Ο Ιός της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας είχε κάνει ένα μεγάλο αφιέρωμα στις περιόδους της Μεταπολίτευσης ,όπου πληροφορίες,φήμες αλλά και γεγονότα έδειχναν ότι υπήρχε περίπτωση εκδήλωσης στρατιωτικής κίνησης.Ποτέ δεν έγινε κάτι,με εξαίρεση το «πραξικόπημα της πυτζάμας»,σχεδόν αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας.
Διαβάστε όλο το αφιέρωμα:
Χρειάστηκαν χρόνια για να πειστεί ο ελληνικός λαός ότι δεν θα ξαναγίνει δικτατορία. Τις «ανησυχίες» του στρατού για τον «υπερβολικό» εκδημοκρατισμό φρόντιζαν άλλωστε να τις υπενθυμίζουν πολλοί: από τον εθνάρχη Καραμανλή μέχρι τις επαναλαμβανόμενες «ασκήσεις ετοιμότητας» του 1982-84.
Στους πρώτους τουλάχιστον μήνες της Μεταπολίτευσης, το ενδεχόμενο στρατιωτικού πραξικοπήματος θεωρούνταν κάτι παραπάνω από σοβαρό και τα στελέχη της κυβέρνησης εθνικής ενότητας φρόντιζαν να παίρνουν στοιχειώδη μέτρα αυτοπροστασίας.
«Η κυβέρνηση δεν είχε θέσει ακόμη κάτω από τον έλεγχο της το στρατό», διαβάζουμε στις αναμνήσεις του Γεωργίου Ράλλη.
«Υπήρξαν πολλές πληροφορίες για απόπειρα συλλήψεως του Καραμανλή. Μερικά βράδια ο Καραμανλής δεν κοιμόταν στη ‘Μεγάλη Βρετανία’, ενώ κάποιο βράδυ κοιμήθηκε στο πλοίο ενός φίλου του για να μην τον συλλάβουν» («Πολιτικές εκμυστηρεύσεις», Αθήνα 1990, σ.177). «Φήμαι και πληροφορίαι περί επικείμενων δυναμικών ενεργειών ή και γενικωτέρου πραξικοπήματος ωργίαζον», συμπληρώνει ο τότε ΥΠΕΘΑ, Ευάγγελος Αβέρωφ. «Η κατάστασις αυτή συνεχίστηκε επί αρκετόν καιρόν κάθε τόσο με πολλήν ένταση και ενίοτε με συγκεκριμένους κινδύνους» («Πρακτικά Βουλής» 28.2.75, σ.1070).
«Κατά μια πληροφορία», σημειώνει στα απομνημονεύματά του ο τότε διευθυντής του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού, Αγγελος Βλάχος, «το σχέδιο αφορούσε σύλληψη και απαγωγή του Καραμανλή […] Αλλη πληροφορία ανέφερε ότι μερικές ομάδες αξιωματικών θα δημιουργούσαν αιματηρά επεισόδια και, με την πρόφαση επιβολής της τάξεως, θα έφερναν τεθωρακισμένα στην πρωτεύουσα για να επιβάλουν τους όρους τους». Πηγή ιδιαίτερης ανησυχίας αποτελούσαν οι μονάδες καταδρομών, «που εθεωρούντο άκρως χουντικές». Για την αντιμετώπισή τους, «στα ανοιχτά του Μεγάλου Πεύκου είχε αράξει ένα αντιτορπιλλικό», που δεν έφυγε από εκεί παρά μόνο μετά τις εκλογές («Αποφοίτηση 1974», Αθήνα 2001, σ.132-4). Στελεχωμένο (και) από δεξιούς αξιωματικούς διωγμένους από τη χούντα, το πολεμικό ναυτικό θεωρούνταν «στήριγμα της δημοκρατίας» απέναντι στο στρατό ξηράς.
«Οι κυβερνήτες και άλλοι αξιωματικοί διανυκτερεύαμε ένδον στα πλοία και στις υπηρεσίες», αναφέρει στα δικά του απομνημονεύματα ο τότε αντιπλοίαρχος Χρήστος Λυμπέρης. «Υπήρχαν αγήματα σε άμεση ετοιμότητα αντίδρασης. Τα αντιτορπιλλικά και οι πυραυλάκατοι ήταν αραιωμένα εκτός ναυστάθμου, ενώ είχε εξασφαλιστεί η μεταξύ μας επικοινωνία». Ο ίδιος μας πληροφορεί για την αντισυμβατική χρήση που επιφυλάχθηκε στο παραδοσιακό φακέλωμα των στρατευμένων:
«Ενα πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε όλοι οι επανελθόντες κυβερνήτες ήταν με ποιούς θα συγκροτήσουμε τα αγήματα ασφάλειας του πλοίου εναντίον ενεργειών ανατροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ανοίξαμε τους φακέλους αναφορών ασφάλειας των πλοίων και εντοπίσαμε ποιούς ναύτες και στελέχη φακέλωνε το προηγούμενο καθεστώς. Δεν ήταν λίγοι αυτοί. Ε, αυτούς επιλέξαμε, δηλαδή κομμουνιστές, αριστερούς και αντιδικτατορικούς δεξιούς και είχαμε ήσυχο το κεφάλι μας» («Πορεία σε ταραγμένες θάλασσες», Αθήνα 1999, σ.72). Για τον αντίκτυπο αυτών των αλλαγών στις υπηρεσίες ασφαλείας, αποκαλυπτικές είναι οι αναμνήσεις ενός αξιωματικού της ΥΠΕΑ: «Ο αντισυνταγματάρχης της ΚΥΠ Αναστασιάδης εμπιστευτικά μου λέγει πως δυο χιλιάδες αντάρτες πόλεων, εκπαιδευμένοι σε λιβυκά και τσεχοσλοβακικά έμπεδα, εισήλθαν προς στήριξη του Καραμανλή, γιατί δεν έχει εμπιστοσύνη σε στρατό και σώματα ασφαλείας.
Περιγράφει τον 28χρόνο θεσσαλονικέα αρχηγό, ικανό σε φόνο από τριάντα μέτρα τρέχοντος ατόμου […]. Προφταίνω να τον ρωτήσω εάν η ΚΥΠ γνωρίζει την ταυτότητα όλων αυτών και παίρνω καταφατική απάντηση, ενώ ασμένως φεύγει με ματιές γύρω του, μήπως τρίτος ακούει ή παρακολουθεί» (Αλέξανδρος Δρεμπέλας, «Ο θρήνος του χωροφύλακα», Αθήνα 1998, σ.128). Ο ίδιος δε ο Καραμανλής έχει περιγράψει πώς απείλησε με λαϊκή κινητοποίηση για να αναγκάσει τη στρατιωτική ηγεσία να συγκρατήσει τους υφισταμένους της: «Το πρωί της 11ης Αυγούστου [1974] επληροφορούμην ότι δυνάμεις ελεγχόμεναι από τον Ιωαννίδην επρόκειτο το βράδυ της ιδίας ημέρας να επιχειρήσουν πραξικόπημα. […] Είπον εις τους αρχηγούς των Επιτελείων ότι είναι ζήτημα αξιοπρεπείας και δι’ εμέ και δι’ αυτούς να εξουδετερώσουν εντός της ημέρας τα καρκινώματα αυτά ή άλλως να παραιτηθούν.
Τους έταξα προθεσμίαν έως τας 2 μμ δια να μου είπουν εάν αναλαμβάνουν ή όχι την ευθύνην αυτήν και τους εδήλωσα ότι εάν δεν συνεμορφώνοντο θα ήμην υποχρεωμένος ή να παραιτηθώ ή να καλέσω εντός της ημέρας τον λαόν εις την Πλατείαν Συντάγματος και να ζητήσω από αυτόν να κάμει αυτό που εκείνοι θα ηρνούντο ή δεν θα ηδύναντο να μου εξασφαλίσουν –δηλαδή να εξουδετερώσει τους συνομωτούντας κατά της Κυβερνήσεως και του λαού» («Αρχείο Καραμανλή», τ.8ος, σ.68).
Τελικά οι απειλές έπιασαν τόπο και οι ύποπτες μονάδες μεταφέρθηκαν αυθημερόν εκτός Αθήνας.
Το πραξικόπημα της πυτζάμας
Η «αυτορρύθμιση» του σώματος των αξιωματικών, με τη «μετάλλαξη» των μικρομεσαίων χουντικών σε «νομιμόφρονες», ήταν η μέθοδος που χρησιμοποίησαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ για τον έλεγχο του στρατού. Τη διαδικασία αυτή περιέγραψε αναλυτικά ο Αβέρωφ κατά την ενημέρωση της Βουλής για το «πραξικόπημα της πυτζάμας», το Φλεβάρη του 1975: «Το περίφημο πρόβλημα της λεγομένης αποχουντοποιήσεως, ως προς ό,τι αφορά τους πολυαρίθμους νεωτέρους αξιωματικούς, δεν μπορεί να είναι ποσοτικόν. Είναι και πρέπει να είναι ποιοτικόν. Πρέπει να πείσουμε όλους αυτούς τους καλοπίστους φλογερούς νέους αξιωματικούς ότι από εκεί ήταν η εγωπάθεια και αι πομφόλυγες, η πατριδοκαπηλεία και τελικά η εθνική ταπείνωσις, και ότι απ’ εδώ είναι η αλήθεια, η φιλελευθέρα παράδοσις, το φως το ελληνικόν. […]
Προσωπικώς έχω εξηγήσει τα δεδομένα της χθές και της σήμερον εις σαφώς περισσοτέρους των 10 χιλιάδων αξιωματικών, μαθητών Σχολών και Ανθυπασπιστών» («Πρακτικά Βουλής» 28.2.75, σ.1041). Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής, κατά τον Αβέρωφ, ήταν οι «ελάχιστοι» επίδοξοι πραξικοπηματίες (τα «σταγονίδια») «να συναντούν παντού άρνησιν, έτσι ώστε μερικοί να μας πληροφορούν περί των υπόπτων κινήσεων». Χάρη σ’ αυτή την εσωτερική πληροφόρηση εξαρθρώθηκε στις 24 Φλεβάρη 1975 το «πραξικόπημα της πυτζάμας», με 37 προληπτικές συλλήψεις και την αποστρατεία άλλων 150 αξιωματικών.
Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις, το «κίνημα» του 1975 δεν ήταν παρά «ανόητες κινήσεις ελαχίστων αμετανοήτων, συνδεομένων με τους πρωτεργάτας της δικτατορίας» (τον Ιωαννίδη), που δεν πρόλαβαν να βγάλουν τα τανκς. Η κυβέρνηση επέλεξε να τους χτυπήσει τη στιγμή «κατά την οποίαν αφ’ ενός θα ημπορούσαν να υπάρξουν μαρτυρικές καταθέσεις περί αρχής προετοιμασίας προς στάσιν», προτού όμως «λάβει χώραν η παραμικρά στασιαστική ενέργεια».
Καλού κακού, πάντως, ο Αβέρωφ θεώρησε χρήσιμο να ανακοινώσει στη Βουλή το τέλος της «κάθαρσης» των υπολειμμάτων της δικτατορίας: «πλην εκδηλώσεων απειθαρχίας, αι οποίαι θα πατάσσωνται αμέσως και αμειλίκτως», ξεκαθάρισε, «δεν θα υπάρξουν άλλα μέτρα» για τα πεπραγμένα των στρατιωτικών επί χούντας. «Οι Αξιωματικοί οι οποίοι είχον καλοπίστως παρασυρθεί από μία συστηματική προπαγάνδα, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων Αξιωματικών, δικαιούται να ησυχάσει οριστικώς» (όπ.π., σ.1072).
Βασιλικές συνωμοσίες
Το «πραξικόπημα της πυτζάμας» ήταν η τελευταία φορά που η ύπαρξη συνωμοτών στο στρατό έγινε παραδεκτή από επίσημα χείλη. Ομως οι κυβερνώντες δεν έπαψαν ν’ ασχολούνται με τέτοιες κινήσεις.
Από το δημοσιευμένο «Αρχείο Καραμανλή» γνωρίζουμε π.χ. ότι το φθινόπωρο του 1975 ο υπασπιστής του έκπτωτου βασιλιά, απόστρατος συνταγματάρχης Γ. Αρναούτης, βολιδοσκοπούσε αξιωματικούς του ναυτικού για συμμετοχή σε πραξικόπημα με σκοπό την επάνοδο του Κωνσταντίνου, την ανάσχεση του «κομμουνιστικού κινδύνου» και την αμνήστευση των καταδικασμένων χουντικών. Κεντρικό ρόλο στην αποκάλυψη των ζυμώσεων έπαιξε ο πλοίαρχος Π. Παναγιωταρέας, που με κυβερνητική εντολή ταξίδεψε στο Λονδίνο για να συναντηθεί με τον τέως (13.10.75) και τον Αρναούτη (16.1175).
Το Γενάρη του 1976 ο Καραμανλής διαβίβασε στον Γκλίξμπουργκ, μέσω του αυλάρχη του Λεωνίδα Παπάγου, ότι οι κινήσεις του είχαν γίνει γνωστές και του ζήτησε «να πάψει να συνωμοτεί». Τον Οκτώβριο του 1976, ανάλογες ζυμώσεις φιλοβασιλικών στρατιωτικών γνωστοποιήθηκαν στην κυβέρνηση Καραμανλή από τη βρετανική κυβέρνηση και την αμερικανική πρεσβεία (με την οποία οι συνωμότες είχαν, προφανώς, έρθει σε επαφή). Την «προειδοποίηση» τού τέως ανέλαβε αυτή τη φορά ο Ράλλης. Αποτελεσματικότερη φαίνεται όμως πως υπήρξε η παρέμβαση του άγγλου πρωθυπουργού Τζέιμς Κάλαχαν, που στις 18.11.76 κάλεσε τον Κωνσταντίνο και «του διαμήνυσε να μην αναμιγνύεται σε παρόμοιες δραστηριότητες όσο βρισκόταν επί βρετανικού εδάφους» (τ.9ος, σ.123-6).
Το δημοσιευμένο ημερολόγιο του Παπάγου επιβεβαιώνει αυτές τις συναντήσεις, αρνούμενο φυσικά την εμπλοκή του Κωνσταντίνου κι αποδίδοντας τα πάντα σε «πλεκτάνη agent provocateur» (σ.589). Αποκαλυπτική είναι ωστόσο η εκτίμησή του -το Γενάρη του 1975- ότι «η δημοκρατία δεν θα λειτουργήσει» στην Ελλάδα «γιατί ο ισχυρότερος παράγων της πολιτικής μας ζωής είναι ακόμη ο στρατός» (σ.572). Το πιο ενδιαφέρον σημείο αφορά ωστόσο μια συζήτηση του Παπάγου με τον Αβέρωφ (9.5.75).
Ο υπουργός Άμυνας, διαβάζουμε, «θεωρεί πάντα ότι ο Καραμανλής είναι ο μόνος κατάλληλος για τις σημερινές περιστάσεις. Αν αυτός εκλείψει, θα υπάρξουν εξελίξεις που ίσως επηρεάσουν και τη θέση του Βασιλέως. Μπορεί κάτι να γίνει στο στρατό, αλλά και στο πολιτικό προσκήνιο θα υπάρξουν μεταβολές, διότι πολλοί θα εκδηλωθούν υπέρ του Βασιλέως» (σ.581-2). Μπορούμε να μιλάμε για συμβουλή –δεδομένου μάλιστα ότι στην ίδια συζήτηση ο Αβέρωφ εμφανίζεται θυμωμένος με τον Καραμανλή, που τον είχε προσβάλει δημόσια μπροστά στους Μολυβιάτη και Μπίτσιο;
Τουλάχιστον ο αυλάρχης κάπως έτσι αντιλήφθηκε τα πράγματα… Οι επίδοξοι πραξικοπηματίες δεν το έβαλαν άλλωστε κάτω. Σύμφωνα με το Αρχείο Καραμανλή, «φάνηκαν να κινούνται και πάλι στα τέλη του 1978. Και τότε, όμως, η αδυναμία τους να εξασφαλίσουν διεθνή υποστήριξη και -πάνω απ’ όλα- υποστήριξη από τις Ενοπλες Δυνάμεις, υπήρξε καθοριστική για την αποτυχία των σχεδίων τους» (τ.9ος, σ.126). Ολη αυτή η κινητικότητα ελάχιστα θα γίνει αντιληπτή προς τα έξω, παρόλο που ο φόβος ενός πραξικοπήματος απασχολούσε κατά καιρούς τα αθηναϊκά ΜΜΕ. Τον Απρίλιο του 1980, «πληροφορίες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μάλλον αξιόπιστες» οδήγησαν π.χ. στη λήψη αυξημένων μέτρων ασφαλείας («Ταχυδρόμος» 24.4.80). Μετά το 1976, σοβαρότερες ανησυχίες προκαλούν ωστόσο τα επίσημα ψυχροπολεμικά σχέδια δράσης των ενόπλων δυνάμεων («Ε», «Ίρις», «Θάλεια» κλπ), με τα οποία ο στρατός αναλαμβάνει σε περίπτωση «κρίσης» την καταστολή του «εσωτερικού εχθρού».
Οι «ασκήσεις» του 1982-84
Η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 υπήρξε τομή εξίσου σημαντική με τη Μεταπολίτευση του 1974: για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, τη διακυβέρνηση της χώρας αναλάμβανε ένα σοσιαλιστικό (κι όχι απλά μη δεξιό) κόμμα, επαγγελόμενο ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές και δραστικό αναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής.
Η «ανησυχία» της στρατιωτικής ηγεσίας για μια τέτοια εξέλιξη θα χρησιμοποιηθεί, πριν και μετά τις εκλογές, ως ένα πειστικό επιχείρημα για τον περιορισμό των όποιων αλλαγών. Επικαλούμενο κάποιον ανώνυμο νατοϊκό διπλωμάτη, το Newsweek υπενθύμιζε π.χ. στις 14.9.81 ότι «υπάρχουν δυνάμεις στο στρατιωτικό κατεστημένο της Ελλάδας που μπορεί να μη δεχθούν την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ». Σημαντικότερη υπήρξε ωστόσο η επίκληση των αντιδράσεων του στρατού από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Καραμανλή, για να αποσπάσει τη συμμόρφωση του Ανδρέα Παπανδρέου σε βασικές πολιτικές επιλογές του (βλ. δίπλα).
Ακόμη κι έτσι, η σκιά των τανκς δεν εξαλείφθηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Μέχρι την απομάκρυνση του Καραμανλή από την προεδρία, το Μάρτιο του 1985, έγιναν γνωστές τρεις τουλάχιστον κινητοποιήσεις για την απόκρουση ενδεχόμενου πραξικοπήματος. Ο πρώτη πήρε τη μορφή 4ωρης νυχτερινής «αιφνιδιαστικής άσκησης ετοιμότητας» του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας τη νύχτα της 1ης Ιουνίου 1982. Την κήρυξη του «συναγερμού» έκανε από το σπίτι του ο υφυπουργός Αμυνας Αντώνης Δροσογιάννης, ο Παπανδρέου έφτασε τα μεσάνυχτα στο Πεντάγωνο (όπου και έβγαλε τη νύχτα), ενώ το σπίτι του στο Καστρί είχε περικυκλωθεί από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις.
Στην ΕΡΤ και τον ΟΤΕ εγκαταστάθηκαν ταγματάρχες ως «σύνδεσμοι», ενώ ματαιώθηκε «λόγω καιρού» μια προγραμματισμένη επίσκεψη του πρωθυπουργού στο στρατόπεδο των ειδικών δυνάμεων στο Μεγάλο Πεύκο. Επισήμως επρόκειτο για άσκηση «έναντι εξωτερικής απειλής», ημιεπίσημα ωστόσο διέρρευσε ότι σκοπός ήταν η «προστασία του πολιτεύματος» από απροσδιόριστες κινήσεις. Ερωτηματικά προκαλεί, ωστόσο, η λογοκρισία του δημοσιευμένου «Αρχείου Καραμανλή» για τις επαφές του Αντρέα με τον πρόεδρο και το Μολυβιάτη εκείνες τις μέρες (βλ. δίπλα). Εντυπωσιακότερη υπήρξε η δεύτερη κινητοποίηση, το Σαββατοκύριακο 26-27 Φεβρουαρίου 1983.
Το απόγευμα του Σαββάτου τέθηκαν σ’ επιφυλακή τα σώματα ασφαλείας, το βράδυ εγκαταστάθηκαν στο Πεντάγωνο οι υπουργοί Προεδρίας, Εσωτερικών, Δημόσιας Τάξης κι Εμπορικής Ναυτιλίας, ενώ ο υφυπουργός Αμυνας Παυσανίας Ζακολίκος στάλθηκε μέσα στη νύχτα για «επιθεώρηση» των μονάδων της Β. Ελλάδας.
Την επομένη η «άσκηση» επεκτάθηκε στο στρατό, ενημερώθηκαν τα κόμματα κι αξιωματικοί εγκαταστάθηκαν στην ΕΡΤ και τον ΟΤΕ. Το ίδιο βράδυ, ενώ η κρατική τηλεόραση διέψευδε τις φήμες για πραξικόπημα, ο πρωθυπουργός δειπνούσε στο σπίτι του με τον αμερικανό πρεσβευτή Μόντιγκλ Στερνς.
Ακολούθησε η αποστρατεία 29 στρατηγών, 52 ταξιάρχων κι 100 συνταγματαρχών. Σύμφωνα με το φιλοκυβερνητικό Τύπο, υπήρξαν πληροφορίες για «κινήσεις» στρατιωτικών στο Μεγάλο Πεύκο, την Ξάνθη (Δ΄ Σ.Σ.), την Αλεξανδρούπολη και την Ορεστειάδα (31ο Σ.Π.), καθώς και φήμες για συλλήψεις αξιωματικών. Για αποτυχημένο πραξικόπημα μίλησαν και ευρωπαϊκά ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα (RTF, DW, BBC. Επισήμως ανακοινώθηκε ότι επρόκειτο -ξανά- για «άσκηση ετοιμότητας». Τι συνέβη ακριβώς;
Σημείωμα του Μολυβιάτη στο «Αρχείο Καραμανλή» αποκαλύπτει πως η κυβέρνηση είχε ενημερωθεί από το σταθμάρχη της CIA «ότι το βράδυ της επομένης θα γινόταν απόπειρα συλλήψεως του προέδρου και του πρωθυπουργού, καταλήψεως του Πενταγώνου κλπ» (τ.12ος, σ.272). Ο ίδιος ο Καραμανλής φέρεται να υποτίμησε το όλο συμβάν, και το πρωί της Κυριακής έκανε δημόσια λόγο για «βλακείες».
Εντελώς διαφορετικά αντέδρασε η Ν.Δ., που έσπευσε να καταγγείλει τη λαϊκή κινητοποίηση σαν «απροκάλυπτη και ωμή εφαρμογή ολοκληρωτικών μεθόδων» που προκαλεί «εύλογες υπόνοιες» για «προσχεδιασμένη γενική δοκιμή επιβολής Δικτατορίας από το Κυβερνόν Κόμμα». Οσο για τα κόμματα της Αριστεράς, οι αντιδράσεις τους κινήθηκαν μεταξύ απαίτησης να μάθουν περισσότερα και δεδηλωμένης βεβαιότητας ότι κάτι συνέβη.
Η σύνδεση του «κινήματος» με την επίσκεψη του σοβιετικού πρωθυπουργού Τιχόνοφ στην Αθήνα την προηγούμενη βδομάδα, αλλά και με το γεγονός ότι οι ελληνοαμερικανικές διαπραγματεύσεις για τις βάσεις βρίσκονταν στο πιο κρίσιμο σημείο τους, παρέμεινε πάντως στο επίπεδο των εικασιών. Αν κάτι διαφοροποιεί το «κίνημα του 1983» από κάθε άλλο, αυτό ήταν η κινητοποίηση της οργανωμένης βάσης του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς.
Ηδη από το μεσημέρι της Κυριακής το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού ειδοποιήθηκαν από κυβερνητικά στελέχη «να πάρουν τα μέτρα τους», ενεργοποιώντας τους παράνομους μηχανισμούς τους (κι ειδοποιώντας τις μικρότερες αριστερές οργανώσεις). Στο Αριστοτέλειο, συγκέντρωση φοιτητών ενημερώθηκε από τον (πασόκο) πρόεδρο της ΦΕΑΠΘ Μιχάλη Αλεξανδρίδη ότι «υπάρχει κίνηση κατώτερων αξιωματικών του στρατού» αλλά «η κατάσταση ελέγχεται».
Περίπου 1.000 μέλη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς διαδήλωσαν το ίδιο βράδυ στη Θεσσαλονίκη, ενώ σε σχολές της Αθήνας η ΚΝΕ καλούσε τη Δευτέρα με ντουντούκες την «κυβέρνηση της Αλλαγής» να στηριχθεί στο λαό, διανέμοντας όπλα στην ΕΦΕΕ και στα συνδικάτα. Ο,τι και νάχε συμβεί, το σίγουρο είναι ότι δεν επαναλήφθηκε.
Στα τέλη του 1984, η τρίτη κατά σειράν «άσκηση» του είδους (με αφορμή εκρήξεις βομβών που αργότερα αποδόθηκαν στον πολυπράκτορα Κρυστάλλη) υπήχθη θεσμικά στο υφιστάμενο «Σχέδιο Ξενοκράτης». Ακόμη πιο αθόρυβα εξελίχθηκαν κάποιες μεταγενέστερες «επιφυλακές», τις οποίες μαθαίνουμε από τα απομνημονεύματα του τότε ΥΠΕΘΑ Γιάννη Χαραλαμπόπουλου («Κρίσιμα χρόνια», Αθήνα 2000, σ.354-7). Για το ίδιο λόγο διαλύθηκε το 1985 η ενιαία διοίκηση των Ειδικών Δυνάμεων (Λυμπέρης 1999, σ.512). Ωσπου, το 2001, το νέο «στρατηγικό δόγμα» ανέθεσε ξανά στις ένοπλες δυνάμεις την καταστολή (και) του «εσωτερικού εχθρού», υιοθετώντας την αμερικανική αντίληψη περί «ασύμμετρων απειλών». Ομως αυτά είναι μια εντελώς διαφορετική -και γνωστή στους αναγνώστες μας- ιστορία…
Το λογοκριμένο αρχείο
Η αναφορά του «Αρχείου Καραμανλή» στην «άσκηση» της 31.5/1.6.1982 προκαλεί περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα επιλύει. Το πρωί της ίδιας μέρας, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε συναντηθεί με τον Πέτρο Μολυβιάτη «κατόπιν εντολής του κυρίου προέδρου της Δημοκρατίας, ανησυχούντος για την γενική κατάσταση της χώρας» (τ.12ος, σ.195). Του ασκήθηκε πίεση να μην προχωρήσει στον εκδημοκρατισμό της νομοθεσίας για τα συνδικάτα (Ν. 1264) και τα ΑΕΙ (Ν. 1268), γιατί αυτό «θα δώσει ισχυρότατα όπλα στους κομμουνιστές». Μεγάλο μέρος της συνομιλίας των δυο αντρών για τα εσωτερικά ζητήματα της χώρας έχει ωστόσο λογοκριθεί.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα πρακτικά της συνάντησης Καραμανλή–Παπανδρέου, δυο μέρες μετά την «άσκηση». Μαθαίνουμε μόνο ότι ο εθνάρχης «επέστησε την προσοχή» του Αντρέα στο ότι τα υπό ψήφιση νομοσχέδια «είναι κατά βάσιν αντισυνταγματικά» και «θα προκαλέσουν στους αντίστοιχους τομείς επικίνδυνες αναστατώσεις», καθώς και ότι, ενόψει ανασχηματισμού, «υπενθύμισε τη συμφωνία τους ότι για τα Υπουργεία Εξωτερικών, Αμύνης και Δημόσιας Τάξης θα πρέπει προηγουμένως να συνεννοηθεί μαζί του» (σ.198).
Αγρίως λογοκριμένο είναι τέλος το σημείωμα του Μολυβιάτη για τη συνομιλία του με τον πρωθυπουργό στις 7 Ιουνίου. Το δημοσιευμένο απόσπασμα ξεκινά με την υπενθύμηση των όρων (και των ορίων) του παιχνιδιού: «Είπα στη συνέχεια στον κ. Παπανδρέου ότι ο κύριος πρόεδρος παρακαλεί να ενημερωθεί εγκαίρως για τον ανασχηματισμό της Κυβερνήσεως και να συνεννοηθεί με τον πρωθυπουργό για τα υπουργεία Εξωτερικών, Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως. Γιατί έχει και ο ίδιος ευθύνες, αλλά είναι και θέμα ασφαλείας» (τ.12ος, σ.200).
Για να διαλευκάνουμε τις απορίες μας, αναζητήσαμε τα πρωτότυπα των εγγράφων στο «Ιδρυμα Καραμανλή». Η υπεύθυνη εκεί, κυρία Μινώτου, μας αρνήθηκε την πρόσβαση με τη δικαιολογία ότι «αυτή την εποχή το αρχείο ψηφιοποιείται». Ελπίζουμε το φθινόπωρο να είναι προσπελάσιμο…
Τα τανκς του εθνάρχη
Ο φόβος ενός νέου στρατιωτικού πραξικοπήματος δεν ήταν μόνο ένα μεταπολιτευτικό σύνδρομο, κατάλοιπο του τραύματος του 1967. Ως απειλή, επιστρατεύθηκε το 1981 από τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, για να διασφαλιστεί η αθέτηση των επαγγελιών του ΠΑΣΟΚ για ριζικές αλλαγές.
Τα δημοσιευμένα «Αρχεία Καραμανλή» είναι κάτι παραπάνω από αποκαλυπτικά επ’ αυτού. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Αντρέας Παπανδρέου δεν χρειαζόταν βέβαια και πολλά για να βάλει νερό στο (προεκλογικό) κρασί του, που έτσι κι αλλιώς είχε αραιωθεί αρκετά καθ’ οδόν προς τις ιστορικές κάλπες της 18ης Οκτωβρίου 1981.
Η επίκληση όμως του κινδύνου επέμβασης του στρατού, και μάλιστα απ’ τον ανώτατο άρχοντα και «ρυθμιστή του πολιτεύματος», είναι αποκαλυπτική για τις συνθήκες περιορισμένης λαϊκής κυριαρχίας κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η σημαντικότερη πολιτική αλλαγή μετά το ’74. Δυο μέρες μετά της εκλογές, ο Καραμανλής καλεί τον Αντρέα και του δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, ωστόσο, φροντίζει να του καταστήσει σαφή τα όρια στα οποία μπορεί να κινηθεί:
«Τον επληροφόρησα ότι το βράδυ της εκλογής η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων μου διεμήνυσε την απόφασή της να παραιτηθεί, με το επιχείρημα ότι δεν μπορούσε να εγγυηθεί την πειθαρχία των Ενόπλων Δυνάμεων, στην περίπτωση που η νέα Κυβέρνηση θα έθετε σε εφαρμογή τις προεκλογικές της διακηρύξεις και ιδίως εκείνες που έχουν σχέση με την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της χώρας. Και τον επληροφόρησα, επίσης, ότι αξίωσα από την ηγεσία να παραμείνει στη θέση της -πράγμα που εγένετο- με τη διαβεβαίωση ότι ο νέος πρωθυπουργός θα αποφύγει να κάνει πράγματα τα οποία θα εκθέσουν τη χώρα σε κινδύνους» (τ.12ος, σ.138).
Μια στρατιωτική ηγεσία που απειλεί με «διασάλευση της πειθαρχίας» των υφισταμένων της κι ένας πρόεδρος της Δημοκρατίας που (αντί να τη βάλει στη θέση της) «εγγυάται» ότι η κυβέρνηση που έχει εκλεγεί με 48% -κι επιπλέον απολαμβάνει τη στήριξη του 13% της Αριστεράς- δεν θα εφαρμόσει τις προεκλογικές της διακηρύξεις. Μάλλον σαν ανέκδοτο μοιάζει η «διαβεβαίωση» του Καραμανλή «ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις αυτή τη στιγμή είναι απαλλαγμένες από φατριασμούς και δεν θα πρέπει να διαταραχθεί αυτή η κατάσταση» (σ.137). Ακόμη διαφωτιστικότερος είναι ο εθνάρχης σε μια άλλη καταγραφή των τότε διαβουλεύσεών του με τη στρατιωτική ηγεσία:
«Τέσσερις ημέρες προ των εκλογών», γράφει, «ο αρχηγός του ΓΕΕΘΑ, στρατηγός Γκράτσιος, με πληροφόρησε ότι οι αρχηγοί των Επιτελείων είχαν αποφασίσει να παραιτηθούν σε περίπτωση νίκης του ΠΑΣΟΚ. Απεδοκίμασα την απόφασή τους αυτή και τους συνέστησα να παραμείνουν στις θέσεις τους, όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα της εκλογής». Τη βραδιά των εκλογών ο πρόεδρος τηλεφωνεί στον Γκράτσιο, ρωτώντας «για την κατάσταση που επικρατούσε στις Ενοπλες Δυνάμεις».
Ο στρατηγός τον πληροφορεί «ότι οι αρχηγοί συσκεφθέντες και πάλι απεφάσισαν να υποβάλουν την επομένη τις παραιτήσεις των, γιατί δεν ημπορούσαν να αναλάβουν την ευθύνη έναντι των Ενόπλων Δυνάμεων στην περίπτωση που η Κυβέρνηση θα έθετε σε εφαρμογή την πολιτική που είχε εξαγγείλει προεκλογικά».
Ο Καραμανλής δίνει ωστόσο «κατηγορηματική εντολή να παραμείνουν στις θέσεις τους» –μεταξύ άλλων, «δια να διευκολύνουν τους ιδικούς μου χειρισμούς» (σ.133-4).
Οι «χειρισμοί» του εθνάρχη στέφθηκαν από επιτυχία: «Ο κ. Παπανδρέου εξεπλάγη, μ’ ευχαρίστησε και μ’ εβεβαίωσε ότι δεν προτίθεται να διαταράξει την κατάσταση στο στράτευμα, διότι αντιλαμβάνεται ότι αυτό είναι το συμφέρον και του τόπου και το δικό του. […] Εν συνεχεία μου είπε ότι ξέρει ότι αποδίδω ιδιαίτερη σημασία εις τα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Αμύνης και γι’ αυτό ήθελε να μου πει σε ποιούς σκέπτεται να τα εμπιστευθεί, για να του πω κι εγώ τη γνώμη μου» (σ.138).
Οι λεπτομέρειες αυτού του «ιστορικού συμβιβασμού» θ’ αποκρυσταλωθούν σε σειρά συνομιλιών του νέου πρωθυπουργού με το Γ.Γ. της προεδρίας, Πέτρο Μολυβιάτη (3-13.11.1981). Τα πρακτικά της πρώτης συνάντησής τους (3.11) δημοσιεύονται πάντως στο «Αρχείο Καραμανλή» αγρίως λογοκριμένα: υπάρχει μόνο η διαβεβαίωση του Αντρέα ότι «για όλα τα σοβαρά εξωτερικά θέματα θα ενημερώνει και θα συνεννοείται με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας».