Του ΠΑΡΙ ΚΑΡΒΟΥΝΟΠΟΥΛΟΥ
Γεννήθηκα το 1968. Συνεπώς και να ήθελα να το “παίξω” αντιστασιακός του Πολυτεχνείου δεν βγαίνουν τα χρόνια. Στην Ελλάδα βέβαια έχουμε και αντιστασιακούς …με πάνες,αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.
Ποια μπορεί να είναι η ανάμνηση ενός πεντάχρονου από τη νύχτα του Πολυτεχνείου; Θα σας μεταφέρω τη δική μου για να εξηγήσω -ίσως- γιατί αυτή η επέτειος ,όσα χρόνια κι αν περάσουν θα με συγκινεί. Και ταυτόχρονα ,γιατί θεωρώ τουλάχιστον θλιβερό να προσπαθούν κάποιοι να “σβήσουν” από το ημερολόγιο και την ημερομηνία και τη γενιά του Πολυτεχνείου.
Η ανάμνησή μου είναι κυρίως μια φωνή από ένα τραντζιστοράκι, να κραυγάζει “αδέλφια μας στρατιώτες…”. Και γύρω απ΄ αυτό το τραντζιστοράκι ,πρόσωπα όλο αγωνία αλλά και έξαψη. Μάνα,γιαγιά δεξιές, παππούς,θεία “κόκκινοι” ,ο ναυτικός πατέρας στη θάλασσα και στη μέση ο πεντάχρονος που επηρεασμένος πάντα από την θρυλική τηλεοπτική σειρά “Η μάχη”, φόραγε νυχτιάτικο το πλαστικό κράνος και κρατούσε στα χέρια το πλαστικό τουφέκι, παριστάνοντας από το απόγευμα τον…λοχία Σόντερς!
Η σκηνή αυτή και η φωνή όλο αγωνία δεν έσβησε ποτέ από το “σκληρό δίσκο” του εγκεφάλου μου. Και κάθε χρόνο στην επέτειο ερχόταν πάλι στ΄ αυτιά μου.
Δεν ξεθώριασε ποτέ. Δεν χάθηκε. Ακόμη κι όταν η επέτειος άρχισε να ξεφτίζει ,να αμαυρώνεται. Ακόμη κι όταν κάποιοι που πέρασαν από εκείνο το μικρόφωνο που είχε περάσει κι εκείνη η φωνή της απόγνωσης και του θάρρους , άρχισαν να εξαργυρώνουν με τρόπο άθλιο και απρεπή τη συμμετοχή τους σε μια μεγαλειώδη στιγμή. Πάντα εκείνη η φωνή και ο τόνος της μου θύμιζε ότι αυτοί είναι “κάποιοι”. Δεν είναι οι πολλοί ,αλλά οι λίγοι που έκαναν το Πολυτεχνείο διαβατήριο και από την Πατησίων των οδοφραγμάτων βρέθηκαν στην Εκάλη ,τη Κηφισιά , τη Βούλα και τη Βουλιαγμένη σε μεζονέτα με πισίνα. Αλλά αυτοί είναι κάποιοι. Και όλοι πια τόσα χρόνια μετά τους ξέρουμε.
Σ΄ αυτούς πρέπει να “στείλουμε το λογαριασμό” της “γενιάς του Πολυτεχνείου” κι όχι στους χιλιάδες που βρέθηκαν εκείνες τις νύχτες αντίστασης μέσα στο Πολυτεχνείο. Αν το σκεφτούμε, ήταν οι τελευταίοι Έλληνες που είχαν σηκωθεί από τον καναπέ, ο οποίος μετά και μέχρι σήμερα μας έχει για τα καλά ρουφήξει.
Αυτή η πράξη αντίστασης ενοχλεί. Και γι΄ αυτό “σκοτώνουν” το Πολυτεχνείο ταυτιζόντάς το μόνο με όσους το “πλήγωσαν” με συμπεριφορές και πράξεις. Περιέργως μόνο αυτούς θυμούνται, μόνο αυτούς προβάλουν και αυτούς έχουν ονομάσει “γενιά του Πολυτεχνείου” που πρέπει τουλάχιστον να εξαφανιστεί μαζί με την εορταστική επέτειο. Με τα χρόνια όλα τ΄ άλλα ξεχάστηκαν. Νομίζουν…
Μπορεί σε λίγα χρόνια να θεωρείται πλέον ορθό να μην γιορτάζεται η επέτειος του Πολυτεχνείου. Χιλιάδες αφορμές μπορούν να βρεθούν ή και να εφευρεθούν. Το βέβαιο είναι ότι το πραγματικό μήνυμα του Πολυτεχνείου για όσους το έζησαν από κοντά ή το θυμούνται ως μια μακρινή ανάμνηση δεν μπορεί να σβήσει. Κι αυτό λέει ότι κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα έρχεται η αυθόρμητη, ανόθευτη και δυναμική αντίσταση απέναντι στην αδικία και τη βία,όποιας μορφής. Είτε αυτά προέρχονται από “συνταγματάρχες” είτε από “δημοκράτες”. Κι αυτό είναι ένα μήνυμα που πολλοί δεν θέλουν να ακούγεται, όπως κι εκείνη η φωνή απόγνωσης και θάρρους που ακουγόταν εκείνο το βράδυ του Νοεμβρίου του 1973 από ένα μικρό τραντζιστοράκι : “Αδέλφια μας στρατιώτες…”