Με τόλμη και ευαισθησία η 38χρονη καλλιτέχνης από την Κωνσταντινούπολη, μεταγράφει με κιμωλία σε τρεις μαυροπίνακες, τρεις σύντομες παραγράφους δικού της κειμένου στην τουρκική γλώσσα, χρησιμοποιώντας ξεχασμένα αλφάβητα της οθωμανικής περιόδου: το ελληνικό (καραμανλίδικα), το αρμενικό και το παλιό τουρκικό (αραβικό).
Η μινιμαλιστική της εγκατάσταση αφηγείται τις εμπειρίες ενός μικρού παιδιού, τη στιγμή που έρχεται για πρώτη φορά αντιμέτωπο, με τις γλωσσικές διαφορές στο σπίτι και το σχολείο. Τη θλίψη που νιώθει επειδή δεν μπορεί να διαβάσει τα γράμματα του παππού και της γιαγιάς της καθώς είναι γραμμένα σε διαφορετικό αλφάβητο.
Και την έκπληξη και την ενόχληση που αισθάνεται το παιδί όταν αντιλαμβάνεται «ότι δεν είχαν όλες οι οικογένειες μια ξεχωριστή μυστική γλώσσα ολόδική τους, την οποία μιλούσαν μόνο μεταξύ τους».
Είναι εμφανές ότι η καλλιτέχνις, κάνει αναφορά στην ιστορική φωτογραφία με τον Κεμάλ Ατατούρκ να παρουσιάζει σε φορητό μαυροπίνακα (όπως φαινεται παρακάτω) το νέο λατινικό αλφάβητο της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Τουρκίας, το 1928. Μέσα απ’αυτήν, ο θεατής, «μπορεί να διαβάσει τον κριτικό σχολιασμό του έργου της Ντιλέκ Γουίντσεστερ πάνω στη βίαια ρήξη και τις τραυματικές πολιτικές της πολιτιστικής επανάστασης απέναντι σε ένα πλούσιο πολυπολιτισμικό οθωμανικό παρελθόν», σχολιάζει η διευθύντρια του ΕΜΣΤ, Αννα Καφέτση, η οποία επιμελήθηκε την έκθεση.
Η ψηφιακή απεικόνιση της ιστορικής φωτογραφίας, εκτίθεται και αυτή μαζί με άλλα τεκμήρια από την έρευνα της Ντιλέκ Γουίντσεστερ, όλα σε ένα εικαστικό σύνολο, στο όριο πραγματικότητας και μυθοπλασίας και με άξονα το ενδιαφέρον της για τη γλώσσα και τις σχέσεις εθνικής ταυτότητας και διαπολιτισμικότητας. «Η επιθυμία της να αποδώσει με λέξεις, σωματικές εκφράσεις και μεταφορές αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί, την οδηγούν σε μια ατέρμονη, σχεδόν αδύνατη αναζήτηση ορισμού, καταγραφής και ταξινόμησης των ανθρώπινων συναισθημάτων μέσα στην ποικιλία και τον τεράστιο πλούτο τους», προσθέτει η Α. Καφετση.
Σημείο εκκίνησης της έκθεσης «Περί ανάγνωσης και γραφής», αποτελούν τα τρία πρώτα μυθιστορήματα που εκδόθηκαν τον 19ο αιώνα, γραμμένα στα καραμανλίδικα και αρμενοτουρκικά, από τουρκόφωνους ελληνικής και αρμενικής καταγωγής.
Υπενθυμίζεται ότι τα καραμανλίδικα βιβλία, γραμμένα στα τουρκικά με ελληνικούς χαρακτήρες, εκδόθηκαν από τους Ορθοδόξους τουρκόφωνους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας στα μεγάλα τυπογραφεία της Βενετίας, της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης. Μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα, άρχισαν να αποτελούν αντικείμενο ενδιαφέροντος των ειδικών, Ελλήνων και ξένων, ερευνητών.
Είναι ιδιαίτερα συγκινητική, η βιντεοηχητική, μαυρόασπρη εγκατάσταση του θεατρικού έργου «Ο δύστυχος νέος», γραμμένο στα τουρκικά με ελληνικούς χαρακτήρες, το 1910 από τον Θεόδωρο Ακιλίογλου.
Η Γουίντσεστερ το επαναφέρει στο προσκήνιο, ενσωματώνοντας η ίδια στο έργο την ελληνική μετάφραση. Το ομότιτλο βίντεο βασίζεται στην πρώτη πράξη του έργου αυτού και οι διάλογοι διαβάζονται από ηλεκτρονικές «φωνές», δηλαδή από λογισμικό μετατροπής του γραπτού σε προφορικό λόγο.
Επίσης, μέρος της έκθεσης αποτελεί η δικάναλη εγκατάσταση «Αlphabets», με συνεντεύξεις που πήρε η καλλιτέχνης από πανεπιστημιακούς, ειδικούς στο θέμα.