Ένα κείμενο του συγγραφέα Αντώνη Κακαρά
Γιαγιά έ γιαγιά, Τι θες πάλι, απάντησε απ’ την άλλη άκρη του τραπεζιού η κοτσανάτη συνοδός της δεκαπεντάχρονης καλλονής, Έλα που σε θέλω, επέμεινε η μικρή, έλα γιαγιά να σε ρωτήσω, Μα σου τα ‘χω πει όλα, από ενός χρονού δε σταμάτησες να με πρήζεις, νισάφι πια,
Γιαγιά είπα πως σε θέλω εδώ, τώρα, όχι αύριο, και πήγε μουρμουρίζοντας κοντά εκατοχρονίτισσα η στητή ασπρομάλλα, πήγε δίπλα στη δισεγγονή της να τη ρωτάει εκείνη να εξηγεί τούτη όλο τρυφεράδα, Αυτή ποια είναι, Πού θες να δω παιδί μου, κατέβασε τη φωτογραφία να σου πω, ά, ετούτη δω έ, καλέ δεν την ξέρεις, είναι η γιαγιά της μάννας του Σάββα με τα κατσίκια, αυτή είναι ναι, μεσάτο δεν είναι το φόρεμά της, να δεις πόσες καρδιές είχε κάψει τούτηνά, κότσο δεν έχει τα μαλλιά της, Όλες κότσο τα ‘χουν γιαγιά και συ το ίδιο, αυστηρή η νιόβγαλτη, Καλά ντε, έ, κότσο τα κάναμε μείς τα μαλλιά μας, εσείς τ’ αφήνετε ξέπλεκα, ντροπής πράμα, Γιαγιά σώπα, μας ακούνε, πες μου για τις άλλες ποιες είναι, κι άρχισε εκείνη, φευγάτη στον πίσω χρόνο, ν’ απαριθμεί μία μία τις ομοιόμορφα ντυμένες γυναίκες της φωτογραφίας των αρχών του περασμένου αιώνα, μεσάτες, ορθόστηθες, ψηλές ίσα με τους αρσενικούς τους, πλάτες γερές, μάτια όμορφα, γεμάτα θάλασσα, νοσταλγία και υποσχέσεις, τέσσερις γενιές πίσω μα τις ήξερε όλες, τις είχε ζήσει παιδούλα και τις θυμότανε, ψηλά στον τετράμετρο τοίχο η φωτογραφία, η μόνη που στόλιζε τη μεγάλη αίθουσα του σχολείου που ‘κλεισε τελικά εκεί γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ‘πενήντα.
Γιατί έκλεισε, ρώτησε ο σώγαμπρος, αφού στο νησί λειτουργούσαν αναλογικά τα περισσότερα των κατοίκων του σχολεία της χώρας, πώς κι έτσι λοιπόν, Έκλεισε σου λέω, όλων των χωριών το ένα μετά το άλλο κλείσανε μετά τον εμφύλιο που ‘χαμε εδώ μέχρι το πενήντα πέντε, αφού σχεδόν άδειασε τότε το νησί, ρωτάς σα να μην ξέρεις το γιατί, δυο φορές ο πληθυσμός του ζούσε στην Αμερική, ακόμα δηλαδή πιο πολλοί ζουν εκεί απ’ όσους εδώ, να, γι’ αυτό έκλεισε και τούτο, μην κοιτάς που το φροντίζουμε μείς για τον καφέ στις κηδείες, όλοι θέλουν να θάβονται δω γι’ αυτό όπου και να ‘ναι γυρίζουν πίσω σε βαθειά γεράματα, θέλουν να τους σκεπάσει χώμα που το δουλέψανε οι ίδιοι, κάμποσοι κιόλας φεύγοντας παίρνανε μαζί τους μια χούφτα γι’ αυτό το σκοπό, τώρα ξανάρχισε το ίδιο βιολί με το φευγιό, που να μη σώσουν οι αίτιοι… κι εδώ κάνουμε και τις χαρές στους γάμους, τα βαφτίσια, στο πανηγύρι τ’ Άη Γιάννη και τις μακαρονάδες καλή ώρα. Ένας ένας μίλαγε, άκουγαν οι άλλοι της συντροφιάς, πότε πότε σηκωνόταν κάποιος και βόηθαγε στο μαγεριό.
Δε ρώτησε περισσότερα ο γράφων, όχι γιατί τα γνώριζε όλα, κάθε φορά που κατέβαινε στο γυναιοκοχώρι λύσσαγε να μαθαίνει, μα δεν τέλειωναν οι ιστορίες και τ’ άγνωστα, κάθε φορά έστηνε αυτί μ’ ανοιχτό το στόμα και σήμερα έτρεξε να ζήσει από κοντά το καινούργιο, Θα κάνουμε μακαρονάδα την Κυριακή, σε χρεώσαμε δώδεκα κιλά μακαρόνια νούμερο έξη που θέλουν πάνω από δέκα λεπτά να γίνουν, τ’ άλλα δώδεκα η Θοδωρίκαινα για να ξέρεις, οι υπόλοιποι τον κιμά, τις σάλτσες, τη γίδα, αλάτια, πιπέρια, κρασί, τέτοια χρειαζούμενα… αυτά είναι τα καλύτερα, ήταν η εντολή που πήρε, Μα πώς ξέρατε πως θα ‘ρθουμε, Το ξέρουμε, δεν το ‘γραψες της Σουζάνας του Μπάρμπα Γιάννη, έ το μάθαμε και μείς και σε υπολογίσαμε, άκου πού το ξέραμε, εδώ κύριε βήχει ο ένας τρέχουν οι άλλοι… μην ξεχάσεις αύριο απόγιομα.
Πού να ξεχάσει τούτος, πήγε με την Μενεμένη, αγόρασαν τα μακαρόνια, Για την Αυτή είναι, ρώτησε στο ταμείο η κοπελιά με το κοντομάνικο, μήνα Νοέμβρη προς το τέλος του, Χάζεψε αυτός πάλι, Θα με τρελάνουν στο τέλος, μονολόγησε, δεν τόλμησε να ρωτήσει πού το γνώριζε αφού σ’ άλλο χωριό η εκδήλωση, στην πρωτεύουσα του νησιού τα ψώνια, όλα τα παράξενα είναι φυσικά στο νησί των γυναικών και των ανέμων, ακόμα όμως δεν το ‘χει συνηθίσει. Δεν έβλεπε φως στο σχολείο, το ‘κρυβαν οι καρυδιές απ’ τα Γερόντικα κι οι ακλάδευτες για δεκαετίες ελιές, άργησε να πάει, τους βρήκε όλους εκεί.
Θα χάσεις τον τίτλο, του πέταξε ο Σάββας ο αρχιμάγειρας, κράταγε μια τρυπητή κουτάλα κι έξαινε εξωτερικά έναν μπόγο ορθό σ’ ένα πελώριο τηγάνι στημένο πάνω στην κατσαρόλα που ‘βραζε νερό ν’ αχνίζει όλο το μαγεριό, με δυσκολία διέκρινε τέσσερις πέντε άντρες καθισμένους γύρω από μια κασέλα και πίνανε. Έλα κόπιασε, δεν πειράζει που άργησες, άσε το Σάββα να λέει, του πέταξε ένας, Ξέρεις ποιος είν’ αυτός, τον ρώτησε ο Μιχάλης της Έφης, ξαδέλφης της Μενεμένης, δεν τον θυμάσαι, τον ξαναρώτησε δυνατά και του ‘ρθε του αμνήμονα να τον σβερκώσει κειδά, Τον συνάντησα το πρωί στον Άγιο μ’ ένα αγγελούδι, ψέλλισε τούτος να μην ακουστεί πως δεν τον αναγνώρισε, Ά δεν τον ξέρεις, εγγόνι του είναι το μικρό με τις μπούκλες ο Αντρέας, Καλά γιατί δεν το κουρεύεις γουλί το παιδί ν’ αρσενικέψει, του ξέφυγε και κοκκίνισε πάλι απ’ την αφέλεια, Ά, δεν τον αναγνώρισες λοιπόν, συμπέρανε κείνος έξω φωνή, συγγενής σου είναι βρε, της Αργυρώς ο δεύτερος απ’ τα εφτά, δισέγγονος της Βασιλικώς της κόρης της Νικαριάς, που ‘γραψες για δαύτην στο ξόδι της σαν πάτησε τα εκατόν τρία κι αποφάσισε να μας αφήκει χρόνους, Ά, έκανε σαν χαζός τούτος πάλι, καθόσον όφειλε να τον ξέρει, Όλους πρέπει να τους θυμάμαι γαμώ το μου, ξανάπε, αφού είπα στη γυναίκα μου πως ο σωματότυπός του είναι… Ποιος είπες πως είναι, άδραξε ο Σάββας την ευκαιρία, Ο σωματότυπος είπα πως είναι ο ίδιος του αδερφού του τού Γιώργη, Άαα ο σωματότυπος, και τι ναι δηλαδής τούτονά για να ‘χουμε καλό ρώτημα, Να, άρχισε αυτός πρόθυμος να εξηγήσει μα κατάλαβε την παγίδα, Σάββα, τον απείλησε, Καλά ντε, μια κουβέντα είπα, άκου σωματότυπος, κι ανακάτευε στο καζάνι μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα ν’ ανεβαίνει ο καπνός ίσα πάνω με τους ατμούς.
Τι κάνεις εκεί και μοσχοβολάει βρήκε την ευκαιρία να γλυτώσει απ’ τις αλλεπάλληλες γκάφες, Βράζω μια γίδα που δε λέει να μαλακώσει, αυτό κάνω, Σιγά μη μου πεις πως έφερα γίδα σκληρή, δηλαδή τι ήθελες να ‘ναι η γίδα που τα ξέρεις όλα, για πρόσεχε, παρεξηγήθηκε ο άλλος Σάββας, ο μικρός που λέγαμε. Και τα τζιεράκια τι τα τηγανίζετε, αδιόρθωτος ο αφελής, μακαρονάδα δε θα ‘χει αύριο, Ναι αλλά για σήμερα είπαμε να δοκιμάσουμε το μεζέ, κουρασμένοι που ‘μαστε χωρίς ένα χέρι παραπάνω, πέταξε ο Θέμης ο ταμίας του συλλόγου, Κι αυτό το θηρίο που ‘χετε δω στημένο στον ατμό τι είναι, συνέχισε απτόητος τούτος, Χταποδοπίλαφο είναι, εξήγησε ο Σταμάτης με το ταξί και τη θυγατέρα δίπλα του στα μέσα και τα έξω στο Σύλλογο, να τη ρωτάνε όλοι γιατί τα ‘ξερε και τα χειριζόταν αυτή όλα, νέα και … να χαίρεσαι να τη θωρείς.
Το ‘χουμε στην κατάψυξη περίσσευμα απ’ το πανηγύρι κι είπαμε να το συνεφέρουμε να το δοκιμάσουμε σήμερα, ολοκλήρωσε την ενημέρωση κείνη, Καλά τι θα πρωτοφάμε, χταποδοπίλαφο, πατάτες τηγανητές, τζιεράκια τηγανητά, εσείς ούτε σε γάμο να ‘τανε, αμάν με τα προεόρτια, Κάτσε τώρα κι άσε τα υπόλοιπα, ο αρχιμάγειρας, Μάγδα δώσε του ένα ποτήρι να σταματήσει να ρωτάει, φέρε του κι ένα πιρούνι, ορίστε κύριος κι άσε τις απορίες, να ‘ρχεσαι νωρίτερα να μαθαίνεις χωρίς να ρωτάς, άντε μπράβο…
Κυρίαρχος ο Σάββας της φοβερής Αντωνίτσας, ο αρχιμάγειρας που τον άκουγαν όλοι, άρχοντας του κοινόχρηστου μαγεριού και των καζανιών του συλλόγου που τ’ ανακάτευε μέσα στους ατμούς και τις φλόγες από τις πυροστιές του γκαζιού, τέσσερις φωτιές και σήμερα στη σειρά να βράζουν τη γίδα για την Πρόθεση, να τηγανίζουν τα τζιέρια και τις πατάτες, ν’ ανεβαίνουν οι τσίκνες να ξυπνάν τους παλιούς Θεούς του νησιού, κι από κοντά να ζεσταίνουν να ξεπαγώσει το χταποδοπίλαφο, που δεν έλεγε ν’ αναλιγώσει και κινδύνευε να ξευτελίσει την μαγειρική αξιοπρέπεια του ηγέτη των κοινών εκδηλώσεων, που τον δούλευαν όλοι πλέον ενώ εκείνος ατάραχος, ηγέτης γαρ και των υδάτων του οικισμού και περιχώρων, έξαινε τον μπόγο να μαζέψει δυο πιάτα πιλάφι με ψήγματα πλοκαμιών, να τους δείξει αυτός πως κατέει τι κάνει, στο τέλος τους έβαλε όλους να δοκιμάζουν ενώ συνέχιζε να βράζει η κατσαρόλα τροφοδοτώντας την καταψυγμένη μάζα… ενώ η κοπελιά ταλάνιζε απτόητη την προγιαγιά της με ατέλειωτες ερωτήσεις για τις γυναίκες που κυριαρχούσαν στη φωτογραφία, τη μόνη που ‘ταν κρεμασμένη κυρίαρχη κι αυτή να ομορφαίνει την μεγάλη αίθουσα των χαρών, των θρήνων, των πανηγυριών ου μην αλλά και των συνελεύσεων του χωριού.
Μπάστα πια, την σταμάτησε στο τέλος, θέλω να πιω ένα κρασί, της ξέφυγε της εκατοχρονίτισσας, πάμε πίσω την τράβηξε απ’ το χέρι, ήθελε να κουβεντιάσει, να μάθει τα νέα για τέσσερις πια γενιές κάτω απ’ την ίδια, τέτοια ευκαιρία δεν είχε συχνά, έλα παιδί μου την έσυρε με μια δύναμη που παραξένεψε τη μακρυμαλλούσα, που γκρίνιαζε γιατί έχανε τη δικιά της ευκαιρία ν’ ακούσει για τις παλιές, και τα ‘θελε όλα να τα μαθαίνει, έτσι έπρεπε να κάνει, έτσι την καλούσε η φύση της, δεν διέφερε απ’ τη συντροφιά της που κελάηδαγε στο τραπέζι μπουκέτο κοντά δέκα γυναίκες, όλες όμορφες, δίπλα η μια στην άλλη, στρωμένα γύρω γύρω τα υπόλοιπα έτοιμα για την άλλη μέρα, μαζεμένοι οι άντρες στο μαγεριό, σήκωσε το ποτήρι του ένας, Άντε στην υγειά μας κι ότι το καλύτερο για τη δικιά μας, ποτέ να μην μας ξανατύχει τέτοια μάζωξη, ευχήθηκε και σήκωσαν σιωπηλοί όλοι τα ποτήρια και τ’ άδειασαν.
Έξαινε ο Σάββας το χταποδοπίλαφο, ήπιε κι εκείνος το κρασί του άσπρο πάτο, δε φάνηκε μέσα στους ατμούς κανενός το δάκρυ, η μακαρονάδα της επόμενης μέρας ήταν η παράδοση που ‘θελε όλο το χωριό μα κι οι γύρω να συνδράμουν το συνάνθρωπο στα δύσκολα, να συντηρήσουν το δεσμό τους γιατί έτσι είχαν μάθει από παλιά, από τότε που ήταν ελάχιστα τα απαραίτητα και τα μοιράζονταν, και συνέχισαν να το κάνουν μέχρις που λιγόστεψαν ακόμα περισσότερο για κάμποσους, οπότε οι άλλοι ήξεραν να δίνουν όπως έκαναν κι οι πατεράδες τους, όπως είχαν μάθει απ’ τις μανάδες τους, γιατί ήταν άνθρωποι, και τους άρεσε να μείνουν άνθρωποι…