Του Κώστα Σαρικά
Το 2023 για τα Εθνικά θέματα αναμφίβολα «σημαδεύτηκε» από την κατακόρυφη ύφεση της έντασης στα ελληνοτουρκικά. Όλα άρχισαν από τον σεισμό του Φεβρουαρίου στην ανατολική Τουρκία και τη στάση της Ελλάδας απέναντι στους δοκιμαζόμενους γείτονες. Όμως, είναι κάτι παραπάνω από φανερό ότι η Άγκυρα για τους δικούς της λόγους αναζητούσε μια αφορμή για να αλλάξει «ρότα». Και τη βρήκε. Η νέα προσέγγιση η οποία συνδυάζεται με την αντίστοιχη ρητορική συνεχίστηκε σταθερά με αποκορύφωμα όσα τόνισε ο Ταγίπ Ερντογάν κατά την επίσκεψη του στην Αθήνα.
Οι δέκα αυτοί μήνες ηρεμίας αποτέλεσαν μια βαθιά «ανάσα» για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες ήταν για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια στα «κόκκινα» με αποκορύφωμα την κρίση το καλοκαίρι του 2020 όταν οι δύο χώρες έφτασαν στα πρόθυρα της σύγκρουσης. «Ανάσα» για το προσωπικό, ειδικά του Πολεμικού Ναυτικού αλλά και της Πολεμικής Αεροπορίας, ενώ κανένας δεν μπορεί να υποτιμήσει και την προσπάθεια του Στρατού Ξηράς. Και ειδικά των Μονάδων στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα της χώρας αλλά και των Μονάδων Ειδικών Δυνάμεων και Ειδικών Επιχειρήσεων. «Ανάσα» όμως και για μια σειρά από οπλικά συστήματα, ορισμένα μάλιστα από τα οποία όπως οι Μονάδες του Στόλου δοκιμάστηκαν στα όρια σε πρωτόγνωρες καταστάσεις παρόμοιες με τις κρίσεις του 1996 αλλά και του 1987. Με τη διαφορά όμως ότι και στις δύο αυτές περιόδους το Πολεμικό Ναυτικό διέθετε κατά μέσο όρο σαφώς νεότερα σε ηλικία πλοία ειδικά κατά την κρίση των Ιμίων.
Ο Στόλος και τα Στελέχη του, όμως, πέρασαν με άριστα τη δοκιμασία και απέδειξαν ότι το Πολεμικό Ναυτικό αποτελεί το πιο ισχυρό όπλο προβολής ισχύος στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο με δεδομένο πλέον ότι τα Κυριαρχικά Δικαιώματα στη θάλασσα τα τελευταία χρόνια έχουν αποκτήσει βαρύνουσα σημασία.
Αντίστοιχα, η Πολεμική Αεροπορία κατέδειξε ότι παραμένει ο ισχυρός θεματοφύλακας των εθνικών συμφερόντων. Με το υψηλό επίπεδο των ιπτάμενων να κάνει τη διαφορά και να διασφαλίζει την αεροπορική υπεροχή της HAF πάνω από το Αιγαίο και όχι μόνο. Η περαιτέρω ενίσχυση των ελληνικών «γερακιών» με την απόκτηση των γαλλικών Rafale και την αναβάθμιση των αμερικανικών F-16 άνοιξε ακόμη περισσότερο το χάσμα με τους γείτονες. Για πολλούς αποτελεί και μια από τις βασικές αιτίες για την στροφή 180 μοιρών που έκαναν οι γείτονες.
Επιχείρημα που ισχυροποιείται από την λυσσαλέα προσπάθεια της Άγκυρας να αποκτήσει καινούργια μαχητικά F-16 και να εκσυγχρονίσει όσα διαθέτει. Αλλά και από το ταυτόχρονο εγχείρημα για την ανάπτυξη εγχώριου μαχητικού. Σε κάθε περίπτωση και ειδικά εάν η ελληνική Πολεμική Αεροπορία αποκτήσει τα επόμενα χρόνια και το stealh μαχητικό 5ης γενιάς F-35, όχι απλά θα διατηρεί την αεροπορική υπεροχή αλλά θα μετατραπεί στην πιο ισχυρή αεροπορική δύναμη της περιοχής, καθώς θα είναι η μόνη αεροπορία στον κόσμο που θα διαθέτει τον πανίσχυρο συνδυασμό F-35, Rafale και Viper.
Αντίθετα, το Πολεμικό Ναυτικό παρά την συμφωνία απόκτησης των τριών ψηφιακών γαλλικών φρεγατών Belharra δείχνει να μένει πίσω. Ο εκσυγχρονισμός των τεσσάρων φρεγατών MEKO ήδη έχει καθυστερήσει δραματικά, ενώ όλα δείχνουν ότι «ναυαγεί» το πρόγραμμα καινούργιων κορβετών. Την ώρα μάλιστα που ήδη απαιτείται ο εκσυγχρονισμός των τεσσάρων υποβρυχίων κλάσης «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» και του «ΩΚΕΑΝΟΣ» και η αντικατάσταση των παλαιότερων υποβρυχίων. Εκσυγχρονισμό θα χρειαστούν και τα Ταχέα Σκάφη Κατευθυνόμενων Βλημάτων κλάσης «ΡΟΥΣΣΕΝ» και αντικατάσταση οι παλαιότερες πυραυλάκατοι Combattante. Και μπορεί το ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια να έχει στραφεί σε οπλικά συστήματα όπως τα UAV όμως σε καμία περίπτωση τα drones δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τις Μονάδες του Στόλου.
Ειδικά σε μια νησιωτική χώρα όπως την Ελλάδα όπου η περιοχή επιχειρήσεων θα είναι κυρίως το θαλάσσιο περιβάλλον και σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπει στην Ουκρανία για παράδειγμα. Χρήσιμα μεν τα μη επανδρωμένα σύμφωνα με όλες τις αμυντικές αναλύσεις, αλλά η θαλάσσια κυριαρχία διασφαλίζεται μόνο με την ισχύ του Στόλου.