Ο άντρας παίρνει μια βαθιά αναπνοή. Στα μάτια του περνάει ξαφνικά μια σκιά, το σαγόνι του τρέμει σαν να ξαναζεί έναν εφιάλτη.
«Το Κόκκινο Ιππικό κάλπαζε… Έφευγαν οι ξένοι… Η ελληνική παροικία της πόλης άδειαζε. Εμείναμε τελευταίοι!. Ο πρόξενος εφώναζε. Δεν καταλαβαίνετε ότι κινδυνεύετε; Πώς ήταν δυνατό, όμως, τόσα χρόνια ζωή, σπίτια, περιουσίες να τα εγκαταλείψουμε; Αυτός εφώναζε: Τι προτιμάτε, τας περιουσίας ή το κεφάλι σας;. Ανήμερα του Αγίου Στεφάνου εμπήκε ο Κόκκινος Στρατός εις την πόλη. Ο κόσμος άρχισε να κουτρουβαλά για το λιμάνι. Τα βαπόρια εγέμιζαν και έφευγαν με την ανθρώπινη πραμάτεια να κρέμεται ακόμα από τα σχοινιά τους… Οικογένειες χωρίζονταν… Άλλοι στο ένα βαπόρι άλλοι στο άλλο… Μπόγοι, βαλίτσες, πετάγονταν εις την θάλασσα για να χωρέσουν άνθρωποι. Ο αέρας εγέμισε φωνές κι ονόματα… Πυροβολισμοί εις τις συνοικίες… Τα βαπόρια εσφύριζαν…».
Δεύτερο πλάνο, 13 χρόνια μετά, στο ίδιο μέρος βρίσκεται η «Νέα Οδησσός», το χωριό που έχτισαν αυτοί οι πρόσφυγες.
Με αυτό το συγκλονιστικό τρόπο άνοιγε το 2004 η ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το λιβάδι που δακρύζει», που μας θυμίζει ο υποψήφιος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Κωνσταντίνος Διώγος, με την ανακοίνωση που έκανε στο διεθνές συνέδριο του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού «Θεσσαλονίκη, πρωτεύουσα των προσφύγων», στην Καλαμαριά, με θέμα «Ανεπιθύμητοι πρόσφυγες: Η πολιτική διαχείριση του προβλήματος των προσφύγων της Οδησσού και της Κριμαίας από την κυβέρνηση Βενιζέλου, μετά την εκστρατεία της Ουκρανίας το 1919».
Η εργασία του Κωνσταντίνου Διώγου, όπως αναφέρει ο ίδιος στο ΑΜΠΕ, βασίζεται εξ ολοκλήρου σε πρωτογενείς και αδημοσίευτες αρχειακές πηγές.
«Ο αείμνηστος Έλληνας σκηνοθέτης είχε πάντοτε την τάση να σκαλίζει τις σκοτεινές στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας και να αναδεικνύει στις ταινίες του τις αντι-ηρωικές όψεις της» επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Διώγος.
«Οι πρόσφυγες- συνεχίζει -από την Οδησσό και την Κριμαία, το Μάρτη και τον Απρίλη του 1919, ήταν το τραγικό αποτέλεσμα της σύμπραξης του Ελληνικού Στρατού στην αποτυχημένη εμπλοκή των Συμμάχων, και ειδικότερα της Γαλλίας, στα γεγονότα του Ρωσικού Εμφυλίου, στην περιοχή της Ουκρανίας».
Η ιστορία αυτών των προσφύγων, όπως επισημαίνει ο ερευνητής, δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής από την ελληνική ιστοριογραφία και δεν αποτέλεσε ποτέ σημαντικό κεφάλαιο της συλλογικής προσφυγικής μνήμης. «Το ίδιο όμως συνέβη και με την εκστρατεία της Ουκρανίας, που μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως αντι-ηρωική» σημειώνει.
«Με την ανακοίνωσή μου έθεσα ως στόχο την περιγραφή, εν συντομία, των συνθηκών, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η προσφυγοποίηση του Ελληνισμού της Οδησσού και της Κριμαίας, αλλά και να ερμηνεύσω την πολιτική διαχείριση του προβλήματος των προσφύγων από την κυβέρνηση Βενιζέλου και να παρακολουθήσω την πορεία των προσφύγων από την Ουκρανία προς την Ελλάδα, και κυρίως προς τη Θεσσαλονίκη» εξηγεί ο κ. Διώγος.
Καθαρά πολιτική απόφαση
Σύμφωνα με τον ερευνητή, η συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας ήταν μια καθαρά πολιτική απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου, με στόχο να ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της χώρας, ενόψει του Συνεδρίου Ειρήνης στο Παρίσι το 1919.
«Η Ελλάδα, έχοντας λάβει ενεργό μέρος μόνο στην τελευταία φάση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν μπορούσε να εγείρει σημαντικές εδαφικές αξιώσεις στη μεταπολεμική μοιρασιά» επισημαίνει.
«Έτσι, όταν το Νοέμβρη του 1918 έπεσε στο τραπέζι η πρόταση από την πλευρά της Γαλλίας για στρατιωτική σύμπραξη στις σχεδιαζόμενες επιχειρήσεις στην Ουκρανία στο πλευρό των Λευκών αντεπαναστατών, ερμηνεύτηκε ως ‘χρυσή ευκαιρία’ από την ελληνική κυβέρνηση. Με μεγάλη προθυμία, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έθεσε τρεις Μεραρχίες στη διάθεση οποιασδήποτε επιχείρησης με ‘συμμαχικό’ χαρακτήρα. Πολύ γρήγορα, όμως, ήδη τους πρώτους μήνες του 1919, οι επιχειρήσεις κατέληξαν σε οργανωτικό και επιχειρησιακό φιάσκο, με αποτέλεσμα την άτακτη υποχώρηση των ελληνo-γαλλικών δυνάμεων από την Ουκρανία» σημειώνει ο ερευνητής.
Η υποχώρηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να συμπαρασύρει και το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών αστικών κοινοτήτων της περιοχής. Ο Ελληνισμός της Νοτίου Ρωσίας είχε υποφέρει ήδη πολύ κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ιδιαίτερα την περίοδο της γερμανικής κατοχής της Ουκρανίας και της πολιτικής αναρχίας που ακολούθησε. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, μετά τη συρροή χιλιάδων προσφύγων από την περιοχή του Πόντου, εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων στα σύνορα Τουρκίας -Ρωσίας.
«Οι Έλληνες της Ρωσίας μπλέχτηκαν στη ‘διελκυστίνδα’ της σύγκρουσης επαναστατών και αντεπαναστατών, αλλά και του εθνικού αυτονομιστικού κινήματος της Ουκρανίας, κυρίως μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων. Βρέθηκαν, κυριολεκτικά, εν μέσω διασταυρούμενων πυρών, είτε ‘Κόκκινων’ είτε ‘Λευκών’, και παρασύρθηκαν στη δίνη αντίρροπων δυνάμεων, που αδυνατούσαν να κατανοήσουν και να ελέγξουν» αναφέρει ο κ. Διώγος.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο ελληνικός στρατός έγινε δεκτός από τους Έλληνες ως «απελευθερωτικός». Ειδικότερα στην Οδησσό, η κοινότητα ενεπλάκη ενεργά προσφέροντας υπηρεσίες στο Εκστρατευτικό Σώμα.
«Όλες αυτές οι ενέργειες εξέθεσαν ανεπανόρθωτα τους Έλληνες στα μάτια των Μπολσεβίκων και προδιέγραψαν το τραγικό τέλος» τονίζει ο κ. Διώγος. «Μετά από σειρά άστοχων επιχειρήσεων στις περιοχές βόρεια της Οδησσού, και κάτω από την πίεση της προέλασης του Κόκκινου Στρατού, στις 31 Μαρτίου 1919 η γαλλική διοίκηση ειδοποίησε ότι η εκστρατεία εγκαταλειπόταν οριστικά. Δόθηκαν μόνο τέσσερις ημέρες προθεσμία στους κατοίκους για να προετοιμαστούν. Φυσικό επακόλουθο ήταν να προκληθεί πραγματικός πανικός στους Έλληνες της Οδησσού, που έβλεπαν τη ζωή τους να ξεριζώνεται βίαια» τονίζει.
Αρνούμενοι να αποδεχτούν την τραγική πραγματικότητα, χιλιάδες Έλληνες συνέρρευσαν στο ελληνικό προξενείο, ζητώντας εξηγήσεις και οδηγίες. Όπως επισημαίνει ο ερευνητής, ο διπλωματικός εκπρόσωπος Δενδραμής, προσπαθούσε με κυνικότητα να τους κινητοποιήσει, με την παραίνεση: «Τι προτιμάτε, την περιουσία ή το κεφάλι σας;».
«Η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε επιχειρήσει από την πρώτη στιγμή να κρατήσει χαμηλούς τόνους σχετικά με την εκστρατεία στην Ουκρανία» αναφέρει ο Κωνσταντίνος Διώγος, επισημαίνοντας ότι στις εφημερίδες είχε επιβληθεί αυστηρό καθεστώς λογοκρισίας, οι αρνητικές ειδήσεις μπλοκάρονταν, ενώ όσες έφταναν ήταν αποστειρωμένες και διαστρεβλωμένες. Ο Εμμανουήλ Ρέπουλης, ο οποίος είχε αναδειχθεί σε άτυπο «υπεύθυνο ασφαλείας» της κυβερνητικής εικόνας, είχε δώσει εντολή ακόμη και οι τραυματίες να μη μεταφέρονται στην Ελλάδα, αλλά στην Κωνσταντινούπολη για να μη μεταδώσουν «δυσαρέστους εντυπώσεις».
Η οριστική εκκένωση της Οδησσού και της Κριμαίας, άλλαξε τελικά τα δεδομένα. Στις αρχές Απριλίου του 1919, κι ενώ ο Έλληνας πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη, Κανελλόπουλος, είχε αποσπάσει τη δέσμευση των Γάλλων για προσωρινή παραμονή των προσφύγων στη Κωνσταντινούπολη, χωρίς καμία προειδοποίηση αποφασίστηκε η μεταφορά τους στη Θεσσαλονίκη. Η αναπάντεχη αυτή εξέλιξη προκάλεσε πραγματικό πανικό στους κυβερνητικούς κύκλους.
«Ανεπιθύμητοι»
Οι τελευταίες αναφορές του Έλληνα προξένου στην Κωνσταντινούπολη, ανέβαζαν τον αριθμό των προσφύγων σε 26.000. Οι ειδήσεις από την Κριμαία ήταν ακόμη πιο ανησυχητικές, καθώς μιλούσαν για 50-60.000 πρόσφυγες.
«Δημιουργήθηκε, έτσι, η εικόνα ότι κύματα προσφύγων κατέφθαναν στην Ελλάδα και η πλέον απευκταία προοπτική έπαιρνε σάρκα και οστά» επισημαίνει ο ερευνητής και συνεχίζει: «Η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε τέσσερις εναλλακτικούς τόπους όπου θα μπορούσαν να διοχετευτούν οι πρόσφυγες- την Κριμαία, την Τραπεζούντα, την Κωνστάντζα και την Κωνσταντινούπολη. Για διαφορετικούς λόγους, οι Σύμμαχοι απέρριψαν και τις τέσσερις αυτές λύσεις. Όλες οι παραπάνω ενέργειες στόχευαν προς μία και μόνο κατεύθυνση: την αποτροπή με κάθε μέσο της μεταφοράς των προσφύγων στην Ελλάδα. Γινόταν φανερό ότι οι πρόσφυγες της Οδησσού και της Κριμαίας, αν και αποτελούσαν θύματα των πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης Βενιζέλου, αντιμετωπίζονταν ως ‘ανεπιθύμητοι’».
Ποιο ήταν, όμως, το πολιτικό διακύβευμα για την κυβέρνηση που καθιστούσε τους πρόσφυγες εστία κινδύνου;
«Λόγοι εσωτερικής πολιτικής υπαγόρευαν την με κάθε μέσο αποτροπή της μεταφοράς τους στην Ελλάδα» απαντά ο κ. Διώγος κι εξηγεί πως η αλγεινή εικόνα της έλευσης χιλιάδων εξαθλιωμένων προσφύγων μπορούσε εύκολα να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από την αντιπολίτευση, με ανεξέλεγκτο πολιτικό κόστος. «Τιναζόταν, ουσιαστικά, στον αέρα όλο το σύστημα ασφαλείας που είχε οργανώσει η κυβέρνηση, προκειμένου να κρατήσει στην αφάνεια τα γεγονότα της εκστρατείας. Στην ουσία, παιζόταν ένα παιχνίδι εντυπώσεων, με πολύ σοβαρές πολιτικές προεκτάσεις» επισημαίνει.
Ο αναπληρωτής ΥΠΕΞ Αλ. Διομήδης παραδεχόταν, τότε, ξεκάθαρα ότι «…παρουσία των προσφύγων ενταύθα θα εδημιούργει ηθικόν και υλικόν κλονισμόν». Ο Ρέπουλης σε τηλεγράφημά του στο Βενιζέλο ήταν ακόμη πιο αποκαλυπτικός: «Η εδώ άφιξις τοιούτων προσφύγων φοβούμαι ότι θα γεννήση δυσαρέστους εντυπώσεις εις την κοινήν γνώμην, μάλιστα δε τερατολογίας και ψευδολογίας πολλάς από τα εργαστήρια των αντιδραστικών».
Τι εννοούσε, όμως, ο Ρέπουλης με το χαρακτηρισμό «τοιούτων προσφύγων»; Τι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είχαν οι πρόσφυγες από την Οδησσό;
Την απάντηση έδινε ο Κανελλόπουλος: «…Κατά πληροφορίας ας μοι είχε μεταδώσει ο κ. Σταυριδάκης… σημαντικόν μέρος των εν Ρωσία Ελλήνων προσέκειτο εις καταλυθέν τσαρικόν καθεστώς και ως αντελήφθην, τα πνεύματα των εκείθεν ερχομένων, υπό το κράτος πληξάσης αυτούς δυστυχίας, είναι ήκιστα ευνοϊκώς διατεθειμένα υπέρ ημών. Φοβούμαι δε, ως εκ τούτου, μη ούτοι αποτελέσωσι εν Ελλάδι στοιχείον εκμεταλλεύσιμον επί εσωτερικής ανωμαλίας […]».
«Οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν ως φορείς αντιβενιζελικών φρονημάτων, γιατί θα απέδιδαν τη συμφορά τους στους χειρισμούς της κυβέρνησης Βενιζέλου, καθώς ζούσαν και ευημερούσαν επί τσαρικού καθεστώτος», σημειώνει ο κ. Διώγος. Η αντίληψη αυτή, όπως μας είπε, ενισχυόταν και από έκθεση του Σταυριδάκη, ο οποίος αναφερόμενος στον απόηχο του εθνικού Διχασμού στις Ελληνικές Κοινότητες της Κριμαίας μετέδιδε: «…εις τας πλείστας εκ των δημοσίων αιθουσών […] ευρίσκεται ακόμη ανηρτημένη η εικών του πρώην Βασιλέως, εις τας πλείστας δε των εκκλησιών μνημονεύεται ακόμη το όνομά του».
«Το πολιτικό διακύβευμα για την κυβέρνηση ήταν πολύ μεγάλο, σε μια περίοδο μάλιστα που η κοινοβουλευτική θητεία είχε επισήμως λήξει και η αντιπολίτευση πίεζε για τη διενέργεια εκλογών» σημειώνει ο ερευνητής, παραθέτοντάς μας ένα άλλο τηλεγράφημα του Ρέπουλη προς το Βενιζέλο, όπου είναι έκδηλη η αμηχανία του:
«Έφθασε δε ήδη Κωνσταντινούπολιν ατμόπλοιον κομίζον τους πρώτους πεντακοσίους, προοριζομένους δια Θεσσαλονίκην…τοιαύτη τώρα εδώ αθρόα μεταφορά χιλιάδων προσφύγων θα έκαμνε δυσάρεστον εντύπωσιν, λαμβανομένων μάλιστα υπ’ όψιν και των αφηγήσεων αυτών, τας οποίας δε γνωρίζομεν τι θα είνε, και την εκμετάλλευσιν υπό αντιδραστικών… Οπωσδήποτε δέον να παρέλθη τουλάχιστον χρόνος τις, ώστε να τους φέρωμεν κατά δόσεις και όχι αθρόα. Τοιουτοτρόπως θα δυνηθώμεν να δώσωμεν ημείς εις αυτούς και τας αναγκαίας οδηγίας, ώστε παρουσία των να χρησιμοποιηθή κατά αντιπολιτευομένων και κατά Μπολσεβικισμού».
Η ένταση γρήγορα εκτονώθηκε, όταν οριστικοποιήθηκε ότι ο συνολικός αριθμός δεν θα ξεπεράσει τις 15.000. Ο ίδιος ο Βενιζέλος έγραφε από το Παρίσι: «Εάν γίνη δεκτή η πρότασις περί τμηματικής μεταφοράς, μειούται η τυχόν κακή εντύπωσις και παρέχεται χρόνος προς λήψιν καταλλήλων μέτρων και ανακούφισιν κοινής γνώμης».
Χιλιάδες πρόσφυγες
Έως τις 16 Απριλίου του 1919 είχαν περάσει από την Κωνσταντινούπολη 13 μεταγωγικά πλοία και ένας αριθμός προσφύγων που δεν ξεπερνούσε τις 12.000 από την πόλη της Οδησσού. Ακολούθησαν άλλες 7.000 από την Κριμαία. Τα πρώτα τέσσερα μεταγωγικά από την Οδησσό, με 4.000 πρόσφυγες, κατέπλευσαν στη Θεσσαλονίκη στις 30 Μαρτίου του 1919. Την επομένη, κατέφθασαν τρία ακόμη, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό στις 8.500.
«Οι πρόσφυγες υπήχθησαν άμεσα κάτω από στρατιωτικό έλεγχο. Οι γαλλικές στρατιωτικές αρχές είχαν αναλάβει την αποβίβαση και την απολύμανσή στο λοιμοκαθαρτήριο της Σαλαμίνας, ενώ η Γενική Επιμελητεία του Ελληνικού Στρατού ανέλαβε τον επισιτισμό τους. Ο στρατηγός Παρασκευόπουλος εξασφάλισε από τον ‘Franchet d’ Espérey’ την παραχώρηση γαλλικών στρατιωτικών νοσοκομείων στην περιοχή της Γεωργικής Σχολής στη Μίκρα. Στις εγκαταστάσεις αυτές, χωρητικότητας 5.000 κλινών, καθώς και σε ‘καντίνες’ (πρόχειρα παραπήγματα) στη ‘συνοικία των Πύργων’, στεγάστηκε το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων» σημειώνει ο κ. Διώγος.
Σε ξεχωριστή καντίνα εγκαταστάθηκε ο «υποπρόξενος Οδησσού» Βασιλειάδης, με την οικογένειά του, ο οποίος μετέφερε και διαφύλαξε το αρχείο του προξενείου. Ως γενικός επόπτης ορίστηκε ένας στρατιωτικός, ο λοχαγός Ευδαίμων, ο οποίος εγκατέστησε μικρή φρουρά από προσκόπους και έλαβε όλα τα μέτρα για την αυστηρή απομόνωση των προσφύγων.
«Η είσοδος εις τα μέρη όπου ευρίσκονται οι εξ Οδησσού πρόσφυγες εις ουδένα επιτρέπεται. Επίσης και η έξοδος των προσφύγων απαγορεύεται αυστηρώς» έγραφε τότε η εφημερίδα Μακεδονία.
Η απομόνωση των προσφύγων» τονίζει ο κ. Διώγος «δεν έγινε μόνο για λόγους υγιεινής, αν και αυτό προβλήθηκε, αλλά για να συγκρατηθούν οι αφηγήσεις τους από τα μέτωπα της Ουκρανίας, να απομονωθούν οι ύποπτοι μοναρχικών φρονημάτων και να προετοιμαστεί η ιδεολογική τους κατήχηση. Πράγματι, τη σωματική καθαρότητα ακολούθησε και ιδεολογική εκκαθάριση».
Στις 16 Απριλίου του 1919, πραγματοποιήθηκε ημερίδα και χορός, με καθαρά προπαγανδιστικό περιεχόμενο. Στην αίθουσα του νοσοκομείου 16, που είχε στολιστεί με σημαίες ελληνικές και συμμαχικές, εψάλησαν οι εθνικοί ύμνοι των Συμμάχων και εκφωνήθηκαν από τους επίσημους πατριωτικοί λόγοι, με σκοπό να αποσυνδεθεί η ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης από το γεγονός της προσφυγοποίησης του Ελληνισμού της Ουκρανίας. Δεν δόθηκε καν ο λόγος στους πρόσφυγες, τους οποίους εκπροσώπησε ο Σταμάτιος Σταματιάδης, μέλος της Ελληνικής Παροικίας της Τσέρνα Βόδα της Ρουμανίας και διευθυντής τράπεζας στη Θεσσαλονίκη. Αυτός εξέφρασε την άπειρη ευγνωμοσύνη των προσφύγων προς τις ελληνικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές.
«Μετά το πρώτο σοκ και αφού άρχισαν να συνειδητοποιούν το ενδεχόμενο μόνιμης παραμονής τους στην Ελλάδα, οι πρόσφυγες από την Οδησσό προσπάθησαν να οργανωθούν, εκλέγοντας αντιπροσωπείες για την προώθηση των συμφερόντων τους» αναφέρει ο ερευνητής.
Το βασικότερο αίτημα των προσφύγων ήταν η μεταφορά στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, καθώς πολλοί κατάγονταν από τον Πόντο, την Κωνσταντινούπολη, τη Χίο και τη Μυτιλήνη. Τελικά, η γαλλική διοίκηση επέτρεψε τη μεταφορά στην Κωνσταντινούπολη μόνο όσων οι οικογένειες είχαν χωριστεί κατά την έξοδο και των οποίων μέλη βρίσκονταν στην τότε οθωμανική πρωτεύουσα.
Παροχή οικονομικής βοήθειας
«Το ζήτημα της παροχής οικονομικής βοήθειας άρχισε να απασχολεί από την πρώτη στιγμή την ελληνική κυβέρνηση. Στις 30 Απριλίου ψηφίστηκε και σχετικό νομοθετικό διάταγμα ‘Περί εγγυήσεως του Κράτους προς την Εθνικήν Τράπεζαν δια χορήγησιν δανείων εις τους εκ Ρωσίας πρόσφυγας’. Σύμφωνα με αυτό χορηγούταν σε ‘φερέγγυους ομογενείς’ δάνειο με εγγύηση την κατάθεση στην τράπεζα ρωσικών χαρτονομισμάτων (ρούβλια) ή άλλους τίτλους ιδιοκτησίας, ίσης αξίας με το δανειζόμενο ποσό» επισημαίνει ο κ. Διώγος.
Το ύψος του δανείου ορίστηκε στις 500 δραχμές, για μεμονωμένα άτομα, και 1000 για τους οικογενειάρχες, με τόκο 6%. Τη «φερεγγυότητα» των αιτούντων προσφύγων έκρινε πενταμελής επιτροπή του Υπουργείου Οικονομικών. Καθώς μεταξύ των προσφύγων υπήρχαν αρκετοί άποροι, που δεν είχαν ούτε ρούβλια να καταθέσουν, ούτε τίτλους ιδιοκτησίας να προσκομίσουν, οι αντιπρόσωποι των προσφύγων υπέβαλαν μακροσκελές υπόμνημα στο Βενιζέλο με το οποίο διαμαρτύρονταν για το νομοσχέδιο, το οποίο δημιουργούσε προσκόμματα στη διαδικασία καταβολής και αυτής ακόμη της ελάχιστης χρηματικής βοήθειας. Με προσωπική παρέμβαση του γενικού διοικητή Θεσσαλονίκης, Αδοσίδη, κατέστη τελικά δυνατή η δανειοδότηση περισσοτέρων, με την πιστοποίηση δύο (και όχι πέντε) «φερέγγυων» μαρτύρων.
Αυτό που ανησυχούσε την κυβέρνηση ήταν η εισροή υποτιμημένων ρουβλίων στην ελληνική αγορά. Ο Βενιζέλος από το Παρίσι συμμεριζόταν αυτόν τον προβληματισμό και με επιστολή του στις 1 Μαΐου του 1919 ξεκαθάρισε ότι ήταν «απολύτως αδύνατον» να αναλάβει το κράτος την ευθύνη της ανταλλαγής των ρουβλίων με δραχμές, γι’ αυτό και καθυστέρησε πολύ να οριστεί η ανταλλακτική τους αξία.
Όταν, τελικά, έγινε σύμφωνα με τις αρχές της ελεύθερης αγοράς, αυτή ορίστηκε σε εξευτελιστικά χαμηλό επίπεδο (μόλις στα 25 λεπτά), οδηγώντας ακόμη περισσότερο στην εξαθλίωση όσους πρόσφυγες είχαν στην κατοχή τους, ως μοναδικό περιουσιακό στοιχείο, ρωσικά χαρτονομίσματα.
«Ήταν φανερό ότι οι ‘πρόσφυγες εκ Ρωσίας’ αποτέλεσαν, από την πρώτη στιγμή, βάρος ενοχλητικό και ανεπιθύμητο για την κυβέρνηση και αντιμετωπίστηκαν ως πρόβλημα και όχι ως επαναπατριζόμενοι πληθυσμοί» καταλήγει ο Κωνσταντίνους Διώγος.
Δ. Ριμπά
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ