Του Τάσου Μαυρόπουλου*
Η αναδιοργάνωση της ΕΛ.ΑΣ. ήταν πάγιο αίτημα των αστυνομικών από τα πρώτα συνδικαλιστικά τους βήματα, ήταν αίτημα της αριστεράς που με κάθε ευκαιρία το έφερνε στο προσκήνιο, αλλά ήταν και αναγκαιότητα για την κοινωνία και την ίδια την αστυνομία. Η αναδιοργάνωση στην ΕΛ.ΑΣ. έπρεπε να γίνει με στόχο την αλλαγή του προσανατολισμού και λειτουργίας της με όρους κοινωνίας, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, λαμβάνοντας υπόψη τις αδυναμίες της, τις παθογένειές της, τα πραγματικά στοιχεία της εγκληματικότητας, της παραβατικότητας, τις μορφές που παίρνει, καθώς και τις ελλείψεις της ΕΛ.ΑΣ. για την αντιμετώπισή τους.
Σαν αφετηρία θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον, την διόρθωση των κακώς κειμένων, τα οποία δυστυχώς είναι πολλά. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ασφάλεια, είναι συνταγματικό δικαίωμα για όλους τις πολίτες της επικρατείας, ανεξαρτήτως εθνικότητας, φύλου και θρησκείας, θα έπρεπε να απεγκλωβιστεί από τον κομματικό εναγκαλισμό και την εξάρτηση από την εκάστοτε κυβέρνηση. Ουσιαστικά αυτό που χρειαζόταν ήταν μεταρρύθμιση μακράς πνοής και όχι αναδιοργάνωση των υφιστάμενων δομών και μάλιστα με εντελώς εμπειρικό τρόπο. Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται ένα νόμο πλαίσιο για τη λειτουργία όλων των υπηρεσιών ασφαλείας, είτε αυτές είναι στην αστυνομία, στην πυροσβεστική, στο λιμενικό, στην ευπ κλπ και όχι αποσπασματικά μέτρα, που για ευνόητους πολιτικούς λόγους, ψηφίζονται εσπευσμένα.
Ένα τέτοιο εγχείρημα θα έπρεπε να έχει την ελάχιστη δυνατή συναίνεση αυτών που θα το εφαρμόσουν και αυτών που θα είναι αποδέκτες των υπηρεσιών. Ένα τέτοιο εγχείρημα, με την κοινή λογική , απαιτούσε την κατάρτισή του από μια διακομματική κοινοβουλευτική επιτροπή στην οποία θα συμμετείχαν εκπρόσωποι της ηγεσίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, εξειδικευμένοι επιστήμονες, εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης και κοινωνικοί φορείς. Πρόταση που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ ωε απάντηση στις πρώτες εξαγγελίες του υπουργού το 2012, η οποία άλλωστε ήταν και πρόταση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των αστυνομικών εδώ και μια δεκαετία.
Αντί γι’ ,αυτό ο υπουργός δημοσιοποίησε ένα σχέδιο για διαβούλευση, τον Ιούλιο του 2013, το οποίο είχε την πλήρη απόρριψη των αστυνομικών, αλλά και της πλειοψηφίας των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Μετά από αυτό, κατέθεσε ένα διαφορετικό σχέδιο στην επιτροπή της βουλής το Φλεβάρη του 2014, το οποίο με την παρουσίασή του προκάλεσε την αντίδραση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των αστυνομικών και της αντιπολίτευσης, οι οποίοι ζήτησαν την απόσυρσή του.
Το σχέδιο αυτό είναι αγνώστου πατρός, δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι προτάσεις και οι επιστημονικές μελέτες που είχαν καταθέσει οι συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, δεν ρωτήθηκαν υπηρεσιακοί παράγοντες με εμπειρία και αγνοήθηκαν προτάσεις και μελέτες τους που είχαν κατατεθεί για την βελτίωση της λειτουργίας των υπηρεσιών και της αποτελεσματικότητάς τους, ενώ το σύνολο των υπηρεσιακών παραγόντων δήλωσε άγνοια του τρόπου κατάρτισής του. Οι έχοντες και την ελάχιστη γνώση για την αστυνομία, εύκολα διέκριναν την προχειρότητα κατάρτισής του. Πρόκειται για ένα γονατογράφημα που όχι μόνο δεν δίνει λύσεις σε κανένα από τα χρονίζοντα προβλήματα της υπηρεσίας και του προσωπικού, αλλά αντίθετα τα πολλαπλασιάζει, διαιρώντας την αστυνομία, προκαλώντας αλληλοεπικαλύψεις, υπερσυγκέντρωση αντί για αποκέντρωση, δυσλειτουργία, πολύπλοκο τρόπο διοίκησης, δυσκολίες στον συντονισμό και στην λήψη αποφάσεων, ενέχοντας τον κίνδυνο συγκρούσεων μεταξύ των υπηρεσιών και αύξηση της γραφειοκρατίας αντί για μείωσή της.
Οι υποτιθέμενες προσθήκες και τροποποιήσεις για να το κάνουν λειτουργικότερο, επιβεβαιώνουν την προχειρότητά του, την ορθότητα της κριτικής που ασκήθηκε και αυτό που εξυπηρετούν, είναι να αποφευχθεί το φιάσκο και μια κυβερνητική κρίση. Ο κυβερνητικός εταίρος, το ΠΑΣΟΚ, ήταν αντίθετος εξ’ αρχής, αλλά σύρθηκε τελικά στο ναι σε όλα.
Στο νομοσχέδιο που από την Τετάρτη μπαίνει στην ολομέλεια της βουλής, δεν αντιμετωπίζονται βασικά ζητήματα που αφορούν την λειτουργία της ΕΛ.ΑΣ.. Ικανοποίηση μπορεί να αισθάνεται μόνο η τρόικα,που απαιτεί μια φθηνή αστυνομία με κακοπληρωμένους και κακοεκπαιδευμένους αστυνομικούς, κεντρικά ελεγχόμενους και κατευθυνόμενους για την εξυπηρέτηση μιας συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής.
ΤΙ ΠΕΤΥΧΑΙΝΕΙ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ;
Ο κομματικός εγκλωβισμός της αστυνομίας σε ένα κυβερνητικό μηχανισμό εξουσίας με κυρίαρχα τα φαινόμενα των πελατειακών σχέσεων παραμένει. Ήδη πληροφορούμαστε ότι οι αστυνομικοί εκφράζουν φόβους ότι θα αναγκαστούν να συνωστίζονται στα γραφεία των κυβερνητικών βουλευτών για να εξασφαλίσουν μια θέση εργασίας κοντά στον τόπο συμφερόντων τους…αφού παραμένει άγνωστο με τι κριτήρια θα στελεχωθούν οι νέες δομές. Μήπως το υπουργείο είναι προτιμότερο να καλέσει τους αστυνομικούς να δηλώσουν οι ίδιοι σε εύλογο χρονικό διάστημα πού θέλουν να υπηρετήσουν, αντί να κάνει βεβιασμένες ενέργειες για να εξυπηρετήσει το επικοινωνιακό του παιγνίδι; Δεν θα έπρεπε η στελέχωση των νέων δομών να λαμβάνει υπόψη της τα κοινωνικά κριτήρια και τις ανάγκες των ίδιων των αστυνομικών;
Η επιλογή της ηγεσίας συνεχίζει να γίνεται από το ΚΥΣΕΑ και όχι από τη βουλή, συντηρώντας έτσι τηνεξάρτηση του αρχηγείου από την εκάστοτε κυβέρνηση και τον εναγκαλισμό της αστυνομίας με τις ένοπλες δυνάμεις και το στρατιωτικό χαρακτήρα σε ένα σώμα που συναλλάσσεται καθημερινά με τους πολίτες. Η δομή, η λειτουργία, η ιεραρχία, η εκπαίδευση, συνεχίζουν να έχουν στρατιωτικό χαρακτήρα. Ο έλεγχος και η στήριξη της λειτουργίας της ΕΛ.ΑΣ. από αρμόδια διακομματική κοινοβουλευτική επιτροπή της βουλής αποφεύγεται επιδεικτικά. Γιατί;
Η ουσιαστική αναδιοργάνωση παραπέμπεται σε έκδοση προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων. Οι αλλαγές σε επίπεδο αστυνομικών υπηρεσιών θα γίνουν εν αγνοία του κοινοβουλίου με μοναδικό κριτήριο την ισχύ του κάθε υπουργού ή βουλευτή και τα συμφέροντα που θέλει να εξυπηρετήσει.
Το μεγάλο ζήτημα της εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης του προσωπικού που θα έπρεπε να είναι από τα πρώτα ζητούμενα, αντιμετωπίζεται με την μετατροπή της ακαδημίας σε Ν.Π.Δ.Δ. και το σύνολο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της λειτουργίας μεταφέρεται στην έκδοση Π.Δ.
Η κατάργηση των 6.700 κενών οργανικών θέσεων σε χαμηλόβαθμο προσωπικό και η ανάγκη δημιουργίας νέων διοικητικών σχημάτων, το μόνο που διασφαλίζει είναι καρέκλες σε ψηλούς βαθμούς. Με την κατάργηση αυτή οι υπηρεσίες που είχαν κενά θα παρουσιάζονται πλήρεις σε βάρος της αστυνόμευσης σε επίπεδο περιφέρειας, αυξάνει την επιβάρυνση στο ήδη καταπονημένο προσωπικό, συντηρεί και αυξάνει τις μετακινήσεις για την κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών, απομακρύνει τη δυνατότητα των αστυνομικών να υπηρετήσουν κάποτε κοντά στον τόπο συμφερόντων τους, κατευθύνοντάς τους στην καλλιέργεια πελατειακών σχέσεων για κάτι που δικαιούνται και φυσικά σταματάει η αναγκαιότητα πρόσληψης μέσων πανελλαδικών εξετάσεων.
Η διασφάλιση ότι κάποια κεκτημένα δεν θα πειραχθούν με την έκδοση των Π.Δ. μικρή σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα οι μεταθέσεις. Στην ουσία τι συμβαίνει σήμερα. Ο αντικειμενικός κώδικας μεταθέσεων έχει καταργηθεί διότι δεν γίνονται μεταθέσεις. Υπάρχουν προφανώς κάποιες χιλιάδες αστυνομικών που θέλουν να μετατεθούν στον τόπο συμφερόντων τους, αλλά είναι εγκλωβισμένοι στα μεγάλα αστικά κέντρα. Δεν ξέρει κανείς επίσης τι θα γίνει με την έκδοση των Π.Δ. για την νέα χωροθέτηση των Α/Τα με συγχωνεύσεις και καταργήσεις υπηρεσιών.
Δεν αναφέρει τίποτα για την βελτίωση παροχής υπηρεσιών στον πολίτη και την καλύτερη ανταπόκριση στις κλήσεις του, την βελτίωση της καθημερινής αστυνόμευσης και δεν αναφέρει τίποτα σε σχέση με την αστυνόμευση της γειτονιάς και την κοινοτική αστυνόμευση.
Όπως αγνόησε επιδεικτικά το θεσμικό ρόλο των ομοσπονδιών των αστυνομικών στην κατάρτιση του γονατογραφήματος, τους αγνοεί επιδεικτικά στη λειτουργία των Ε.Π.Σ.Α., ΤΟ.Σ.Π.ΠΑ. και ΚΕ.Σ.ΠΑ..Αυτά τα συμβούλια και επιτροπές θα μπορούσαν να είναι ουσιαστικά εργαλεία δημοκρατίας και όσμωσης της αστυνομίας με την κοινωνία. Τι νόημα όμως έχει η θεσμοθέτησή τους όταν οι κοινωνικές υποδομές είναι διαλυμένες και μέχρι σήμερα τα ΤΟ.Σ.Π.ΠΑ. και το ΚΕ.Σ.ΠΑ. δεν έχουν λειτουργήσει; Η χρησιμοποίηση της αστυνομίας, ιδιαίτερα από τις μνημονιακές κυβερνήσεις, ενάντια στην κοινωνία, με μόνο προσανατολισμό την καταστολή και την επιτήρηση του πλήθους που περιθωριοποιείται, ενέχει τον κίνδυνο να μετατραπούν στα χέρια αυτής της κυβέρνησης σε εργαλεία αυταρχισμού και εξυπηρέτησης άλλων σκοπιμοτήτων από αυτές που περιγράφονται στο αντίστοιχο άρθρο.
Η θεσμοθέτηση του συνηγόρου του πολίτη στο Γραφείο Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, ενώ φαίνεται θετική, ο συνήγορος του πολίτη δεν έχει δικαίωμα ψήφου και το κυριότερο είναι ότι η ηγεσία του υπουργείου δεν έχει βούληση να ενεργοποιήσει τη λειτουργία του. Έχει συσταθεί από το 2011, δεν έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα και το χρησιμοποιεί επικοινωνιακά όποτε την βολεύει. Μία τέτοια υπηρεσία θα έπρεπε να λειτουργεί εκτός υπουργείου και να είναι κάτω από διαφανή κοινωνικό έλεγχο.
Η θέσπιση του συνηγόρου του αστυνομικού είναι άλλο ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα, αφού στην πραγματικότητα είναι νομική υποστήριξη, που προϋπήρχε και επεκτείνονται κάποιες διατάξεις της. Η θέσπιση συνηγόρου του αστυνομικού, ως πραγματική καινοτομία, είναι επιβεβλημένη, υπάρχει σε πολλές χώρες και θα πρέπει να είναι ένας μηχανισμός διασφάλισης των αστυνομικών από την αυθαιρεσία της ηγεσίας του υπουργείου και της αστυνομικής διοίκησης, την καταπάτηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων και απεγκλωβισμού τους από τις πελατειακές σχέσεις και την κομματική εξάρτηση.
Ο γιατρός υπηρεσίας, παρότι προβλέπεται υποχρεωτικά από το νόμο για υπηρεσίες άνω των 50 ατόμων, για άλλη μια φορά αποφεύγεται να θεσμοθετηθεί. Οι αστυνομικοί με τις αντίξοες και επικίνδυνες συνθήκες που βιώνουν καθημερινά, αφήνονται στη μοίρα τους, χωρίς υποδείξεις και συμβουλές στην υπηρεσία και τους ίδιους για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη σωματική και ψυχική τους υγεία. Οι αυξανόμενες αυτοκτονίες των αστυνομικών και η αύξηση των επαγγελματικών ασθενειών, ουδόλως προβληματίζουν την ηγεσία του υπουργείου και την κυβέρνηση.
Η ομογενοποίηση του σώματος όχι μόνο δεν επιδιώκεται, αλλά αντίθετα δυναμιτίζεται.
Αντί να απεγκλωβιστεί η αστυνομία από τα πάρεργα, φορτώνεται ακόμα περισσότερα.
Δεν υπάρχει καμμία αναφορά για ίδρυση και λειτουργία Διεύθυνσης Υγιεινής και Ασφάλειας.
Η μετανάστευση και το άσυλο αντί να υπαχθούν σε πολιτικό φορέα, εντάσσονται πλήρως στο αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ.
Δεν προβλέπει τίποτα για τη λειτουργία του Συμβουλίου Αντιεγκληματικής Πολιτικής στο οποίο προίσταται ο υπουργός. Λειτουργεί αυτό το συμβούλιο; Η υποτιθέμενη αναδιοργάνωση ήταν σε γνώση του; Υπάρχουν πρακτικά συνεδριάσεων και αποφάσεις; Δεν πρέπει για αυτά να ενημερώσει ο υπουργός τη βουλή; Το συμβούλιο αντιεγκληματικής πολιτικής δεν λειτουργεί. Η πολιτική που ακολουθείται είναι αποτέλεσμα εσωτερικών διαδικασιών και αποφάσεων, χωρίς επιστημονική βοήθεια, μελέτη και τεκμηρίωση.
Μεγάλο προβληματισμό επίσης προκαλούν οι εξαγγελίες Δένδια, με την αντίστοιχη προώθηση από το υπουργείο δικαιοσύνης του νόμου, ότι η αστυνομία θα αναλάβει την φύλαξη των φυλακών υψίστης ασφαλείας. Η εμπλοκή των αστυνομικών σε καθήκοντα εξωτερικής φρούρησης των φυλακών και σωφρονιστικών υπαλλήλων, όπως και η δημοσιογραφική διαρροή ότι θα είναι απόρρητος ο κανονισμός λειτουργίας των αστυνομικών που θα υπηρετούν στις φυλακές, στον οποίο θα προβλέπεται και η χρήση όπλων, είναι μια επικίνδυνη διολίσθηση.
Επειδή ο υπουργός εμφανίζεται ως μεταρρυθμιστής, μπορεί να μας πει αν είναι ενήμερος και για τα σχέδια του υπουργείου Δικαιοσύνης για την ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας; Είναι σε συνεννόηση με τον αντίστοιχο υπουργό και τι σχέδια απεργάζονται; Ποια θα είναι τα όριά της και τι εξασφαλίζει ότι δεν θα υπάρχει σύγχυση αρμοδιοτήτων με τις υπηρεσίες Ασφαλείας; Μήπως η ίδρυση της Δικαστικής Αστυνομίας, η οποία είναι απαραίτητη, με τον τρόπο που προωθείται, γίνει άλλο ένα φιάσκο όπως η αναδιοργάνωση; Η ίδρυσή της δεν θα έπρεπε να είναι αντικείμενο και αυτού του νομοσχεδίου;
Γενικά, το υπουργείο μιλά για βελτίωση της αστυνόμευσης και της ασφάλειας του πολίτη, αλλά αποφεύγει σκοπίμως να αναφερθεί στο ενιαίο δόγμα ασφαλείας, που οφείλει να υπηρετεί ένα υπουργείο που υπάρχει ειδικά και μοναδικά για το θέμα αυτό. Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για νέα αστυνομία όταν δεν ξεκαθαρίζει το νομοσχέδιο τι είδους αστυνομικούς θα παράγουν οι σχολές. Γενικών καθηκόντων, όπως σήμερα ή εξειδικευμένων ανά κλάδο, τάξης, ασφάλειας και αλλοδαπών;
Τα ερωτήματα είναι πολλά και αναπάντητα. Τις απαντήσεις θα κληθούν να τις δώσουν για άλλη μια φορά οι αστυνομικοί, στους οποίους θα μεταθέσουν τις ευθύνες της αποτυχίας του εγχειρήματος.Εμπειρότατοι αστυνομικοί είναι κατηγορηματικοί, ότι το νομοσχέδιο αυτό και να ψηφισθεί δεν πρόκειται να εφαρμοστεί.
Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ στην ολομέλεια είναι δεδομένη. Θα προβάλλει και θα απαιτήσει λύσεις για τα μεγάλα και χρονίζοντα προβλήματα του προσωπικού και της αστυνομίας. Η κυβέρνηση της δεξιάς όμως, θα παραμείνει αμετακίνητη στις αναχρονιστικές της θέσεις. Δεν είναι ότι δεν ξέρει και δεν μπορεί. Απλά δεν θέλει. Την αστυνομία την θέλει να λειτουργεί καλά μόνο στο κατασταλτικό κομμάτι και εκεί παίρνει άριστα.
Με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, ο προσανατολισμός και η λειτουργία της αστυνομίας θα αλλάξουν ριζικά. Η δημοκρατική λειτουργία της, η στήριξη του έργου και ο έλεγχός της από τη βουλή, οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για τη διασφάλιση της αξιοπρέπειας του προσωπικού και της επαγγελματικής του αναβάθμισης, το σπάσιμο του κομματισμού και της εξάρτησης, για μια κυβέρνηση της αριστεράς είναι δεσμεύσεις αδιαπραγμάτευτες.
*Τάσος Μαυρόπουλος Μέλος της Κ.Ε.,
συντονιστής του Τμήματος Σωμάτων Ασφαλείας του ΣΥΡΙΖΑ
προσ.ιστοσελίδα:http://mauropoulos.blogspot.gr/