Αυτή είναι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την Αναθεώρηση του Συντάγματος

 Την πρότασή του για την αναθεώρηση του Συντάγματος κατέθεσε σήμερα στην Βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ. Όπως αναφέρουν μεταξύ άλλων, «η συνταγματική αναθεώρηση συνιστά κεντρική στιγμή στη λειτουργία του πολιτεύματος, ειδικά προκειμένου για αυστηρά Συντάγματα, όπως το ελληνικό. Αποσκοπεί όχι μόνο να διορθώσει ατέλειες, αστοχίες και δυσλειτουργίες ως προς την εφαρμογή του Συντάγματος, αλλά κυρίως να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα ως προς την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει το πραγματικό σύνταγμα, η εφαρμογή του συνταγματικού κειμένου στην πολιτική πράξη».

Ως βασικό στόχο της αναθεώρησης, περιγράφουν το να «δοθούν απαντήσεις στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η δημοκρατία και το κοινοβουλευτικό σύστημα. Αλλά και στις προκλήσεις και τους κινδύνους που επιφυλάσσει η ανεξέλεγκτη κυριαρχία των αγορών, η ανεξέλεγκτη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στις σύγχρονες κοινωνίες».

Τι προτείνουν για την αναθεώρηση του Συντάγματος

Την καθιέρωση παγίως, αναλογικού εκλογικού συστήματος, αλλά και την ταυτόχρονη καθιέρωση της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας.

Η εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας αποτελεί τον θεσμό σύμφωνα με τον οποίο πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή από το Κοινοβούλιο, παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι υπερψηφίζεται ταυτόχρονα και νέος Πρωθυπουργός. Και τούτο φυσικά, δεν δημιουργεί μόνο συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, καθώς διευκολύνει τη συνέχεια των κυβερνήσεων και δυσκολεύει την πρόωρη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου. Ταυτόχρονα δημιουργεί και τους όρους εκείνους για τετραετείς πολιτικούς κύκλους, πέρα και έξω από τακτικισμούς και σχεδιασμούς εξωθεσμικών πολιτικών κέντρων.

Και είναι αλήθεια ότι το μέτρο αυτό είναι ένα μέτρο που ισχυροποιεί την εκάστοτε Κυβέρνηση. Είναι λοιπόν γι’αυτό το λόγο, που δεν μπορεί να νοηθεί και να λειτουργήσει, παρά μόνο σε συνδυασμό με την υποχρέωση για εφαρμογή ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος, ενός εσωτερικού δηλαδή στον κοινοβουλευτισμό, εξισορροπητικού μηχανισμού. Πρόκειται για ένα εσωτερικό και μάλιστα δημοκρατικό αντίβαρο της ισχυροποίησης της κυβέρνησης.

Στο ίδιο πλαίσιο της ανάγκης για σταθερότητα της κυβέρνησης, αλλά και σεβασμού της λαϊκής βούλησης σε συνθήκες διάχυσης των πολιτικών εξουσιών, εντάσσεται και η πρόταση που αποτρέπει τη διάλυση του Κοινοβουλίου με αφορμή την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία από το Κοινοβούλιο.

Επίσης εντός της ίδιας λογικής, εντάσσεται και η πρόταση για την υποχρέωση ο Πρωθυπουργός να είναι απαραιτήτως αιρετός από τον ελληνικό λαό, δηλαδή εκλεγμένος βουλευτής. Μια πρόταση που λαμβάνει υπόψη της την πολιτική εμπειρία που αντλήσαμε από τα χρόνια της κρίσης. Ώστε να μην επαναληφθούν έκτακτες πολιτικές καταστάσεις με διορισμούς Πρωθυπουργών που δεν έχουν περάσει από τη βάσανο της λαϊκής ψήφου.

Άλλο ένα μέτρο που αφορά την αρχιτεκτονική των θεσμών είναι και η υποχρέωση, νέες ανεξάρτητες αρχές να ιδρύονται μόνο με αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών. Διότι ο αστόχαστος πολλαπλασιασμός τους, έχει οδηγήσει σήμερα σε θεσμικούς λαβυρίνθους.

Την κατοχύρωση του δικαιώματος για διενέργεια δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία, είτε για κρίσιμο εθνικό θέμα είτε για ψηφισμένο νομοσχέδιο, αλλά και την θεσμοθέτηση της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Μέτρα δηλαδή που φέρνουν το λαό, αλλά και την πολιτική, τον διάλογο, τη διαφωνία, την αντιπαράθεση πολιτικών σχεδίων στο προσκήνιο. Διότι έτσι συγκροτούνται οι ισχυρές δημοκρατίες. Όταν εμπιστεύονται και όχι όταν φοβούνται την λαϊκή κρίση.

Τροποποίηση των διατάξεων που αφορούν τη βουλευτική ασυλία, ώστε αυτή να καλύπτει επίσης αποκλειστικά τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Να προβλεφθεί όριο θητειών για τους βουλευτές, ώστε να μη δημιουργούνται όροι συναλλαγής με το εκλογικό σώμα.

Ένα από τα κεντρικά θέματα που οφείλει να θίξει η συνταγματική αναθεώρηση είναι το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους, αναφέρουν.

Η Πολιτεία, ο πολιτικός κόσμος, η Εκκλησία, οι πολίτες αλλά και οι πιστοί, έχουν σήμερα την ωριμότητα, την σωφροσύνη και την ευαισθησία να αποδεχτούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων αυτών. Και εκτιμούμε ότι μπορεί να διαμορφωθούν ευρείες συναινέσεις, ώστε να περάσουμε σε μια νέα εποχή στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Έχει έρθει λοιπόν ο καιρός, ώστε να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά. Και αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό και την φιλελευθεροποίηση του Συντάγματός μας.

Από την πρώτη στιγμή αυτής της μακρόχρονης διαδικασίας του διαλόγου είχαμε διακηρύξει την βούληση μας για ένα Σύνταγμα:

Διαβάστε αναλυτικά: