Την αινιγματική προσωπικότητα της γυναίκας του θεμελιωτή της σύγχρονης Τουρκίας αποκαλύπτει στο βιβλίο της η τουρκάλα δημοσιογράφος Ιπέκ Τσαλισλάρ, με τίτλο «Ατατούρκ Λατιφέ Χανούμ», που εκδόθηκε στην Τουρκία και κυκλοφορεί τον Φεβρουάριο στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Πατάκη. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ παρουσιάζει αποκλειστικά ένα απάνθισμα από τα πλέον ελκυστικά κεφάλαια αυτής της βιογραφίας των 143 σελίδων για ένα πρόσωπο που ήταν στη σκιά τα τελευταίες δεκαετίες, καθώς η συζήτηση για τον χωρισμό του ζεύγους υπήρξε κρατικό ταμπού, αφού πρόκειται για έναν ηγέτη ο οποίος θαυμάζεται στη γειτονική χώρα ως πολιτική… θεότητα.
Όπως γράφει η συγγραφέας, ακόμη και σήμερα, προσωπικά έγγραφα της γυναίκας του «Πατέρα των Τούρκων», μεταξύ των οποίων είναι και τα γράμματα που αντάλλαξαν για τα αίτια του χωρισμού, παραμένουν επτασφράγιστα φυλαγμένα στο Ίδρυμα Τουρκικής Ιστορίας στην Κωνσταντινούπολη.
Η γυναίκα που κατέκτησε τον «Γαζή», (τον Ηγέτη θριαμβευτή) γεννήθηκε στις 17 Ιουνίου του 1899 στη Σμύρνη. Ο πατέρας της ήταν πλούσιος έμπορας, δυτικότροπος, οπαδός του κινήματος εκσυγχρονισμού, ο οποίος, έδωσε ευρωπαϊκή μόρφωση στην όμορφη Λατιφέ και στα άλλα τέσσερα παιδιά του.
Η οικογένεια διέφυγε στο Παρίσι όταν ο ελληνικός στρατός , κατ΄εντολήν των Συμμάχων, αποβιβάστηκε στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919. Μετά από τρία χρόνια η Λατιφέ, μέλος της αντίστασης, επέστρεψε στην πόλη για να συμπαρασταθεί στην άρρωστη γιαγιά της, αλλά παράλληλα μετέφερε κρυμμένα στο σώμα της έγγραφα της οργάνωσης . Οι Έλληνες έδιναν τις τελευταίες μάχες και, καθώς οι δυνάμεις των τούρκων προήλαυναν, ο Κεμάλ επέλεξε να χρησιμοποιήσει την έπαυλη της οικογένειάς της ως στρατηγείο. Εκεί γνωρίστηκε με την πολύγλωσση νεαρή την οποία αξιοποίησε ως διερμηνέα και γραμματέα του. Οι νομικές της σπουδές της στην Ευρώπη, οι μεγάλη γνώση της στη λογοτεχνία, το χόμπι της ιππασίας και της σκοποβολής αλλά και η πίστη της στο όραμα του για μια Τουρκία στραμμένη προς τους δυτικούς θεσμούς οδήγησαν τον σαραντάρη στρατιωτικό να την επιλέξει για σύζυγό του. Από εκείνη την ημέρα, σε μια ανδροκρατούμενη ισλαμική κοινωνία, η Λατιφέ υπήρξε η προσωποποίηση της νέας Τουρκίας που με την αυταρχική θέληση του νικητή Κεμάλ ήθελε να έρθει σε ρήξη με τις καταπιεστικές σχέσεις των Οθωμανών.
Η συγγραφέας παραθέτοντας μαρτυρίες , πηγές και ντοκουμέντα, εξιστορεί τη συζυγική σχέση 2, 5 ετών μέσα στην μεγάλη Ιστορία δημιουργίας των νέων θεσμών, δείχνοντας και τις αντιφάσεις του ίδιου του Κεμάλ αλλά και του στρατιωτικού και φιλικού του περιβάλλοντος, που άκουγε έκπληκτο τη Λατιφέ να τον προσφωνεί με το μικρό του όνομα αντί του καθιερωμένου «Κύριέ μου»!
Μετά από μια περίοδο ειδυλλιακών σχέσεων, με την σύζυγο του Προέδρου της Δημοκρατίας να μάχεται υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης , να εκφράζει γνώμη για τις πολιτικές επιλογές και να απαιτεί σεβασμό της οικιακής ηρεμίας , η κρίση στο γάμο δεν άργησε- ειδικά μετά την αυτοκτονία της πρώτης συζύγου του Κεμάλ της Φικριγιέ στο προαύλιο του σπιτιού του προεδρικού ζεύγους στην Άγκυρα.
Η βιογράφος της Λατιφέ υπογραμμίζει ότι η ανυπάκουη προσωπικότητα του ιδρυτή της νέας Τουρκίας δεν ήταν δυνατόν να ανεχθεί τους συμβατικούς όρους μιας συζύγου, αν και η συχνή αιτία των εντάσεων υπήρξε ο αλκοολισμός του. Η συγγραφέας γράφει πως δεν άντεχε τις απαγορεύσεις της που έφθαναν μέχρι του σημείου να κλειδώνει τα ποτά σε άγνωστα μέρη τους σπιτιού στερώντας από τον Κεμάλ την ύψιστη απόλαυση να πίνει με τους φίλους του μέχρι πρωίας! Τελικά οι συνεχείς διενέξεις έφθασαν τον μεγάλο αυτό μεταρρυθμιστή να ανακοινώσει το διαζύγιο του με τον παραδοσιακό τρόπο που ήθελε να αλλάξει, δηλαδή με μια μονομερή κυβερνητική ανακοίνωση χωρίς να επικαλείται σοβαρό λόγο, εκμεταλλευόμενος τη μεταβατική περίοδο εφαρμογής του νέου νόμου που προέβλεπε στο εξής τη δικαστική λύση του γάμου. Σημειωτέον ότι το ζευγάρι δεν έκανε παιδιά λόγω μιας πάθησης του Κεμάλ.
Η χωρισμένη Λατιφέ έζησε επί μισό αιώνα στο περιθώριο εισπράττοντας τη στερεότυπη κατηγορία ότι ήθελε να επιβάλλεται στον μεγάλο αρχηγό και οτι δεν δίσταζε να αντιμιλά σε μια μεγαλοφυΐα : «Ολοι μιλούσαν αρνητικά για αυτήν σαν να επρόκειτο για συμφορά που είχε βρει το Αττατούρκ» σημειώνει η συγγραφέας, αλλά τονίζει πως ο ξένος τύπος δεν συμμεριζόταν τα απαξιωτικά σχόλια. Αντιθέτως, τη θεωρούσε ικανή ακόμη και να τον αναπληρώσει.
Η γυναίκα που κατέκτησε τον κατακτητή πέθανε από καρκίνο στις 12 Ιουλίου του 1975 στην Κωνσταντινούπολη έχοντας στο στήθος της μια καρφίτσα με τη φωτογραφία του αγαπημένου της. Κοντά της ήταν η έμπιστή της Ελληνίδα Καλλιόπη, την οποία όρκισε στον Ιησού Χριστό να μην αποκαλύψει σε κανένα τα γράμματα- ντοκουμέντα του χωρισμού της …
Ακολουθούν τα αποσπάσματα του βιβλίου:
ΑΤΑΤΟΥΡΚ ΛΑΤΙΦΕ ΧΑΝΟΥ
Της Ιπέκ Τσαλισλάρ
εκδόσεις Πατάκης, 2014
Μια αλησμόνητη νύχτα στη Λευκή Έπαυλη
Τη νύχτα της 18ης Σεπτεμβρίου του 1922 η Λατιφέ προσκάλεσε στο σπίτι της τον Ισμέτ Πασά, τη Χαλιντέ Εντίπ και μια ομάδα δημοσιογράφων για να γιορτάσουν τη νίκη. Με την αφορμή αυτή, η σκάλα που οδηγούσε στη βεράντα, αλλά και η ίδια η βεράντα ήταν στολισμένες με γιρλάντες από δάφνη, γιασεμί, νυχτολούλουδα και τριαντάφυλλα. Έτσι, ο κήπος, που είχε θέα στη γαλάζια θάλασσα, έγινε ακόμα πιο γοητευτικός.
Ήταν μια αλησμόνητη νύχτα στο σπίτι των Ουσσακίζαντε. Η Λατιφέ, η οποία υποδεχόταν στη βεράντα τους επισκέπτες που κατέφθαναν, ήταν προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει περίεργα βλέμματα. Ο ίδιος ο Μουσταφά είχε πάει να φέρει τη Χαλιντέ Εντίπ στο σπίτι στο Γκιόζτεπε. Η Χαλιντέ Εντίπ περιγράφει ως εξής την ψυχική διάθεση του Μουσταφά Κεμάλ το συγκεκριμένο βράδυ: «Στη φωνή εκείνου του σκληρού στρατιώτη αντηχούσε κάτι που έμοιαζε να λέει ότι ήθελε επιτέλους να στεριώσει σε ένα σπίτι και να εγκατασταθεί εκεί». Και συνεχίζει: «Ο Μουσταφά Κεμάλ την είχε γοητεύσει από κάθε άποψη, όμως κι εκείνος έδειχνε ερωτευμένος με τη Λατιφέ Χανούμ. Η έντονη έλξη ανάμεσα σε αυτούς τους δυο μαγεμένους ανθρώπους ήταν η μεγαλύτερη ατραξιόν εκείνης της βραδιάς. Χωρίς αυτήν, η νύχτα θα ήταν κρύα και βαρετή».
Η Λατιφέ γράφει ένα διπλωματικό σημείωμα
Πριν από καιρό η Λατιφέ είχε πάψει να είναι απλώς σπιτονοικοκυρά. Ως μεταφράστρια και γραμματέας είχε αναλάβει σημαντικά καθήκοντα για λογαριασμό του Κεμάλ και ως εκ τούτου ανήκε στο επιτελείο του. Λίγο μετά τη γνωριμία τους, ο Μουσταφά Κεμάλ απέκτησε τη συνήθεια να τη φωνάζει «Λατίφ». Μάλιστα, τη φώναζε ακόμα και «υπασπιστή».
Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε θυμώσει γιατί 64 εχθρικά πλοία ήταν ακόμη αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Σμύρνης. Διέταξε τον υπουργό Εξωτερικών του, Γιουσούφ Κεμάλ Μπέη: «Γράψτε ένα σημείωμα στην αγγλική ναυτική διοίκηση. Πρέπει να εγκαταλείψουν τη Σμύρνη μέσα σε 24 ώρες. Δεν έχουν καμία δουλειά πια εδώ πέρα. Έχουμε νικήσει και μας αρκεί η ειρήνη του κράτους μας. Δε χρειαζόμαστε εδώ αυτό τον ναυτικό στόλο. Αν αρνηθούν να εγκαταλείψουν το λιμάνι, θα διατάξω τη βύθισή τους». Ωστόσο η συγγραφή αυτού του μηνύματος αντιμετώπιζε δυσκολίες, διότι η λεπτότητα της διπλωματίας απαιτούσε από τον Γιουσούφ Κεμάλ Μπέη να χρησιμοποιήσει νηφάλια λόγια. Ο Μουσταφά Κεμάλ ήταν πολύ θυμωμένος που χρειαζόταν τόσος χρόνος για να γραφτεί το σημείωμα: «Τι συμβαίνει, ακόμα δε γράφτηκε αυτό το σημείωμα;».
Όταν η Λατιφέ αντιλήφθηκε την ένταση του Μουσταφά Κεμάλ, είπε: «Πασά μου, αν δεν έχετε αντίρρηση, λέω να γράψω εγώ αυτές τις γραμμές».
«Το σημείωμα πρέπει να γραφτεί στα αγγλικά, γράψτε λοιπόν εσείς».
Η Λατιφέ έγραψε το σημείωμα και το παρέδωσε στον Μουσταφά Κεμάλ.
«Υπέροχα, είναι γραμμένο όπως ακριβώς το φαντάστηκα. Γιουσούφ Κεμάλ Μπέη, για το σημείωμα που καταβάλατε τόση προσπάθεια και παρ’ όλα αυτά δεν το γράψατε, η κυρία δε χρειάστηκε περισσότερα από δύο λεπτά. Την ευχαρίστησα. Εσείς πηγαίνετε να αναπαυθείτε…». Έπειτα απευθύνθηκε και πάλι στη Λατιφέ: «Αξιότιμη κυρία, με ποια πένα γράψατε το σημείωμα;».
Όταν η Λατιφέ τού έδειξε τη χρυσοποίκιλτη πένα που κρατούσε στο χέρι της, εκείνος είπε: «Δώστε μου την πένα». Πήρε την πένα από το χέρι της Λατιφέ, την έφερε στα χείλη του και τη φίλησε.
Η Λατιφέ κράτησε φυλαγμένη σε όλη της τη ζωή τη χρυσοποίκιλτη πένα που είχε φιλήσει ο Κεμάλ Πασάς.
Μια ποιητική πρόταση γάμου
Ένα πρωί, καθώς ο Μουσταφά Κεμάλ έφευγε από το σπίτι και αποχαιρετούσε τη Λατιφέ, της απηύθυνε μια ασυνήθιστη παράκληση: «Αγαπητή Λατιφέ, θα μπορούσατε να συγυρίσετε το δωμάτιό μου;».
«Φυσικά, πασά μου» απάντησε η Λατιφέ.
Όταν όμως μπήκε στο υπνοδωμάτιο του Μουσταφά Κεμάλ, διαπίστωσε με έκπληξη ότι το κρεβάτι ήταν στρωμένο και τα πάντα ήταν στη θέση τους. Απόρησε: «Αναρωτιέμαι γιατί με παρακάλεσε να συγυρίσω το δωμάτιό του». Μόνο ένα αντικείμενο δεν ήταν στη θέση του, και συγκεκριμένα η φωτογραφία του Μουσταφά Κεμάλ, που συνήθως κρεμόταν στον τοίχο. Ήταν φανερό ότι ο Μουσταφά Κεμάλ την είχε ξεκρεμάσει και την είχε βάλει στο κρεβάτι. Το τριαντάφυλλο που του είχε αφήσει το πρωί στο κομοδίνο ήταν στερεωμένο στη μια πλευρά του κάδρου της φωτογραφίας. Δίχως να σκεφτεί παραπάνω, η Λατιφέ ξανακρέμασε τη φωτογραφία στον τοίχο. Υπέθεσε ότι ο Μουσταφά Κεμάλ απλώς την είχε ξεχάσει.
Μπορεί το ίδιο βράδυ, ίσως και το επόμενο, η Λατιφέ και ο Μουσταφά καθώς κάθονταν αντικριστά μπροστά στο στρωμένο τραπέζι, ο Μουσταφά Κεμάλ ρώτησε: «Λατίφ, δεν προσέξατε τίποτα όταν συγυρίσατε το δωμάτιό μου;».
Η Λατιφέ δεν ήταν έτοιμη να απαντήσει αμέσως. Έπειτα είπε: «Στο κρεβάτι υπήρχε μια φωτογραφία, την πήρα και την κρέμασα στο τοίχο».
Ο Μουσταφά Κεμάλ ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει το παιχνίδι. «Θα μπορούσατε να πάτε στο δωμάτιό μου και να φέρετε τη φωτογραφία που κρεμάσατε;» είπε με πονηρό χαμόγελο.
Η Λατιφέ δεν μπορούσε να βγάλει νόημα από όλα αυτά, όμως πήγε αμέσως στο δωμάτιό του, ξεκρέμασε τη φωτογραφία και την έφερε στο τραπέζι.
«Θέλετε να κοιτάξετε την πίσω πλευρά;» συνέχισε ο Μουσταφά Κεμάλ.
Το τριαντάφυλλο που του είχε αφήσει το πρωί ήταν στερεωμένο στη μία πλευρά του κάδρου. Στην πίσω πλευρά της φωτογραφίας ο Μουσταφά Κεμάλ είχε γράψει την πρόταση γάμου του στη Λατιφέ και είχε προσθέσει μια αιτιολόγηση.
Όταν η Λατιφέ απάντησε στον Μουσταφά Κεμάλ «ναι», αυτό δεν έγινε τόσο από τη διάθεση ευφορίας μιας νεαρής κοπέλας που της είχε γίνει μόλις πρόταση γάμου αλλά εξαιτίας του ρεαλιστικού συλλογισμού ότι ένας γάμος θα έδινε διάρκεια στη σχέση τους.
«Ο δεσμός μας γεννήθηκε προπάντων ως σχέση διανοητική» είπε αργότερα σε κάποιον ξένο δημοσιογράφο.
Ο πρώτος χωρισμός
«Ξέχασα να σου το πω χθες βράδυ. Φεύγω για ταξίδι» είπε ο Μουσταφά Κεμάλ.
«Όσο θα λείπετε για ταξίδι, θα ανησυχώ πολύ για εσάς! Δεν πιστεύω ότι αυτή η ανησυχία θα μειωθεί προτού φτάσετε στην Άγκυρα. Πόσο θα ήθελα, λατρευτέ μου πασά, να έρθω μαζί σας στην Άγκυρα. Αν δεν έχετε αντίρρηση, πάρτε με μαζί σας. Επιτρέψτε μου να έρθω κι εγώ στην Άγκυρα…».
Ο Μουσταφά Κεμάλ δεν υποχωρούσε. «Όχι, εσείς θα μείνετε εδώ! Περιμένετε εδώ! Πρώτα θα πάμε εμείς και όταν αργότερα το θεωρήσω αναγκαίο, θα έρθω να σας πάρω» απάντησε.
Ο λόγος για τον οποίο η Λατιφέ δεν έπρεπε να ταξιδέψει αμέσως μαζί του στην Άγκυρα ήταν ότι εκεί τον περίμενε η Φικριγέ. Φικριγέ ήταν κόρη του Μιραλάι Χουσαμετίν Μπέη, αδελφού του πατριού του Μουσταφά Κεμάλ, Ραγκίπ Μπέη. Είχε γεννηθεί το 1897 (σύμφωνα με ορισμένες πηγές, το 1887) στη Θεσσαλία, στη Λάρισα (Yenişehir). Όπως γνωρίζουμε από φωτογραφίες της, ήταν μια όμορφη γυναίκα με ονειροπόλο βλέμμα και λεπτό σώμα, με καλές αναλογίες.
Όταν ο Μουσταφά Κεμάλ βρισκόταν στην Ανατολία, οι συγγενείς του την έστειλαν να τον βρει, για να τον υποστηρίξει στον απελευθερωτικό αγώνα. Έπειτα από ένα επικίνδυνο ταξίδι, η Φικριγέ έφτασε στην Άγκυρα τον Νοέμβριο του 1920. Στo σπίτι του Μουσταφά Κεμάλ στο Τσάνκαγια τη θεωρούσαν κυρία του σπιτιού. Η συνάντηση των δύο γυναικών σε αυτό το μέρος θα δημιουργούσε αφορμή μεγάλου σκανδάλου.
Αφότου ο Μουσταφά Κεμάλ ανακοίνωσε τη συγκατάθεσή του για τη σύγκληση διάσκεψης στα Μουδανιά που πρότειναν οι σύμμαχοι, έφυγε από τη Σμύρνη τη νύχτα της 29ης Σεπτεμβρίου του 1922. Η Λατιφέ ήταν πολύ στενοχωρημένη. Δεν ήξερε πια αν θα έπρεπε να σχεδιάσει τη ζωή της με τον Μουσταφά Κεμάλ ή μόνη της.
Η μητέρα της Λατιφέ και οι αδελφές της επέστρεψαν στη Σμύρνη πριν από τον Μουαμμέρ Μπέη. Η Λατιφέ περίμενε με αγωνία την επιστροφή του πατέρα της και τη συγκατάθεσή του για τον γάμο της με τον Μουσταφά Κεμάλ. Ένιωθε ανασφάλεια. Η πρόταση γάμου την οποία είχε κάνει δεκτή εξακολουθούσε να κρέμεται στον τοίχο, ενώ ο Μουσταφά Κεμάλ παρέμενε σιωπηλός για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο Μουσταφά Κεμάλ προτιμά τον γάμο
Το πρωί της 29ης Ιανουαρίου του 1923 ο Μουσταφά πήρε με το αυτοκίνητο τον Ασίμ Γκιουντούζ, τον στρατάρχη Φεβζί Τσακμάκ και τον Καραμπεκίρ Πασά και πήγε μαζί τους στο Μπεγιάζ Κιοσκ. Ο κυβερνήτης Αμπντούλ Χαλίκ Μπέης και ο Καζίμ Πασάς (Οζάλπ*) βρίσκονταν ήδη εκεί.
Ο Ασίμ Πασάς θυμάται: «Καθόμασταν μια ώρα με τη Λατιφέ Χανούμ στο σαλόνι και κουβεντιάζαμε… Ωστόσο ήταν σαφές ότι κάτι ιδιαίτερο συνέβαινε. Εκείνη την ώρα χτύπησε η πόρτα και μπήκε ο μουφτής».
Η οικογένεια Ουσσακίζαντε δεχόταν εκείνη τη μέρα επισκέψεις με αφορμή την απελευθέρωση της Σμύρνης και είχαν προσκληθεί όλοι οι αξιωματικοί και οι καλοί φίλοι. Η διήμερη προθεσμία που είχε ζητήσει η Λατιφέ και της είχε παραχωρήσει πρόθυμα ο Μουσταφά Κεμάλ θα έληγε την Τρίτη. Όμως ο Μουσταφά Κεμάλ, σαν να ήταν αυτονόητο και με πολύ επιδέξιο τρόπο, μετέτρεψε τη συνεστίαση σε γαμήλια γιορτή.
Είχαν έρθει όλοι οι επισκέπτες και η Λατιφέ επέβλεπε στην κουζίνα την προετοιμασία των φαγητών. Ο Μουσταφά Κεμάλ Πασάς τής έκανε ένα νεύμα να έρθει. Με ένα χαμόγελο στα χείλη τη ρώτησε: «Έχεις κάποια αντίρρησηστην ιδέα να μετατρέψουμε αυτή τη γιορτή σε γαμήλια γιορτή;». Όταν η Λατιφέ τον ρώτησε αν έχει μιλήσει ήδη επ’ αυτού με τον πατέρα της, ο Μουσταφά Κεμάλ απάντησε: «Θα μιλήσουμε».
Ο Μουαμμέρ Μπέης έδωσε το έναυσμα της γαμήλιας τελετής λέγοντας: «Αν είναι εντάξει για εσάς, είναι εντάξει και για μας».
Ο γάμος έγινε στην τραπεζαρία του σπιτιού. Η Λατιφέ φορούσε μια βιολετί μαντίλα, που κάλυπτε το κεφάλι της, και βιολετί γάντια. Στα χέρια κρατούσε ένα λευκό τριαντάφυλλο. Το βραδινό φόρεμά της ήταν σκούρο γκρι και κάλυπτε τις καμπύλες του σώματός της. Σύμφωνα με την επιθυμία του Μουσταφά Κεμάλ, το μεϊκάπ της ήταν διακριτικό.
Ο Μουσταφά Κεμάλ φορούσε σκούρο μπλε κοστούμι, αποτελούμενο από τρία κομμάτια και μπλε γραβάτα με κόκκινα σχέδια. Στην τσέπη του στήθος είχε βάλει ένα λινό μαντίλι. Στο κεφάλι φορούσε σκούφο από γκρίζα περσική γούνα.
Στο τραπέζι πήραν θέση έξι άτομα: οι μάρτυρες της Λατιφέ, ο αξιωματικός Σαλίχ Μπέης και ο κυβερνήτης της Σμύρνης, ο Αμπντούλ Χαλίκ Μπέης, και οι μάρτυρες του Μουσταφά Κεμάλ, Φεβζί (Τσακμάκ) Πασάς και Καζίμ (Καραμπεκίρ) Πασάς. Συνολικά σαράντα προσκεκλημένοι έγιναν τη μέρα εκείνη μάρτυρες αυτού του ιστορικής σημασίας γάμου.
Ο Μουσταφά Κεμάλ είπε: «Αν ήμουν ακόμα νέος, η τελετή αυτή, φυσικά, θα ήταν διαφορετική». Θα είχα βάλει τη Λατιφέ Χανούμ πάνω σε ένα άλογο και θα την απήγαγα καλπάζοντας, όμως καταλαβαίνω ότι είμαι πολύ μεγάλος για κάτι τέτοιο».
Απευθύνθηκε στον μουφτή: «Αξιότιμε κύριε! Η Λατιφέ Χανούμ κι εγώ αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Θα μπορούσατε να αναλάβετε το απαιτούμενο τυπικό;».
Ο μουφτής ρώτησε ποια είναι η τιμή που αναλογεί στη νύφη, σύμφωνα με το ισλαμικό έθιμο.
«Δέκα ασημένια γρόσια» απάντησε ο Μουσταφά Κεμάλ.
«Ο μουφτής έλεγε προσευχές επί ώρα και ο Μουσταφά Κεμάλ είχε αρχίσει να πλήττει. Τότε είπε στους φίλους του: «Ο Θεός θέλει να έρθει η εποχή που τον γάμο θα κάνει ο κυβερνήτης».
Στις 23 Ιανουαρίου του 1923, στις πέντε το απόγευμα, ο Μουσταφά Κεμάλ και η Λατιφέ Χανούμ ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου σύμφωνα με τα θρησκευτικά ήθη.
Ένας μοντέρνος γάμος
Αντί της Πέμπτης, όπως συνηθιζόταν, ο γάμος έγινε Δευτέρα. Κατά την παράδοση, η νύφη δεν καθόταν στο τραπέζι ακριβώς απέναντι από τον ιερέα και επίσης την εκπροσωπούσε στην τελετή ένας κηδεμόνας. Όμως η Λατιφέ καθόταν ακριβώς εκεί και ρωτήθηκε αν ήθελε να παντρευτεί τον Μουσταφά Κεμάλ.
Η τιμή της νύφης περιλάμβανε παραδοσιακά τα χρήματα και τα αγαθά που θα εξασφάλιζαν την υλική ασφάλειά της. Είτε πληρώνονταν τη μέρα του γάμου είτε δινόταν η υπόσχεση της πληρωμής τους.
Στην περίπτωση του Μουσταφά Κεμάλ και της Λατιφέ Χανούμ, η τιμή αυτή καθορίστηκε στο συμβολικό ποσό των δέκα γροσιών. Το μικρό μέγεθος του ποσού θεωρήθηκε σύμβολο της ισοτιμίας μεταξύ άντρα και γυναίκας.
Πάντως, ο γάμος είχε και μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή. Δεν υπήρχαν βέρες. Οι εκπρόσωποι στη Λωζάννη, μαθαίνοντας την είδηση του γάμου, και προπάντων ο Ισμέτ Ινονού, χάρηκαν σαν παιδιά και αποφάσισαν να αγοράσουν βέρες ως δώρο γάμου. Ο Ισμέτ Πασάς θα τις έφερνε αργότερα.
Η εφημερίδα Vakit είχε ως τίτλο στο φύλλο της 30ής Ιανουαρίου: «Ένας πολύ ευτυχισμένος γάμος στη Σμύρνη» και παρουσίαζε τη Λατιφέ με τα ακόλουθα λόγια:
«Η αξιότιμος κυρία Λατιφέ διαθέτει εξαιρετικά προσόντα. Έχει ταξιδέψει σε ολόκληρη την Ευρώπη, έχει δει και έχει γνωρίσει από κοντά τα πάντα. Μιλά πολύ καλά γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά. Διαθέτει ευρείες μουσικές γνώσεις. Τα γραπτά τουρκικά της είναι πολύ καλά. Όποιος έχει γνωρίσει τη Λατιφέ Χανούμ Εφέντι μιλά με μεγάλο σεβασμό για την ευφυΐα της, την αποφασιστικότητα και την ισχυρή της θέληση. Αυτό σημαίνει ότι είναι θερμή πατριώτισσα».
Όλος ο κόσμος είχε αγωνία αν, μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, η Τουρκία θα προσχωρούσε στη Δύση ή στην Ανατολή. Ο δυτικός Τύπος, που παρακολουθούσε τον γάμο στη Σμύρνη, έδωσε μεγάλη σημασία στις φωτογραφίες των νεονύμφων. Το γεγονός ότι η νύφη είχε πάει σχολείο και είχε σπουδάσει στην Ευρώπη, ότι μιλούσε για τα δικαιώματα των γυναικών, ότι πόζαρε για τον Τύπο δίπλα στον Μουσταφά Κεμάλ, όλα αυτά έδιναν την εικόνα ότι η Τουρκία στρεφόταν προς τη Δύση.
Σε μια εποχή που οι διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη είχαν καταλήξει σε τέλμα, ο γάμος συμβόλιζε για τον υπόλοιπο κόσμο και κάτι άλλο: «Για δείτε, όλα ακολουθούν την πορεία τους, ο αγωνιστής μας παντρεύεται, συνεχίζουμε τον δρόμο μας».
Η χρονική στιγμή του γάμου ήταν μια πολύ έξυπνη επιλογή
ΚΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ
Ήταν μάλλον Μάιος του 1924. Ο Μουσταφά Κεμάλ και η Λατιφέ ήταν αφοσιωμένοι στη συζήτησή τους στο τραπέζι, όταν εμφανίστηκε ο επιλοχίας Αλί, που ήταν σε υπηρεσία εκείνη τη μέρα. Έδειχνε ταραγμένος, κοιτούσε τον Μουσταφά Κεμάλ και φαινόταν να αμφιταλαντεύεται αν έπρεπε να πει κάτι ή όχι. Όταν ο Μουσταφά Κεμάλ τον κοίταξε απορημένος, είπε: «Αξιότιμε πασά, ήρθε η Φικριγέ Χανούμ».
Κατά τη διάρκεια του γάμου της Λατιφέ και του Μουσταφά Κεμάλ η Φικριγέ ήρθε στο Τσάνκαγια μόνο δύο φορές. Ο Μουσταφά Κεμάλ δεν ήθελε να έρχεται στην Άγκυρα, ενώ η ίδια, κατά κάποιον τρόπο, έβλεπε ακόμα τον εαυτό της ως κυρία του σπιτιού. Η δεύτερη επίσκεψή της είχε ολέθριο τέλος. Οι πυροβολισμοί που ακούστηκαν, αφότου οι υπασπιστές έδιωξαν τη νεαρή γυναίκα, σήμαναν τον θάνατό της. Το τραγικό τέλος της ανακοινώθηκε στις εφημερίδες στις 2 Ιουνίου του 1924.
Ενώ, όσο ζούσε, η Φικριγέ δεν είχε προκαλέσει σοβαρά προβλήματα ανάμεσα στη Λατιφέ και στον Μουσταφά Κεμάλ, ο θάνατός της άγγιξε βαθιά και τους δύο. Η αυτοκτονία της βάρυνε πολύ στον γάμο. Τις επόμενες μέρες μετά τον θάνατο της Φικριγέ, ένας σοβαρός καβγάς ξέσπασε ανάμεσα στη Λατιφέ και στον Μουσταφά Κεμάλ. Λέγεται ότι η Λατιφέ έφτιαξε χωριστές κρεβατοκάμαρες, επειδή είχε θυμώσει που ο Μουσταφά Κεμάλ την είχε φωνάξει εκείνες τις μέρες με το όνομα της Φικριγέ. Αλλά ούτε και αυτό το μέτρο τής ήταν αρκετό. Παρακάλεσε τους γονείς της να έρθουν στην Άγκυρα και τους είπε ότι ήθελε να χωρίσει. Ωστόσο η Αντεβιγέ Χανούμ και ο Μουαμμέρ Μπέης θεώρησαν την επιθυμία του χωρισμού παιδιάστικη και έπεισαν την κόρη τους να μην προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση.
Στα πρόθυρα του χωρισμού
Βρίσκονταν στο Σαρίκαμις, νοτιοανατολικά του Καρς, στο σπίτι του στρατιωτικού διοικητή Αλί Σαΐτ Πασά όπου δινόταν δείπνο προς τιμήν του Μουσταφά Κεμάλ. Στο τραπέζι κάθονταν ο κυβερνήτης του Ερζουρούμ, οι στρατιωτικοί διοικητές, καθώς και άλλοι επισκέπτες, στρατιωτικοί και πολίτες. Στο ίδιο τραπέζι κάθονταν η Λατιφέ και η γυναίκα του στρατιωτικού διοικητή, η Νατσιγέ. Μετά από ένα απεριτίφ πέρασαν στο δείπνο.
Ο Μουσταφά Κεμάλ και η Λατιφέ είχαν σταματήσει από την προηγούμενη μέρα να μιλούν ο ένας στον άλλο. Και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ο Μουσταφά Κεμάλ συζητούσε ασταμάτητα με τη Νατσιγέ και επαινούσε την ομορφιά και την ευγλωττία της. Όταν ο σερβιτόρος πρόσφερε στον Μουσταφά Κεμάλ το πιάτο με τα ζυμαρικά, η Λατιφέ τού είπε δυνατά: «Κεμάλ, πρόσεχε τα πόδια σου. Φτάνουν έως εμένα».
Έπεσε νεκρική σιγή. Ο Μουσταφά ζήτησε συγγνώμη και σηκώθηκε μαζί με τη Λατιφέ από το τραπέζι. Πήγαν σε ένα από τα ιδιωτικά δωμάτια δίπλα από την τραπεζαρία. Ο Κιλίτς Αλί ήταν ένας από εκείνους που άκουσαν τις φωνές από το δωμάτιο. Γινόταν μεγάλη φασαρία. Πάντως, εκείνη που ύψωνε τον τόνο της φωνής της ήταν η Λατιφέ.
Σύμφωνα με μια ανέκδοτη μαρτυρία, η Λατιφέ εκείνη τη νύχτα είπε στον Μουσταφά Κεμάλ: «Χώρισέ με». Το θέμα του καβγά ήταν μάλλον ότι ο Μουσταφά Κεμάλ φλέρταρε μια άλλη γυναίκα, και παραλίγο να καταλήξουν πράγματι στον χωρισμό.
Ο Μουσταφά Κεμάλ αποσύρθηκε σε ένα άλλο δωμάτιο, για να περάσει εκεί τη νύχτα. Τα απόγευμα της επόμενης μέρας ήθελαν να επιστρέψουν στο Ερζουρούμ. Ο Μουσταφά Κεμάλ έδειχνε θυμωμένος, η Λατιφέ είχε αξιολύπητη έκφραση. Όταν μπήκαν στα αυτοκίνητα, ο Μουσταφά Κεμάλ παρακάλεσε τη Νατσιγέ να καθίσει δίπλα του. Η Λατιφέ, που έμεινε μόνη της, πήγε με ένα άλλο αυτοκίνητο, μαζί με τον γενικό γραμματέα, Τεβφίκ Μπέη.
Πολύ νωρίς το επόμενο πρωί ο Σαλίχ Μπέης (Μποζόκ) χτύπησε την πόρτα του Κιλίτς Αλί. Τον πληροφόρησε ότι ο Μουσταφά Κεμάλ έμεινε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα. Αργά τη νύχτα τον είχε φωνάξει για να του ανακοινώσει την απόφασή του να χωρίσει από τη Λατιφέ Χανούμ και να τη στείλει πίσω στην Άγκυρα. Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε παραδώσει επίσης στον Σαλίχ Μπέη (Μποζόκ) μια επιστολή με θέμα την επισημοποίηση του διαζυγίου. Πάντως, ούτε ο Κιλίτς Αλί ούτε ο αξιωματικός Σαλίχ προέβησαν σε ενέργειες προς την κατεύθυνση του διαζυγίου.
Όταν η Λατιφέ εγκατέλειψε την παρέα του ταξιδιού, ήταν φανερό ότι ο Μουσταφά Κεμάλ είχε βαθιά λύπη. Φαινόταν πως ήθελε να συμφιλιωθούν. Αλλά και η Λατιφέ λυπόταν που είχε παραφερθεί με αυτό τον τρόπο και έγραψε μια επιστολή στον Μουσταφά Κεμάλ. Ο Κιλίτς Αλί μετέφερε στον Μουσταφά Κεμάλ την είδηση ότι έχει έρθει ένα γράμμα από τη Λατιφέ. Στο γράμμα αυτό η Λατιφέ ζητούσε συγγνώμη από τον Μουσταφά Κεμάλ. Η επιστολή έκλεινε με τα εξής λόγια: «Έχω θάψει όλη την οργή και τα νεύρα μου στη σεισμική περιοχή του Ερζουρούμ. Συγχώρησέ με. Ας επιστρέψουμε μαζί χαρούμενοι στο ευτυχισμένο σπίτι μας στο Τσάνκαγια».
Η επιστολή ικανοποίησε τον Μουσταφά Κεμάλ και η ηρεμία επανήλθε. Όταν συναντήθηκε στην Καισάρεια με τη Λατιφέ, της είπε: «Αξιότιμη κυρία, δεν υπάρχει λόγος να επιστρέψετε τόσο βιαστικά στην Άγκυρα».
Όλοι ήταν ευτυχείς. Στον δρόμο ήπιαν καφέ σε έναν κήπο και ξεκουράστηκαν. Το επόμενο πρωί ο Μουσταφά Κεμάλ δεν παρέλειψε, φυσικά, να ρωτήσει τον Σαλίχ Μπέη για την επιστολή που ήθελε να στείλει στον Ισμέτ Πασά. Αναρωτιόταν τι απέγινε το γράμμα στο οποίο εξέφραζε την επιθυμία του να χωρίσει. Όταν ο Σαλίχ Μπέης είπε: «Το έχω επάνω μου», ο Μουσταφά Κεμάλ του έδωσε την εξής εντολή: «Σκίσ’ το και πέταξέ το».
Αφού πέρασαν μια νύχτα στη Σεβάστεια, συνέχισαν το ταξίδι τους για την Άγκυρα, περνώντας από το Κίρσεχιρ. Ο τοπικός διοικητής δώρισε στη Λατιφέ δύο χαλιά από την πόλη.
Στην Άγκυρα η απουσία του Μουσταφά Κεμάλ είχε γίνει αισθητή. Κατά την επιστροφή του το ζεύγος έγινε δεκτό με μια εορταστική τελετή. Εξαιτίας του ρόλου που είχε παίξει στη συμφιλίωση, η Λατιφέ φιλοξένησε τον Κιλίτς Αλί στο σπίτι στο Τσάνκαγια για έναν μήνα. Το ταξίδι και οι εντάσεις μεταξύ τους είχαν, παρ’ όλα αυτά, αίσιο τέλος.
Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Ο καβγάς ανάμεσα στη Λατιφέ και στον Μουσταφά Κεμάλ που έμελλε να τους χωρίσει για πάντα ξέσπασε τελικά μια νύχτα στο Τσάνκαγια, όταν η παρέα στο τραπέζι είχε διαλυθεί. Ήταν στις 20 ή στις 21 Ιουλίου του 1925. Το τι ακριβώς συνέβη εκείνη τη νύχτα δεν είναι γνωστό. Ο Μουσταφά Κεμάλ βρισκόταν στον κήπο. Η Λατιφέ τού φώναξε από το παράθυρο και μάλλον είπε κάτι που τον θύμωσε πολύ. Λέγεται ότι ο Μουσταφά Κεμάλ σχεδόν λιποθύμησε από τον θυμό του. Το μέτωπό του είχε ιδρώσει και το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο, όταν μπήκε στο σπίτι, πήγε στο γραφείο του και διαμήνυσε τηλεφωνικά στον υπασπιστή του Σαλίχ Μποζόκ καθώς και στον Κιλίτς Αλί ότι επιθυμεί να τους δει αμέσως. Το τηλεφώνημα στον Κιλίτς Αλί έγινε γύρω στα μεσάνυχτα. Στο τηλέφωνο ήταν ο υπασπιστής Μουζαφέρ, ο οποίος είπε: «Ο Μουσταφά Κεμάλ επιθυμεί να σας δει».
Στον δρόμο ο Κιλίτς Αλί συνάντησε τον Σαλίχ Μποζόκ. Όταν μπήκαν μαζί στο δωμάτιο του Μουσταφά Κεμάλ, το πρόσωπό του ήταν κόκκινο. Ήταν ξαπλωμένος με τα ρούχα στον καναπέ. «Πάμε να φύγουμε από αυτό το σπίτι, αλλιώς θα το περιχύσω με πετρέλαιο και θα το κάψω», είπε. Αμέσως ο υπασπιστής Σαλίχ έλυσε τη γραβάτα που φορούσε στον λαιμό ο Μουσταφά Κεμάλ και άνοιξε το κουμπί του γιακά στο πουκάμισό του.
Ο λόρδος Κίνρος έγραψε γι’ αυτή τη σκηνή: «Ένα βράδυ η Λατιφέ δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της και άρχισε να λέει κατάμουτρα στον Μουσταφά Κεμάλ και στους φίλους του που έπιναν μαζί ό,τι της κατέβαινε στο μυαλό».
Σε ένα έγγραφο του αυστριακού Υπουργείου Εεξωτερικών διαπιστώνεται ότι ο καβγάς έγινε παρουσία του Ισμέτ Πασά και του Φεβζί Πασά.
Είναι προφανές ότι η Λατιφέ εκείνη τη νύχτα έχασε τον έλεγχο, διότι δεν έκρυψε τον θυμό της από τους φρουρούς και τους αγγελιαφόρους. Παρ’ όλα αυτά, δε μίλησε σε κανέναν για τις λεπτομέρειες αυτών των γεγονότων, γιατί είχε δώσει τον λόγο της στον Μουσταφά Κεμάλ. Το ποια ήταν τελικά η αφορμή του χωρισμού έμεινε κρυμμένο πίσω από τις κουρτίνες του σπιτιού στο Τσάνκαγια.
Η αδελφή της, Βετζιχέ Ιλμέν, ανέφερε: «Ο Ατατούρκ και η Λατιφέ Χανούμ υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλον να μη μιλήσουν ποτέ για την ιδιωτική τους ζωή. Αν και γνωρίζω πολλά πράγματα, δεν μπορώ να πω τίποτα».
Ας δούμε πάλι τα απομνημονεύματα του Κιλίτς Αλί:
«Αφού ο Μουσταφά Κεμάλ, καταπτοημένος, μας εξιστόρησε τα πάντα, είπε: ‘‘Εσείς μείνετε εδώ, εγώ θα βγω για να καθαρίσει το μυαλό μου. Θα κάνω μια μικρή βόλτα με το αυτοκίνητο για να πάρω αέρα’’.
Μπήκε στο αυτοκίνητο μαζί με τον γενικό υπασπιστή Ρουσουχί Μπέη και είπε στον οδηγό να πάει ‘‘στο Γιοζγκάτ’’. Ο Μουσταφά Κεμάλ, που είχε πει ‘‘στο Γιοζγκάτ’’, εκείνη τη νύχτα πήγε στον Μαρμαρά. Είχε δώσει την εντολή, σε όποιον ρωτήσει, να του πουν ότι δεν ήταν στο κιόσκι. Κατά τη διάρκεια της νύχτας διέταξε να στείλουν αμέσως τη Λατιφέ Χανούμ στη Σμύρνη».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
«Οταν η Σμύρνη καίγονταν, Κεμάλ έτρωγε σε μπαλκόνι σε άλλη γειτονιά»
Τουρκία: Ο νέος Κεμαλισμός είναι εδώ – Τι λένε αναλυτές για το φαινόμενο