Γράφει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΚΑΡΑΣ
Οι αξιωματικοί του Στρατού Ξηράς δεν είχαν μεταπολεμικά ιδιαίτερη σχέση με το θεσμό της βασιλείας. Εκτός από την εκάστοτε ηγεσία τους και έναν αριθμό κυρίως των καταδρομών. Μια μερίδα άπ’ αυτούς τους πιστούς στο παλάτι , που είχαν ταυτιστεί όμως και με τη χούντα, μόλις ο Κωνσταντίνος στράφηκε εναντίον της, τον ακολούθησαν και συνέπραξαν στις 13 Δεκεμβρίου του 1967.
Την ιδιαίτερη σχέση και αδυναμία με τους καταδρομείς εντοπίζει και ο πτέραρχος ε.α. Ν.Κουρής. Ο οποίος επίσης από τη θέση του Υφυπουργού Εθνικής Άμυνας, όπως και ο Δροσογιάννης, έχει σαφή αντίληψη των όσων συμβαίνουν στις Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΔ), που τις υπηρέτησε μέχρι τη θέση του Α/ΓΕΕΘΑ. Η βασιλική οικογένεια γνώριζε την αξία και τις δυνατότητες των δυνάμεων καταδρομών. Ήθελε ειδικά αυτό το Σώμα, να το ελέγχει. Ο Αρναούτης (αξιωματικός των ειδικών δυνάμεων και ο ίδιος), από πολύ ενωρίς βρίσκεται δίπλα στον Κωνσταντίνο και τον ακολουθεί στο εξωτερικό, πιστός μέχρι το τέλος της ζωής του. Ήταν ο σύμβουλός του για θέματα ΕΔ και σύνδεσμος με την ηγεσία τους.
Οι σχέσεις των αξιωματικών με τη βασιλεία και την πολιτική, και κύρια οι επεμβάσεις τους σ’ αυτήν (πραξικοπήματα, κινήματα, δικτατορίες κ.λ.π.) μέχρι το Β΄ πόλεμο, προσφέρονται για συγκρίσεις με τις αντίστοιχες της μετεμφυλιακής περιόδου. Εκείνες τις σχέσεις (οσάκις κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή ο βασιλιάς έναντι του Βενιζέλου π.χ.) έβλεπε ο Κωνσταντίνος και νοσταλγούσε την προπολεμική περίοδο. Όπου η ισχύς του βασιλιά δεν ήταν τόσο ΄΄η αγάπη του λαού΄΄, όσο η πελατειακή σχέση (μερικών και όχι όλων κατ’ ανάγκην) των αξιωματικών με το παλάτι.
Αυτή η σχέση ΕΔ με τη βασιλεία υπέστη ρήγμα σοβαρό μετά τον εμφύλιο. Τελευταίες αναλαμπές ήταν η ρήξη του Κωνσταντίνου με τον Παπανδρέου το 1965, ακριβώς εξαιτίας της προσπάθειας του τελευταίου να ελέγξει τις ΕΔ. Μοιραία ήταν η αναλαμπή στις 13 Δεκεμβρίου του 1967, που αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα της σχέσης βασιλιά με το Σώμα των αξιωματικών.
Τα μέλη της βασιλικής οικογένειας γαλουχούνταν με την πεποίθηση, πως είναι κάτι το ξεχωριστό, και πως ο Θεός τους έδωσε τη χάρη να βασιλεύουν. Τι χάρη επομένως να έχει ως αντιβασιλέας ένας Ζωϊτάκης ή ένας Παπαδόπουλος; Ο Δημήτρης Χορν, προσωπικός φίλος της οικογένειας, διηγείται την πρωτοχρονιά του 1976 πως, σε ερώτημά του στην πριγκίπισσα Ειρήνη “εάν πράγματι πιστεύει πως ο Θεός τους αντιμετωπίζει ως κάτι το ξεχωριστό” αυτή απάντησε: “Όπως ο Θεός έδωσε σε εσάς το ταλέντο, έτσι έδωσε και σε εμάς το δικαίωμα και την ικανότητα να βασιλεύουμε και γι’ αυτό είμαστε και γαλαζοαίματοι”!
Η σχέση μερικών στρατιωτικών με το βασιλιά και ενδιάμεσο τον όρκο που έδινε «..εις τον συνταγματικόν βασιλέα των Ελλήνων…» δεν σταματάει ποτέ, όσο υπάρχει ο όρκος. Φάνηκε και στη δικτατορία αυτός ο δεσμός, για εκείνους που τον αισθάνονταν και αντέδρασαν ανάλογα και στις 13 Δεκέμβρη 1967 και στην εξάρθρωση της οργάνωσης του κινήματος του ναυτικού το Μάιο του 1974.
Οι ιδεολογικές διαφορές στο στρώμα των στελεχών των ΕΔ περιστρέφονταν για περισσότερα από σαράντα χρόνια (1897-1940) στην αναγκαιότητα της βασιλείας. Οι πλέον δραστήριοι υλοποιούσαν τις ανησυχίες τους μεταλλασσόμενοι σε βασιλόφρονες ή βενιζελικούς. Οι μεν απέτασσαν, ή (στην καλύτερη των περιπτώσεων) αποστράτευαν τους δε κάθε φορά που ο αντίστοιχος ηγέτης έπαιρνε την εξουσία με εκλογές. Το ίδιο συνέβαινε και στα πραξικοπήματα / κινήματα / επεμβάσεις, όπου σχεδόν πάντα συνυπήρχαν στρατιωτικοί και πολιτικοί. Εκτός του 1909 που κατέληξε στον Βενιζέλο και του 1935, που απέτυχε γιατί άργησε η ανάμειξη των πολιτικών.
Το 1935 όμως έχουμε καθοριστική εκκαθάριση των δημοκρατικών, που σημαδεύει τις εξελίξεις από εκεί και μετά για πολλά χρόνια. Κάθε φορά η παροχή βαθμών με τις αποκαταστάσεις έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο, ανατρέποντας την επετηρίδα που ίσχυε και προκαλώντας την οργή των ΄΄αδικούμενων΄΄. Που περίμεναν τη δική τους σειρά στην επόμενη ανατροπή για αποκατάσταση της αδικίας. Την πρακτική ζήλεψαν και κοινοβουλευτικές μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις και φτάσαμε στη σημερινή αστεία κατάσταση με τεράστιο αριθμό στρατηγών κλπ εν ενεργεία και εν αποστρατεία εις βάρος των ταμείων τους κατ’ αρχήν αλλά και της σοβαρότητας των βαθμών αφ’ ετέρου. Το μέτρο έχει χαθεί προ πολλού.
Η σκλήρυνση της νομοθεσίας και των προβλεπόμενων για τους στρατιωτικούς από τα Συντάγματα έχει ως εξήγηση, όχι μόνον την εμφάνιση του ΄΄κομμουνιστικού κινδύνου΄΄ (άρα την προστασία του κοινωνικού συστήματος, του βασιλιά, του αστικού κράτους και της αστικής τάξης) αλλά και τις επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική. Οι επεμβάσεις αυτές ήταν συνήθης πρακτική, παράλληλα με τις εναλλαγές των κομμάτων στην εξουσία με εκλογές.
Ο Βασιλιάς και το παλάτι έχουν την περίοδο αυτή κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση των ΕΔ και των στελεχών τους. Η πελατειακή σχέση είναι πια γνωστή ενώ παρέχεται πλήθος στοιχείων για τον τρόπο, με τον οποίο συντηρούσε το παλάτι αυτή τη σχέση. Αφορούσε λίγους και εκλεκτούς από τους αξιωματικούς του στρατού (στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα) στους οποίους διοχετεύονταν επιλεκτικά η εύνοια, επομένως και τα προνόμια. Και ο ίδιος συγγραφέας[1] ερμηνεύει τον τρόπο με τον οποίο, σχηματίζονταν οι ΄΄πελατειακές σχέσεις΄΄.
Ξεκινώντας από ψηλά με εναλλαγή προστάτη και προστατευμένου, κατέληγαν στους υπαξιωματικούς δημιουργώντας έτσι «…πελατειακά δίκτυα τα οποία συμπεριελάμβαναν υπαξιωματικούς, και κατώτερους και ανώτερους αξιωματικούς…». Ο Αλιβιζάτος σημειώνει πως «…η τελευταία λέξη για τα μεγάλα στρατιωτικά προβλήματα, σε ότι αφορά ιδίως τις προαγωγές και τις τοποθετήσεις στους υψηλότερους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας, στις θέσεις κλειδιά ανήκε στο βασιλιά…». Η περίοδος στην οποία αναφέρεται είναι η μετεμφυλιακή μέχρι τη δικτατορία 1967.[2]
Καμία εκδήλωση, κινητοποίηση ή οργανωμένη επιχείρηση όπως σε θέματα κοινωνικής πρόνοιας που αποδίδονταν στην βασιλική οικογένεια, δεν έμενε αβοήθητη από τις ΕΔ. Αντίθετα υιοθετούνταν και με τον μηχανισμό που διέθεταν οργάνωναν υποστηρικτικές κινήσεις. Η ΄΄Προικοδότηση των Απόρων Κορασίδων΄΄, (που πολλοί πίστευαν πως γινόταν από τους βασιλείς με ΄΄βασιλικά΄΄ χρήματα), ήταν μια μεγάλη προπαγανδιστική επιχείρηση συλλογής χρημάτων και δημιουργίας εντυπώσεων. Τα στελέχη των ΕΔ έπαιζαν το ρόλο τους στις διαδικασίες αυτές, για την ισχυροποίηση του θεσμού και την καλή του φήμη. Ο υποναύαρχος ε.α. Ι. Ιωάννου πιστεύει στο θεσμό. «… Όταν έχεις διοικητή τον Σούτσο (Υπασπιστής Παύλου που όταν έριξε χιόνι στη ΣΝΔ αυτός κυνηγούσε κοτσύφια ή κυκλοφορούσε πάντα άψογος με στολή 8 και σε πολλές περιπτώσεις με 3Α) και όταν ο Κωνσταντίνος συντρώγει με τους Ν. Δόκιμους, με τον Α/ΓΕΝ και υπασπιστές να φέρνουν επινώτια (μπέρτες) αποκτάς, (ακόμα και αν έχεις αριστερή ιδεολογία),…. ορισμένες αστικές συνήθειες που κάποτε θα σου βγουν (π.χ. φανταζόσουν εσύ ποτέ ότι θα φοράς γραβάτα; Ρωτά τον υπογράφοντα.)…».
Αυτές λοιπόν οι «αριστοκρατικές» συνήθειες διαφοροποίησαν σαφώς Αξιωματικούς ΠΝ και ΣΞ … Είναι από τους βασιλόφρονες του ναυτικού ο Ιωάννου και το δηλώνει ο ίδιος. Οι βασιλόφρονες αξιωματικοί του ναυτικού ήταν δύο κατηγοριών. Οι ΄΄αριστοκράτες΄΄ με το ανάλογο επίχρισμα και οι εκ του λαού προερχόμενοι όπως ο Ιωάννου. Κατά τα άλλα συνεπείς, επαγγελματίες στρατιωτικοί, τίμιοι, ολίγον έως πολύ επηρεασμένοι ο καθένας και για ιδιαίτερους λόγους από την οικογένεια εκείνη και το θεσμό της βασιλείας. Πιστοί όμως μέχρι και σήμερα. Κάποιοι απ’ αυτούς εμφανίζονται κοντά τους όχι για διαφήμιση, αλλά να τους διευκολύνουν, να προστατέψουν τα οικονομικά τους συμφέροντα στην Ελλάδα.
Δε γίνεται να ξεχωρίσουμε τη βασιλική νοοτροπία από την κυρίαρχη ιδεολογία μετεμφυλιακά. Ούτε να δεχτούμε πως το νεαρό της ηλικίας του Κωνσταντίνου ήταν και ο κινητήριος μοχλός των ενεργειών του. Οπωσδήποτε οι σύμβουλοί του έπαιζαν σοβαρό ρόλο. Ο ίδιος είχε και το απεκάλυπτε «…ένα πρόσωπο υπεροπτικό, αλαζονικό, αυταρχικό. Με άφρονες, ίσως, αλλά σαφείς και άκαμπτες απόψεις(…)» Και όπως γράφει σε εφημερίδα την ημέρα που γράφονται αυτές οι γραμμές (4-1-2003)[3] δημοσιογράφος που ήταν παρών σε συζήτηση “of the record” με τον Κωνσταντίνο τον Ιούλιο του 1965, ο τελευταίος σε σχετική ερώτηση απάντησε: «Δεν υπάρχουν μυστικοσύμβουλοι, που μου λένε τι να κάνω και τι να μην κάνω. Το δικαίωμα και η ευθύνη να αποφασίζω είναι δικό μου… βασιλικός πρέπει να αποκαλείται και ο στρατός, αφού σε περίπτωση πολέμου αρχιστράτηγος θα είναι ο βασιλεύς…». Σε ερώτημα για την πιθανότητα να προκηρυχθούν εκλογές ώστε, να βγει η χώρα από το αδιέξοδο, η απάντηση ήρθε με σαφήνεια και καθαρότητα. «Αφήστε τις εκλογές. Έχω και άλλες λύσεις στο συρτάρι μου».
Όμοια νοοτροπία και σχεδόν την ίδια αλλά πιο ωμή απάντηση δίνει ο πρίγκιπας Γεώργιος διορισμένος από τις τότε μεγάλες δυνάμεις αρμοστής της Κρήτης «…όταν επιτροπή προκρίτων του υπέβαλε σχετικά αιτήματα, την διέκοψε βιαίως.΄΄Τι μου λέτε σύνταγμα, βουλήν και εκλογάς; Αυτά είναι μασκαριλίκια![4] Ο εικοσιπεντάχρονος Κωνσταντίνος είχε τη λύση στο συρτάρι του από τον Ιούλιο του 65. Σε λίγο άρχισε να συνεργάζεται με την φυσική ηγεσία του στρατού ξηράς, στην προετοιμασία του σχεδίου αντιμετώπισης εσωτερικού κινδύνου. Δηλαδή εκείνου ακριβώς του σχεδίου, που ο Παπαδόπουλος με τους συνεργάτες του ως καθ’ ύλη αρμόδιος ετοίμαζε στον Γ΄ Κλάδο του ΓΕΣ και το πήγαινε για έγκριση στον τότε βασιλιά ο Αρχηγός του ΓΕΣ αντιστράτηγος Σπαντιδάκης. Αυτή ήταν η λύση του Κωνσταντίνου.
Δεν την έκρυβε στο συρτάρι του, αλλά στο αρμόδιο φοριαμό ασφαλείας του Γενικού Επιτελείου Στρατού και εφαρμόσθηκε στις 21 Απριλίου του 1967. Ο Παπαδόπουλος το ίδιο διάστημα είναι και γραμματέας της Διοικούσας Δέσμης του ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών). Επομένως και με αυτήν την ιδιότητα γνωρίζει τα σχέδια των στρατηγών, που είναι μέλη του ΑΣΣ (Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου). Έτσι συνδέονται ΙΔΕΑ, ανάκτορα, ηγεσία του στρατού.
Είναι ενδεικτική εν τούτοις η ευκολία με την οποία προσαρμόσθηκαν όλοι (και οι βασιλόφρονες) μετά τη φυγή του Κωνσταντίνου το 1967 και στην αλλαγή του τίτλου του ναυτικού από ΄΄Βασιλικό΄΄ σε ΄΄Πολεμικό΄΄. Σε σημείο να εκνευρίζεται ακόμα και ο Μαργαρίτης όταν «…ένιαι εφημερίδες των Αθηνών και επαρχιών, οσάκις αναφέρονται εις το Ναυτικόν αναγράφουν τούτο ως Βασιλικόν, αγνοούντα προφανώς την επελθούσαν αλλαγήν των τίτλων…». Την παρατήρηση εκπέμπει ως αρχηγός του ναυτικού στη Γενική Διεύθυνση Τύπου τον Σεπτέμβριο του 1970 με την παράκληση να μεριμνήσει «..διά την ενημέρωσιν των Διευθυντών του Ελληνικού Τύπου επί της εν λόγω αλλαγής…».
Ο στρατός ήταν το μόνο από τα τρία όπλα που δεν λεγόταν ΄΄βασιλικό΄΄. Απόπειρα να μετονομασθεί (και μάλιστα με κυβέρνηση Ενώσεως Κέντρου) από το Γαρουφαλιά Υπουργό Εθνικής Άμυνας, ως δώρο με την ευκαιρία του γάμου του Κωνσταντίνου, συνάντησε αντιδράσεις και απέτυχε. Όσο για το ναυτικό, οτιδήποτε σχετιζόταν με τη βασιλική οικογένεια προβλεπόταν σε Πάγιες Διαταγές, που τελικά καταργήθηκαν μετά το σχετικό δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου 1973. Παρατηρείται πως αποκλειστικό σχεδόν αντικείμενο των διαταγών αυτών είναι ο τρόπος επαφών με την οικογένεια των βασιλέων. Πώς χαιρετούν, πώς παρουσιάζονται, πώς εύχονται, τι γράφουν σε κάρτες στους «ΑΑΜΜ τους ΒΑΣΙΛΕΙΣ και ΑΒΥ τον ΔΙΑΔΟΧΟΝ».
Τα αρκτικόλεξα ΑΑΑΜ και ΑΜ δείχνουν το μέτρο της μεγαλοσχημοσύνης της οικογένειας και της υποτέλειας του κρατικού μηχανισμού. Οι λεπτομέρειες των κειμένων καλύπτουν και το παραμικρό, που σχετίζεται με τα θέματα αυτά. Δεν μένει κανένα ερώτημα. Οι εκφράσεις στα κείμενα δεν αφήνουν αμφιβολία πως ο χαιρετών, ο ευχόμενος, ο ερχόμενος εν πάση περιπτώσει σε επαφή με πρόσωπο της βασιλικής οικογένειας, απευθύνεται σε κάτι πολύ ΄΄Υψηλό΄΄ και απομακρυσμένο από τον ίδιο, στον οποίο οφείλει να δείχνει σεβασμό, υπακοή, υποταγή, πίστη κ.λ.π
Εκτός όμως των Μονίμων Εγκυκλίων, το ΓΕΝ καθορίζει με υποδείγματα προσκλήσεων, τι ακριβώς πρέπει να γράφεται σ’ αυτές, οσάκις καλούνται διάφοροι να παραστούν σε γεύματα, δεξιώσεις, γιορτές, τελετές … όπου θα παρίστανται και μέλη της βασιλικής οικογένειας. Προσδιορίζεται με συγκεκριμένες φράσεις για κάθε περίπτωση τι θα γράφει η πρόσκληση και είναι τα υποδείγματα εκείνα που ο στρατός χρησιμοποιεί χωρίς να έχουν προσαρμοσθεί στην ναυτική ορολογία (βαθμούς κ.λ.π.). Το έγγραφο θεωρείται τόσο σοβαρό, ώστε να το υπογράφει ο ίδιος ο ΑΓΕΝ αντιναύαρχος Γ. Παναγιωτόπουλος.
Από την άλλη πλευρά ενδιέφερε πολύ τους κρατούντες, η προς τα έξω εικόνα του καθεστώτος. Αλλά και η εικόνα που εμφάνιζαν οι ασκούντες την εξουσία, είτε ήταν εδώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είτε όχι. Το Μάρτιο του ίδιου χρόνου, εκδηλώνεται δυσφορία για τις φωτογραφίες των ΄΄επισήμων ΄΄ προσώπων που έδειχνε η τηλεόραση. Μάλλον η υπόθεση πρέπει να ξεκίνησε εξ αιτίας του Ζωιτάκη ως ΄΄Αντιβασιλέως΄΄, γιατί το θέαμα που παρουσίαζε ειδικά με στολή ήταν αστείο (λόγω πάχους, ύψους και ύφους). Απευθύνεται έγγραφο στον ΄΄Οίκο Α.Ε.(Αυτού Εξοχότητος) Αντιβασιλέως…΄΄ και σε άλλους αποδέκτες, με το οποίο ο ΑΕΔ ζητάει φωτογραφίες «…της Α.Ε. του Αντιβασιλέως και των Προσωπικοτήτων της Ελληνικής Κυβερνήσεως …{καθ’ όσον}..δεν είναι αι ενδεδειγμέναι και δέον να αντικατασταθούν…»
Τα εμβλήματα, οι φωτογραφίες, τα σήματα είναι αποτύπωση μιας πραγματικότητας, πίσω τους κρύβεται η εξουσία, και δεν πρέπει να μην είναι εμφανίσιμα. Πρέπει να είναι όμορφα και εντυπωσιακά. Ο αντιβασιλιάς Ζωϊτάκης, παρ’ ότι είναι ένα στέλεχος των ΕΔ χωρίς ιδιαίτερο κάλλος (αντίθετα η όλη του εικόνα δεν εμπνέει κύρος, ούτε πείθει για το νέο του ρόλο), πρέπει να φαίνεται και αυτός ωραίος, όπως ο βασιλιάς. Εξ άλλου δεν είναι τυχαίο πως τους συνδέει και τους δύο η στολή. Ο βασιλιάς πάντα σε φωτογραφίες εμφανίζεται με στολές, επομένως ο αντιβασιλιάς που δικαιούται ως στρατιωτικός της στολής και της αντιβασιλείας ΄΄επαναστατικώ δικαίω΄΄, τουλάχιστον ας φαίνεται πιο εμφανίσιμος!
Όσο για τα εμβλήματα της ΄΄επανάστασης΄΄ η αντικατάσταση του καιγόμενου φαντάρου με ΄΄καιγόμενο ναύτη΄΄ και άκομψη ήταν και ανιστόρητη. Δεν έκανε ο ναύτης την ΄΄επανάσταση΄΄ την έκαναν τμήματα του στρατού. Ουσιαστικά κάποιο σφετερισμό επεδίωκε με την επέμβαση ο Μαργαρίτης και με τέτοιες αλλοιώσεις. Να ‘χουνε δηλαδή να δείχνουν κι οι άλλοι πως κάτι προσφέρουν κι ας ήταν ουραγοί και σπογγοκολάριοι.
Και καγχάζει η ιστορία για μια ακόμα φορά με την κατάντια του τόπου τούτου, όπως ακριβώς καγχάζει και με τη σημερινή κατάντια που δίνει αέρα στους νοσταλγούς της εποχής εκείνης αλλά και άλλων εποχών και ακόμα πιο επικίνδυνων φαινομένων όπως ο ναζισμός.
[1] Βλ. ΒΕΡΕΜΗ Ο Στρατός στην Ελληνική Πολιτική, σ.163
[2] Βλ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ…Η Συνταγματική Θέση των Ενόπλων Δυνάμεων, Σάκκουλα, Αθήνα, 1987 ως και του ίδιου Οι Πολιτικοί Θεσμοί σε Κρίση 1922-197, Θεμέλιο, Αθήνα 1995
[3] ΖΟΥΛΑ ΣΤΑΜΟΥ, Αποκάλυψη Μεταξύ Μύθου και Ζήθου, άρθρο στην Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 4 Ιανουαρίου 2003, σελ. 5
[4] βλ. ΒΕΝΤΗΡΗ ΓΕΩΡΓΙΟ, Η Ελλάς του 1910-1920, Ίκαρος, Αθήνα 1970 σελ. 33,