώρα τον γεωπολιτικό της ρόλο, σε μια στιγμή που η ευρύτερη περιοχή μας εισέρχεται σε αβέβαιη και επικίνδυνη τροχιά.
Οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, η απομυθοποίηση της αποκαλούμενης Αραβικής Άνοιξης με την παρατηρούμενη αστάθεια στο εσωτερικό των χωρών αυτών, με κορυφαία περίπτωση τις δραματικές εξελίξεις στην Αίγυπτο, η αποτελμάτωση και ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, οι κοινωνικοί κλυδωνισμοί στην Τουρκία, έχουν διαμορφώσει ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο και ασταθές πολιτικό τοπίο, με πρόβλεψη για γενικότερη αστάθεια, με παράλληλη έξαρση του ισλαμικού φονταμενταλισμού, αλλά και εθνοτικές συγκρούσεις, που προαναγγέλλουν ιδιαίτερα δυσμενείς εξελίξεις, όχι μόνον για την περιοχή, αλλά και για την Ευρώπη.
Την ίδια στιγμή η Ευρωζώνη κινδυνεύει από κοινωνική αστάθεια, που μπορεί να προκληθεί από τις κοινωνικές αντιδράσεις στον ευρωπαϊκό Νότο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνική και πολιτική συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τον δε τελευταίο καιρό ξαναγίνεται συζήτηση για μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, που όμως θα γύριζε την Ευρώπη πίσω, αντί για μια δυναμική κίνηση εξόδου προς τα εμπρός, με κοινή απόφαση όλων για ολοκλήρωση της πολιτικής της ενοποίησης, προϋπόθεση για κοινές πολιτικές που μπορούν να οδηγήσουν και πάλι στην οικονομική σταθερότητα και την ανάπτυξη.
Σε αυτό το τοπίο, η Ελλάδα, αφού πρώτη αυτή εισέπραξε την παγκόσμια κατακραυγή, επέτυχε το τελευταίο διάστημα να ανατρέψει το κλίμα και καλείται τώρα να επιχειρήσει την επιστροφή της στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον, με στρατηγική και στοχεύσεις, αλλά και με πειστικότητα επιχειρημάτων και θέσεων.
Αυτόν τον νέο γεωπολιτικό σταθερό και σταθεροποιητικό ρόλο της χώρας μας αναδεικνύουμε στις σχέσεις μας, τόσον με τις γειτονικές χώρες όσο και με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, χωρίς να απομακρυνόμαστε από την παραδοσιακή πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική μας και τους στόχους μας στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή μας και στον κόσμο.
Και όλα δείχνουν ότι το επιτυγχάνουμε.
Είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω προσωπικά την αναβάθμιση του αμερικανικού ενδιαφέροντος για την Ελλάδα στις επισκέψεις μου στις ΗΠΑ: πριν από ενάμιση περίπου χρόνο στην Ουάσιγκτον όπου τέθηκε το πρώτο πλαίσιο αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας- ΗΠΑ με τον Λεό Πανέτα, αλλά και λίγους μήνες αργότερα με τη Χίλαρι Κλίντον, όπως επίσης και στις συνομιλίες μου με τον Αμερικανό ΥΠΕΞ Τζον Κέρι, και βέβαια στη χάραξη και υιοθέτηση ενός Οδικού Χάρτη στην πρόσφατη συνάντησή μου με τον Αμερικανό υπουργό Εθνικής Αμύνης Τσακ Χέιγκελ, στην αμερικανική πρωτεύουσα.
Η προ ημερών επιτυχής επίσκεψη του πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά στις ΗΠΑ και οι συνομιλίες του με τον πρόεδρο Ομπάμα, επισφράγισαν με επιτυχία αυτήν τη στρατηγική επαναπροσδιορισμού των ελληνοαμερικανικών σχέσεων.
Σε αυτή τη νέα σχέση συμπίπτουν κοινοί στόχοι, τους οποίους ορίζουν οι άξονες: πολιτική σταθερότητα, κοινωνική συνοχή, ανάπτυξη και αμυντική συνεργασία, τόσο διμερώς όσο και στο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας. Με παρεμβάσεις στο όνομα της ειρήνης, της σταθερότητας της ασφάλειας και της δημοκρατίας, με την αξιοποίηση ενεργειακών πηγών πλούτου και συναντίληψη γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών δεδομένων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αντιλαμβάνονται τη σημασία της οικονομικής σταθερότητας της Ευρώπης και τους κινδύνους που διατρέχουν τη δική τους οικονομία οι όποιες αρνητικές επιπτώσεις στην Ευρωζώνη. Το ίδιο αντιλαμβάνονται τους κινδύνους που εγκυμονεί η γενικευμένη πολιτική αστάθεια στην Ανατολική Μεσόγειο. Και στα δύο αυτά πεδία, η Ελλάδα είναι έτοιμη και αποφασισμένη να συμβάλει εποικοδομητικά.
Η χώρα μας, παρά και πέρα από την κρίση, διαθέτει ένα από τα πιο αξιόπιστα αμυντικά συστήματα στην Ευρώπη, η δε γεωπολιτική της θέση στην καρδιά της ευρύτερης γειτονιάς, την καθιστά αξιόλογο στρατηγικό παίκτη.
Ένας ρόλος που αναβαθμίστηκε τους τελευταίους μήνες με το άνοιγμα νέων ενεργειακών διαδρομών προς την Ευρώπη, όπως ο TAP. Αυτήν τη δυνατότητα καλείται να αξιοποιήσει με βασική της αρχή την έντιμη διπλωματία και με στρατηγική, που στην πρόβλεψή της να κινείται πέραν, μετά και μακριά από την οικονομική κρίση.
Βασική προϋπόθεση, ωστόσο, είναι η δημιουργία ενός εσωτερικού κλίματος πολιτικής συναντίληψης και κατ’ επέκταση συνεννόησης, ώστε η στρατηγική αυτή να θεμελιωθεί σε ισχυρές βάσεις και να αποφευχθεί πάση θυσία η έκθεσή της σε αμφισβήτηση ή ακόμα και ακύρωση από τις όποιες εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.
Η Ελλάδα αυτόν τον καιρό, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται σταθερές που θα της επιτρέψουν να αντεπεξέλθει των δυσκολιών και να υπερβεί την τόσο επικίνδυνη για την κοινωνική της συνοχή και την ανάπτυξή της, οικονομική και κοινωνική κρίση.
Μια βασική σταθερά αυτής της στρατηγικής εξόδου από την κρίση αλλά και επιστροφής στο γεωστρατηγικό της περιβάλλον είναι η νέα σχέση της με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η πιο εποικοδομητική συμβολή της στη συλλογική προσπάθεια των ευρωπαϊκών χωρών για την επίτευξη της απαραίτητης για την επιβίωση της Ευρώπης κοινωνικής σταθερότητας, πολιτικής ενότητας και ανάπτυξης.
Και η ελληνική προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την 1η Ιανουαρίου του 2014, συνιστά μια ευκαιρία ολικής επαναφοράς της Ελλάδας στο γεωστρατηγικό προσκήνιο, αλλά και ουσιαστικής συμβολής της στην αναζωογόνηση της Διατλαντικής Συμμαχίας, που ιστορικά αποτελούσε έναν σταθερό άξονα συνεργασίας, αλλά και ενιαίο μέτωπο για την αντιμετώπιση και υπέρβαση κρίσεων και απειλών για την παγκόσμια κοινωνία.