Ένα ζευγάρι παιδικά μάτια «ξεπηδούν» από τον ασπρόμαυρο φωτογραφικό καμβά κι «αιχμαλωτίζουν» το καταγάλανο βλέμμα της γυναίκας που στέκει στην απέναντι πλευρά αγέρωχη, παρά τα 80 και πλέον χρόνια που βαραίνουν τις πλάτες της.
Το μικρό αγόρι της φωτογραφίας είναι ένα από τα πολλά παιδιά, που εν μέσω του Εμφυλίου βρέθηκαν στην υπερορία κι έστησαν τις δικές τους ελληνικές κοινότητες πολιτικών προσφύγων στην Ανατολική Ευρώπη. Η γυναίκα απέναντί του ήταν κι αυτή … παιδί, όταν, την ίδια ιστορική περίοδο, της ανατέθηκε ο ρόλος της «μάνας» προκειμένου να οδηγήσει μικρά αγόρια και κορίτσια, με ασφάλεια, στις τότε Λαϊκές Δημοκρατίες.
Η ιδιότυπη αυτή «συνάντηση» έγινε πριν από μερικές ημέρες, στο Γενί Τζαμί – το παλαιό αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλονίκης και τζαμί των Ντονμέδων (εξισλαμισμένων εβραίων) ακόμη παλαιότερα – όπου η Λαμπρινή Γώγου – Μαργαρίτη, από το Δίστρατο Κόνιτσας, αναζήτησε μεταξύ των ασπρόμαυρων φωτογραφιών, των εγγράφων και των άλλων αντικειμένων της έκθεσης «Καλή Πατρίδα…» τού Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, ένα κομμάτι της ζωής της.
Ήταν μόλις 16 χρόνων, όταν άκουσε από τα χείλη της μητέρας της τη συμβουλή να γίνει «μάνα κι αδελφή» για τα παιδιά που, έπειτα από πολλή σκέψη και παραινέσεις από τους συγχωριανούς της, ανέλαβε να οδηγήσει μακριά από τη λαίλαπα του Εμφυλίου.
Η απόφαση να φύγει ήταν δύσκολη καθώς ένιωθε μεγάλο το βάρος της ευθύνης, αλλά τελικά την πήρε αφού, όπως αφηγείται ο φόβος είχε φωλιάσει στις παιδικές ψυχές που ήθελαν με κάθε τρόπο να «δραπετεύσουν» από τον πόλεμο.
«Αρχές Μαρτίου, το 1948, ήρθε στο χωριό μας μια επιτροπή – δύο άνδρες και μία γυναίκα. Μετά την εκκλησία, που ήταν όλοι συγκεντρωμένοι, μίλησαν για τον κίνδυνο που υπάρχει για τα παιδιά, τα οποία κι έπρεπε να σωθούν από τον πόλεμο. Οι Λαϊκές Δημοκρατίες είχαν αναλάβει να φιλοξενήσουν όσα παιδιά από την Ελλάδα το επιθυμούσαν και για όσο χρονικό διάστημα χρειαζόταν. Κι αυτό βέβαια μόνο με την καλή πρόθεση και τη συγκατάθεση των γονιών» επισημαίνει η κ. Γώγου.
«Τα παιδιά ζούσαν ένα μεγάλο δράμα. Γι’ αυτό τον λόγο οι γονείς αποφάσισαν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους ώστε να ξεφύγουν αυτά από εκείνη την κόλαση» υποστηρίζει.
Σημειώνει δε ότι, αφού έγινε η σχετική καταγραφή, με την πρώτη αποστολή έφυγαν γύρω στα 85 παιδιά, με τέσσερις ομαδάρχισσες ή «μάνες», όπως καθιερώθηκαν, στη συνέχεια, στη συνείδηση και την ψυχή πολλών εξ αυτών. «Φύγαμε – αναφέρει – η Γιαννούλα Ράπτη με τα τέσσερα παιδιά της, η Γιαννούλα Κατσίμπαρη, η Γιαννούλα Τσιάρα κι εγώ, η μικρότερη σε ηλικία μεταξύ των τεσσάρων, με 26 παιδιά».
Ο αποχωρισμός κάθε άλλο παρά εύκολος ήταν. «Την 1η Απριλίου 1948 συγκεντρωθήκαμε όλοι στην αυλή της εκκλησίας, έτοιμοι για αναχώρηση. Από τη μία, τα χαμογελαστά παιδικά πρόσωπα κι από την άλλη γονείς και συγγενείς να προσπαθούν να συγκρατήσουν τον λυγμό τους» μας εξιστορεί η κ. Γώγου, που θυμάται σαν σήμερα τον αγαπημένο της θείο να τη συμβουλεύει να δώσει αγάπη σε όλα τα παιδιά. Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία τους συνάντηση…
Τέσσερα μερόνυχτα περπατούσαν οι «μάνες» και τα παιδιά. Από το Δίστρατο στα Άρματα κι από εκεί Πάδες, Παλιοσέλι, Ελεύθερο και μετά στον ανήφορο, στους πρόποδες του Γράμμου. Μέσα στη νύχτα διέσχισαν τον Σαραντάπορο ποταμό και πάλι ανηφοριές και πολλά ακόμη χωριά: Πόλιστα, Πυρσόγιανννη, Βούρμπιανη, Χιονάδες…
«Στον δρόμο, για να κρατήσουμε τα παιδιά σιωπηλά τους λέγαμε να μην μιλούν για να μην ακούσουν τις φωνές μας οι αρκούδες…» μας λέει η κ. Γώγου και ανασύρει από τη μνήμη της τη στιγμή που, με κάποια από τα μικρότερα παιδιά στην αγκαλιά, περνούσε τα σύνορα της πατρίδας προς αναζήτηση μιας άλλης, με άγνωστο τον χρόνο επιστροφής.
Πρώτος σταθμός η Κορυτσά, στην Αλβανία, όπου έμειναν για περίπου 25 ημέρες. Κι από εκεί στην Αυλώνα πριν από τον τελευταίο – και τελικό – σταθμό: τη Βουδαπέστη, στην Ουγγαρία.
«Μας καλοδέχτηκαν στην Αλβανία. Μας παρείχαν τα πάντα: τρόφιμα, κουβέρτες, ρούχα, φάρμακα. Γέλια και χαρές από τα παιδιά. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα» λέει η κ. Γώγου. Για μια στιγμή, όμως, το πρόσωπό της «σκοτεινιάζει», όταν θυμάται πως σε μία επίσκεψη στον κινηματογράφο, τα παιδιά, βλέποντας στην οθόνη αεροπλάνα άρχισαν να τρέχουν προς τα έξω καθώς ήρθαν και πάλι στο μυαλό τους οι αεροπορικές επιδρομές στην πατρίδα.
«Ξεφύγαμε από τα αεροπλάνα και μας φέρατε πάλι σ’ αυτά;» ρωτούσαν με αγωνία τις συνόδους τους, που έσπευδαν να τα καθησυχάσουν.
Ο χρόνος που έχει περάσει δεν κατάφερε να «σβήσει» ούτε δευτερόλεπτο από τις στιγμές εκείνου του ταξιδιού από τη μνήμη της. Αυτό που έμεινε βαθιά χαραγμένο μέσα της και θυμάται ακόμη με δάκρυα στα μάτια ήταν η ανάγκη των μικρότερων ιδίως παιδιών για τη μητρική αγκαλιά. «Ήταν τόση η ανάγκη των παιδιών, ιδιαίτερα των μικρών, για το μητρικό χάδι, που κάθε βράδυ ξάπλωναν το ένα δίπλα στο άλλο δεξιά κι αριστερά μου και κάθε βράδυ άλλαζαν θέση προκειμένου όλα να έχουν τη δυνατότητα να ακουμπήσουν πάνω μου» σημειώνει και συμπληρώνει, με παράπονο: «Δεν είναι μόνο να τα αφηγείσαι. Είναι να κλαις…».
Θυμάται ακόμη πως συχνά τα παιδιά ρωτούσαν αν τελείωσε ο πόλεμος, αν μπορούσαν να πάνε πίσω, στους γονείς τους, τα αδέλφια τους. «Τους ρωτούσα – λέει – ένα ήθελαν να πάμε πίσω κι ας έχει πόλεμο; ‘Όχι, όχι’ έλεγαν με μια φωνή».
Κι έτσι έγινε. Τα παιδιά δεν γύρισαν αλλά συνέχισαν το ταξίδι τους ως την Ουγγαρία. «Το 1948, τα Χριστούγεννα, φτάσαμε στη Βουδαπέστη. Αμέσως μας πήγαν στο Széchenyi fürdő και μετά στο Mátyás laktanya. Αγάπη και μεγάλη φροντίδα […] Το 1949 άρχισαν να μας χωρίζουν. Τα μικρά παιδιά μπήκαν σε παιδικούς σταθμούς, στα καλύτερα μέρη» τονίζει η κ. Γώγου, που αν και χωρίστηκε από τα παιδιά, τα οποία φιλοξενήθηκαν σε ιδρύματα που είχαν στηθεί ειδικά γι’ αυτά, δεν έχασε την επαφή μαζί τους. «Όλα με φώναζαν ‘μάνα’. Ακόμη και σήμερα, κάποια από αυτά τα παιδιά, με τα οποία μιλάμε στο τηλέφωνο, με φωνάζουν μάνα» μας λέει περιχαρής.
Η ίδια κι άλλα επτά κορίτσια σπούδασαν κι έγιναν νοσοκόμες, ενώ άλλες ομαδάρχισσες προωθήθηκαν για δασκάλες στην ελληνική γλώσσα για τα παιδιά. Όλες έστησαν εκεί, στην υπερορία, μια νέα ζωή.
«Παιδομάζωμα ή παιδοσώσιμο;»
Δεκαετίες μετά το τέλος του Εμφυλίου, το θέμα των παιδιών – προσφύγων της ταραγμένης εκείνης περιόδου της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας εξακολουθεί να διχάζει – είναι σχεδόν «ταμπού».
Πολλοί στην Ελλάδα μίλησαν για «παιδομάζωμα», ενώ για τους εμπνευστές του αλλά και πολλά από τα παιδιά που διέφυγαν στις ανατολικές χώρες ως πολιτικοί πρόσφυγες ήταν «παιδοσώσιμο».
Για τη Λαμπρινή Γώγου, η απάντηση στο ερώτημα «παιδομάζωμα ή παιδοσώσιμο;» είναι μία: «Πολλοί διαστρεβλώνουν τα γεγονότα και μιλούν για ‘παιδομάζωμα’. Γιατί δεν λένε την αλήθεια; Ήρθαν να μας ρωτήσουν γιατί αναγκαστήκαμε να φύγουμε; Τα παιδιά ήθελαν να φύγουν, να φάνε ψωμί. Δεν τα πήραν με το ζόρι. Αυτό είναι ψέμα» λέει κατηγορηματικά.
«Στον δρόμο βρήκαμε δυο παιδιά μόνα, στο βουνό. Τι να τα κάναμε; Να τα αφήναμε μόνα τους να πεθάνουν από το κρύο και την πείνα;» διερωτάται.
Δέκα χρόνια πριν, το 2003, στην Ουγγαρία και σε ένα κτίριο – σύμβολο, τον πύργο Károlyi στο Fehérvárcsurgó, που δεκαετίες πριν φιλοξένησε πολλά εκπατρισμένα Ελληνόπουλα, διοργανώθηκε διεθνές ιστορικό συνέδριο για τα παιδιά – πρόσφυγες από την Ελλάδα, στην Ανατολική και την Κεντρική Ευρώπη, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο κτίριο αυτό, που από το 1949 έως το 1955 λειτούργησε ως παιδικός σταθμός για τα ελληνόπουλα – πρόσφυγες του Εμφυλίου, όσοι βρέθηκαν εκεί έβαλαν τη δική τους «πινελιά» στην ιστορική συζήτηση γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα.
Όσα ειπώθηκαν σε εκείνο το συνέδριο παραδόθηκαν στη δημόσια συζήτηση και κρίση μέσα από το βιβλίο «ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ ή ΠΑΙΔΟΣΩΣΙΜΟ; Παιδιά του Εμφυλίου στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη» (εκδ. Επίκεντρο) που επιμελήθηκαν η Ειρήνη Λαγάνη, καθηγήτρια της Μεταπολεμικής Ιστορίας της Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και η Μαρία Μποντίλα, καθηγήτρια φιλόλογος, διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.
Το βιβλίο παρουσιάστηκε επίσης στο Γενί Τζαμί, με τη Λαμπρινή Γώγου κι άλλους πολιτικούς πρόσφυγες της περιόδου στο κοινό να θυμίζουν πως εν τέλει «την ιστορία τη γράφουν οι ‘πρωταγωνιστές’ της».