Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας, οι δύο χώρες προσπαθούν να επιλύσουν μία σημαντική παρεξήγηση. Η επίσκεψη του πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα στο Κρεμλίνο αποτέλεσε σημαντικό βήμα. Με δεδομένο πως ο πρόεδρος κ. Βλαντιμίρ Πούτιν ανέφερε στη συνέντευξή Τύπου ότι «η σελίδα έχει κλείσει», η εμπιστοσύνη αρχίζει, πράγματι, να αποκαθίσταται. Αν και χρειάζεται περισσότερος χρόνος για την εξαγωγή οριστικών συμπερασμάτων, η διπλωματική κρίση του καλοκαιριού δεν έχει εξυπηρετήσει κάποια από τις δύο πλευρές. Για αυτό, άλλωστε, η συνάντηση των δύο ηγετών όχι μόνο δεν ματαιώθηκε όπως συνέβη το Σεπτέμβριο με αυτή του υπουργού εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στην Αθήνα αλλά πραγματοποιήθηκε – και μάλιστα με επιτυχία.
Ελλάδα και Ρωσία διαφωνούν για τη συμφωνία των Πρεσπών. H διαφωνία αυτή δεν έχει γεφυρωθεί αλλά η πραγματικότητα είναι τέτοια που οδηγεί τη ρωσική κυβέρνηση να μην εστιάζει πλέον σε αυτή. Ο δρόμος για την είσοδο της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ έχει ανοίξει από τη στιγμή που ο πρωθυπουργός της κ. Ζόραν Ζάεφ έχει βρει την απαραίτητη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Συνεπώς, για τη Μόσχα δεν έχει πλέον ιδιαίτερη χρησιμότητα η σύνδεση των σχέσεών της με την Αθήνα με την ενδεχόμενη μη υλοποίηση της συμφωνίας των Πρεσπών, όπως πιθανώς συνέβαινε τους πρώτους μήνες του έτους. Από τον πλευρά της χρειάζεται επανακαθορισμός των διμερών σχέσεων με βάση το ρεαλισμό.
Από εκεί και πέρα, το περιθώριο για βελτίωση των οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών είναι υπαρκτό. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου οι κκ. Τσίπρας και Πούτιν μίλησαν για τις προοπτικές και αναφέρθηκαν στις πρόσφατα υπογραφείσες διμερείς συμφωνίες. Προφανώς, η προσοχή στρέφεται προς τον τομέα της ενέργειας. Η επέκταση του αγωγού Turkish Stream επί ελληνικού εδάφους βρίσκεται από το 2015 στην ατζέντα της ελληνικής κυβέρνησης. Με τον αγωγό να είναι πλέον σχεδόν έτοιμος , το ελληνικό ενδιαφέρον δεν είναι πια μόνο θεωρητικό. Ο κ. Τσίπρας σημείωσε ότι υπάρχουν ευρωπαϊκές χώρες – εννοώντας κυρίως τη Γερμανία – που προχωρούν σε κατασκευή αγωγών σε συνεργασία με τη Ρωσία. Σε αυτό έχει απόλυτο δίκιο. Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται είναι αν η Ελλάδα έχει την πυγμή – σε ευρωπαϊκό επίπεδο – να ακολουθήσει το γερμανικό παράδειγμα. Η εμπειρία του παρελθόντος δεν επιτρέπει ιδιαίτερη αισιοδοξία. Το σχέδιο για τον αγωγό South Stream δεν ακολουθήθηκε από πράξη.
Παράλληλα, η πολύ καλή συνεργασία μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας – ακόμα και σε στρατιωτικό επίπεδο – αποτελεί φυσιολογικά θέμα που απασχολεί την ελληνική διπλωματία. Ο κ. Τσίπρας το έθιξε στη συνέντευξη Τύπου. Βέβαια, μία πιθανή σκέψη πως η Μόσχα μπορεί να ενδιαφερθεί να επηρεάσει την Άγκυρα όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά ή την κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη είναι μάλλον υπερβολική. Παρόλο που ο κ. Πούτιν έχει το πάνω χέρι στη σχέση του με τον Τούρκο ομόλογό του κ. Ταγίπ Ερντογάν για οικονομικούς λόγους, οι κοινές τους δράσεις – πάνω στη βάση μιας εξαιρετικά πολύπλοκης, ειδικού τύπου συμφωνίας – σχετίζονται με τη Συρία και όχι με ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ο κ. Ερντογάν ακολουθεί τη δική του ατζέντα σε θέματα που άπτονται άμεσα των ελληνικών ενδιαφερόντων ενώ για τον κ. Πούτιν προτεραιότητα αποτελεί σχεδόν αποκλειστικά η αυξανόμενη αμερικανική παρουσία.
Σε κάθε περίπτωση το πρόσημο της συνάντησης των κκ Τσίπρα-Πούτιν είναι θετικό. Οι ελληνορωσικές σχέσεις αναθερμαίνονται. Από τη μία πλευρά, η Αθήνα θα επιδιώξει στο μέτρο των δυνατοτήτων της να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα από τη συνεργασία της με τη Μόσχα. Και από την άλλη η Μόσχα, θα μπορεί να επενδύει σε έναν εταίρο που τουλάχιστον δεν είναι εχθρικός – σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης – σχετικά με το ρόλο της στη διεθνή σκηνή αλλά και να διεκδικήσει μεγαλύτερη συμμετοχή των εταιρειών της στις ελληνικές ιδιωτικοποιήσεις.
*Ο Δρ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι επιστημονικός συνεργάτης στο Begin Sadat Centre for Strategic Studies (Ισραήλ) και διδάσκων διεθνών σχέσεων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης